ἐπιπλοκή: Difference between revisions

From LSJ

Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt

Menander, Monostichoi, 249
m (LSJ1 replacement)
mNo edit summary
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0970.png Seite 970]] ἡ, Verflechtung, Verknüpfung, Luc. Char. 16; der Umgang, Ver Kehr, βραχεῖά τις ἦν ἐπιπλοκὴ πρὸς ἀλλήλους Pol. 5, 37, 2; εἰς Πελοπόννησον 4, 3, 3, öfter; καὶ [[συνήθεια]] Strab. XIV, 662; von fleischlicher Vermischung, D. Sic. 4, 9. 5, 32, wie Plut. Sol. 20. – In der Metrik, Hephaest. p. 83 ff.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0970.png Seite 970]] ἡ, [[Verflechtung]], [[Verknüpfung]], Luc. Char. 16; der [[Umgang]], Ver [[Kehr]], βραχεῖά τις ἦν ἐπιπλοκὴ πρὸς ἀλλήλους Pol. 5, 37, 2; εἰς Πελοπόννησον 4, 3, 3, öfter; καὶ [[συνήθεια]] Strab. XIV, 662; von fleischlicher [[Vermischung]], D. Sic. 4, 9. 5, 32, wie Plut. Sol. 20. – In der Metrik, Hephaest. p. 83 ff.
}}
}}
{{bailly
{{bailly
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''ἐπιπλοκή:''' ἡ<br /><b class="num">1</b> досл. вплетание, перен. (взаимо)отношения, сношения (πρὸς ἀλλήλους Polyb.): ἡ εἰς Πελοπόννησον ἐ. Polyb. вмешательство в дела Пелопоннеса;<br /><b class="num">2</b> [[половая связь]] Diod., Plut.
|elrutext='''ἐπιπλοκή:''' ἡ<br /><b class="num">1</b> досл. [[вплетание]], перен. [[взаимоотношения]], [[отношения]], [[сношения]] (πρὸς ἀλλήλους Polyb.): ἡ εἰς Πελοπόννησον ἐ. Polyb. вмешательство в дела Пелопоннеса;<br /><b class="num">2</b> [[половая связь]] Diod., Plut.
}}
}}
{{ls
{{ls

Revision as of 09:34, 27 February 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιπλοκή Medium diacritics: ἐπιπλοκή Low diacritics: επιπλοκή Capitals: ΕΠΙΠΛΟΚΗ
Transliteration A: epiplokḗ Transliteration B: epiplokē Transliteration C: epiploki Beta Code: e)piplokh/

English (LSJ)

ἡ,
A plaiting together, ῥίζαι κατ' ἐπιπλοκὴν δασεῖαι matted roots, Dsc.4.187; ἐπιπλοκαὶ ἀτόμων entanglements, Ph.2.489: metaph., τῶν αἰτίων πρὸς ἄλληλα Plot.3.1.2.
2. union, intercourse, πρὸς ἀλλήλους Plb.5.37.2; τῶν βαρβάρων Str.14.2.28; εἰς τοὺς τόπους Plb.2.12.7 (but ἐ. εἰς Πελοπόννησον intermeddling with the affairs of P., Id.4.3.3): c. dat., Phld.Ir.p.47 W.; connection of people with one another, Stoic.3.90, 161 (pl.); φίλων ἐπιπλοκαὶ ἑστιατικαί friendly relations.., ib.254; sexual intercourse, D.S.4.9, Plu.Sol.20 (pl.), etc.
3. combination of styles, in plural, D.H.Dem.37, Hermog.Stat. 5; concatenation of cause with effect, Chrysipp.Stoic.2.293,265.
4. complexity, confusion, muddle, τοῦ βίου Men.16.8D.; ἐ. σοφιστικαί involved arguments, Alex.Aphr.in Metaph.270.30.
5. Gramm., insertion of a letter, Ath.7.324d, Hdn.Gr.2.928; combination, στοιχείων, λέξεων, A.D.Synt.3.11, 4.10.
b. alloying of metals, Ps.Democr. p.54B.
c. mixed nature of disease, Gal.Sect.Intr.6; especially of fevers, Id.7.370, al.
6. in Metre, conversion of rhythms by change in order of syllables, Mar. Vict.p.63K.; also, a group of rhythms thus related, ἐ. δυαδικὴ τετράσημος, τρίσημος, ibid., cf. Juba ib.p.94K., Sch.Heph.p.110C., al.

German (Pape)

[Seite 970] ἡ, Verflechtung, Verknüpfung, Luc. Char. 16; der Umgang, Ver Kehr, βραχεῖά τις ἦν ἐπιπλοκὴ πρὸς ἀλλήλους Pol. 5, 37, 2; εἰς Πελοπόννησον 4, 3, 3, öfter; καὶ συνήθεια Strab. XIV, 662; von fleischlicher Vermischung, D. Sic. 4, 9. 5, 32, wie Plut. Sol. 20. – In der Metrik, Hephaest. p. 83 ff.

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
échange de relations ; particul. relations intimes.
Étymologie: ἐπιπλέκω.

Russian (Dvoretsky)

ἐπιπλοκή:
1 досл. вплетание, перен. взаимоотношения, отношения, сношения (πρὸς ἀλλήλους Polyb.): ἡ εἰς Πελοπόννησον ἐ. Polyb. вмешательство в дела Пелопоннеса;
2 половая связь Diod., Plut.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιπλοκή: ἡ, (ἐπιπλέκω) τὸ ἐπιπλέκεσθαι, ῥίζας ἔχει κατ᾿ ἐπιπλοκήν, περιπεπλεγμένας, Διοσκ. 186 (189)· ἐντεῦθεν, τὸ ἔρχεσθαι εἰς σχέσεις πρός τινα, συγκοινωνεῖν, συγκοινωνία, σχέσις, βραχεῖά τις ἦν τοῖς προειρημένοις ἐπιπλοκὴ πρὸς ἀλλήλους Πολύβ. 5. 37. 2· ἀνάμιξις, τῆς εἰς Πελοπόννησον ἐπιπλοκῆς ὁ αὐτ. 4. 3, 3: - μῖξις σαρκική, Διόδ. 4. 9, κτλ. 2) τὸ ἐπίμικτον πράγματός τινος, Διον. Ἁλ. π. Δημ. 37. 3) τὸ ἐπιπλέκεσθαι ἢ συμπλέκεσθαι μετά τινος, ἐπὶ γραμμάτων, ὅσα δὲ ἐπιπλοκὴν ἔχει τοῦ γ εἰς η λήγει, τρώγλη, αἴγλη, ζεύγλη, Ἀθήν. 324C· μονῆρες ἄρα τὸ μίσγω κατ᾿ ἐπιπλοκὴν ἔχον τὸ σ, Ἡρῳδιαν. π. Μον. Λέξ. σ. 22, 26.

Greek Monolingual

η (Α ἐπιπλοκή) επιπλέκω
μπέρδεμα, περιπλοκή, εμπλοκή
νεοελλ.
1. (για διαφορές προσώπων, ομάδων, κρατών κ.λπ.) εμφάνιση νέων δυσχερειών που δυσκολεύουν ακόμη περισσότερο την κατάσταση, επιδείνωση
2. ιατρ. εμφάνιση νέας νοσηρής καταστάσεως που οφείλεται στην αρχική ασθένεια και τήν επιδεινώνει
αρχ.
1. επικοινωνία, συνάφεια
2. συναναστροφή, συγκέντρωση
3. σαρκική μίξη, συνουσία
4. διαταραχή, διατάραξη
5. ποικιλία, ανάμιξη, έλλειψη ενότητας.