ὀρειβάτης: Difference between revisions
ὦ διάνοια, ἐὰν ἐρευνᾷς τοὺς ἱεροφαντηθέντας λόγους μὲν θεοῦ, νόμους δὲ ἀνθρώπων θεοφιλῶν, οὐδὲν ταπεινὸν οὐδ᾽ ἀνάξιον τοῦ μεγέθους αὐτῶν ἀναγκασθήσῃ παραδέχεσθαι → if, O my understanding, thou searchest on this wise into the oracles which are both words of God and laws given by men whom God loves, thou shalt not be compelled to admit anything base or unworthy of their dignity
m (Text replacement - ":<br />][[" to ":<br />[[") |
mNo edit summary |
||
(6 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{LSJ1 | {{LSJ1 | ||
|Full diacritics= | |Full diacritics=ὀρειβᾰ́της | ||
|Medium diacritics=ὀρειβάτης | |Medium diacritics=ὀρειβάτης | ||
|Low diacritics=ορειβάτης | |Low diacritics=ορειβάτης | ||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=oreivatis | |Transliteration C=oreivatis | ||
|Beta Code=o)reiba/ths | |Beta Code=o)reiba/ths | ||
|Definition=[ᾰ], ου, ὁ, [[mountain | |Definition=[ᾰ], ου, ὁ, [[mountain-ranging]], θήρ S.''Ph.''955; [[Κύκλωψ]] E.''Tr.''436; [[αἴξ|αἶγες]], [[πιθήκη]], Ael.''NA''14.16,6.26; [[ὄρνις]] [[Aristophanes|Ar.]]''[[The Birds|Av.]]''276 codd. ([[ὀριβάτης]] Brunck); v. [[οὐριβάτας]], [[ὀρειοβάτης]]. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0371.png Seite 371]] ὁ, Bergbeschreiter, | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0371.png Seite 371]] ὁ, [[Bergbeschreiter]], Bergbedurchwandler; θήρ, Soph. Phil. 943; Theseus, O. C. 1057; Eur. Trach. 436; sp. D. in der Anth. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ὀρειβάτης:''' ου (ᾰ) adj. m рыщущий по горам ([[θήρ]] Soph.; [[Κύκλωψ]] Eur.). | |elrutext='''ὀρειβάτης:''' ου (ᾰ) adj. m [[рыщущий по горам]] ([[θήρ]] Soph.; [[Κύκλωψ]] Eur.). | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 23: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο, θηλ. [[ορειβάτις]] και [[ορειβάτισσα]] (ΑΜ [[ὀρειβάτης]], Α και [[ὀρειβάτης]] και [[ὀρεοβάτης]] και [[ὀριβάτης]] καί [[ὀρεσσιβάτης]], ποιητ. τ. [[οὐριβάτας]], Μ θηλ. [[ὀρειβάτις]], -ιδος)<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που επιδίδεται στην [[ορειβασία]], [[αλπινιστής]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />αυτός που περιπλανιέται στα όρη, που διέρχεται ή περιέρχεται τα όρη («οὐ πτηνὸν ὄρνιν οὐδὲ θῆρ' ὀρειβάτην», <b>Σοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>ὀρει</i>- / <i>ὀρειο</i>- / <i>ὀρεο</i>- / <i>ὀρι</i>- / <i>οὐρι</i>- / <i>ὀρεσσι</i>- (<b>βλ. λ.</b> <i>όρος</i> [ΙΙ]) <span style="color: red;">+</span> -[[βάτης]] (<span style="color: red;"><</span> [[βαίνω]]), | |mltxt=ο, θηλ. [[ορειβάτις]] και [[ορειβάτισσα]] (ΑΜ [[ὀρειβάτης]], Α και [[ὀρειβάτης]] και [[ὀρεοβάτης]] και [[ὀριβάτης]] καί [[ὀρεσσιβάτης]], ποιητ. τ. [[οὐριβάτας]], Μ θηλ. [[ὀρειβάτις]], -ιδος)<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που επιδίδεται στην [[ορειβασία]], [[αλπινιστής]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />αυτός που περιπλανιέται στα όρη, που διέρχεται ή περιέρχεται τα όρη («οὐ πτηνὸν ὄρνιν οὐδὲ θῆρ' ὀρειβάτην», <b>Σοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>ὀρει</i>- / <i>ὀρειο</i>- / <i>ὀρεο</i>- / <i>ὀρι</i>- / <i>οὐρι</i>- / <i>ὀρεσσι</i>- (<b>βλ. λ.</b> <i>όρος</i> [ΙΙ]) <span style="color: red;">+</span> -[[βάτης]] (<span style="color: red;"><</span> [[βαίνω]]), [[πρβλ]]. [[ακροβάτης]])]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ὀρειβάτης:''' [ᾰ], -ου, ὁ, αυτός που περιφέρεται στα βουνά, σε Σοφ., Ευρ. | |lsmtext='''ὀρειβάτης:''' [ᾰ], -ου, ὁ, αυτός που περιφέρεται στα βουνά, σε Σοφ., Ευρ. | ||
}} | }} | ||
{{WoodhouseReversedUncategorized | {{WoodhouseReversedUncategorized |
Latest revision as of 21:50, 24 February 2024
English (LSJ)
[ᾰ], ου, ὁ, mountain-ranging, θήρ S.Ph.955; Κύκλωψ E.Tr.436; αἶγες, πιθήκη, Ael.NA14.16,6.26; ὄρνις Ar.Av.276 codd. (ὀριβάτης Brunck); v. οὐριβάτας, ὀρειοβάτης.
German (Pape)
[Seite 371] ὁ, Bergbeschreiter, Bergbedurchwandler; θήρ, Soph. Phil. 943; Theseus, O. C. 1057; Eur. Trach. 436; sp. D. in der Anth.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
celui qui marche à travers les montagnes.
Étymologie: ὄρος, βαίνω.
Russian (Dvoretsky)
ὀρειβάτης: ου (ᾰ) adj. m рыщущий по горам (θήρ Soph.; Κύκλωψ Eur.).
Greek (Liddell-Scott)
ὀρειβάτης: [ᾰ], -ου, ὁ, ὁ διερχόμενος ἢ περιερχόμενος τὰ ὄρη, θὴρ Σοφ. Φιλ. 955· Κύκλωψ Εὐρ. Τρῳ. 436· - θηλ. ὀρειβάτις. -ιδος, Θεόδ. Πρόδρ.· - ἴδε οὐριβάτας, ὀρειοβάτης.
Greek Monolingual
ο, θηλ. ορειβάτις και ορειβάτισσα (ΑΜ ὀρειβάτης, Α και ὀρειβάτης και ὀρεοβάτης και ὀριβάτης καί ὀρεσσιβάτης, ποιητ. τ. οὐριβάτας, Μ θηλ. ὀρειβάτις, -ιδος)
νεοελλ.
αυτός που επιδίδεται στην ορειβασία, αλπινιστής
μσν.-αρχ.
αυτός που περιπλανιέται στα όρη, που διέρχεται ή περιέρχεται τα όρη («οὐ πτηνὸν ὄρνιν οὐδὲ θῆρ' ὀρειβάτην», Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ὀρει- / ὀρειο- / ὀρεο- / ὀρι- / οὐρι- / ὀρεσσι- (βλ. λ. όρος [ΙΙ]) + -βάτης (< βαίνω), πρβλ. ακροβάτης)].
Greek Monotonic
ὀρειβάτης: [ᾰ], -ου, ὁ, αυτός που περιφέρεται στα βουνά, σε Σοφ., Ευρ.
English (Woodhouse)
Mantoulidis Etymological
Σύνθετο ἀπό τό ὄρος + βαίνω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα, καθώς καί στή λέξη ὄρος.