σύμπλεγμα: Difference between revisions

From LSJ

Ἔργων πονηρῶν χεῖρ' ἐλευθέραν ἔχε → Mali facinoris liberam serva manum → Von schlechten Taten halte deine Hände frei

Menander, Monostichoi, 148
(39)
mNo edit summary
 
(10 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=symplegma
|Transliteration C=symplegma
|Beta Code=su/mplegma
|Beta Code=su/mplegma
|Definition=ατος, τό, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">entanglement</b>, name of a sculptured group representing a pair of wrestlers <b class="b2">with their limbs entwined</b>, <span class="title">OGI</span>481.5 (Ephesus, ii A.D.); of an erotic subject, <span class="bibl">Plin.<span class="title">HN</span>36.24</span>, <span class="bibl">35</span>.</span>
|Definition=συμπλέγματος, τό, [[entanglement]], name of a [[sculpture]]d [[group]] representing a [[pair]] of [[wrestler]]s with their [[limb]]s [[entwine]]d, ''OGI''481.5 (Ephesus, ii A.D.); of an [[erotic]] subject, Plin.''HN''36.24, 35.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0988.png Seite 988]] τό, das Zusammengeflochtene, eine Gruppe, bes. von Ringern, die sich gegenseitig mit den Armen umschlungen halten, Plin. H. N. 36, 4.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0988.png Seite 988]] τό, das [[Zusammengeflochtene]], eine Gruppe, bes. von Ringern, die sich gegenseitig mit den Armen umschlungen halten, Plin. H. N. 36, 4.
}}
}}
{{ls
{{ls

Latest revision as of 21:29, 27 February 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σύμπλεγμα Medium diacritics: σύμπλεγμα Low diacritics: σύμπλεγμα Capitals: ΣΥΜΠΛΕΓΜΑ
Transliteration A: sýmplegma Transliteration B: symplegma Transliteration C: symplegma Beta Code: su/mplegma

English (LSJ)

συμπλέγματος, τό, entanglement, name of a sculptured group representing a pair of wrestlers with their limbs entwined, OGI481.5 (Ephesus, ii A.D.); of an erotic subject, Plin.HN36.24, 35.

German (Pape)

[Seite 988] τό, das Zusammengeflochtene, eine Gruppe, bes. von Ringern, die sich gegenseitig mit den Armen umschlungen halten, Plin. H. N. 36, 4.

Greek (Liddell-Scott)

σύμπλεγμα: τό, ὡς καὶ νῦν, ἔργον γλυπτικῆς παριστάνον ζεῦγος παλαιστῶν ἐχόντων τὰ μέλη συμπεπλεγμένα, Λατ. symplegma, Plin. 36. 4, 6 καὶ 10· πρβλ. Müller Archäol. d. Kunst § 126. 4.

Greek Monolingual

το, ΝΑ συμπλέκω
1. καθετί που έχει προέλθει από πλοκή δύο ή περισσότερων πραγμάτων, το αποτέλεσμα του συμπλέκω
2. ζωγραφική ή γλυπτή παράσταση με πρόσωπα, ζώα ή φυτά συμπλεγμένα μεταξύ τους («το σύμπλεγμα του Λαοκόοντος»)
νεοελλ.
1. ενιαία παράσταση δύο ή περισσότερων κεφαλαίων γραμμάτων πλεγμένων μεταξύ τους σε μονόγραμμα
2. σύστημα διακλαδώσεων δρόμων, σιδηροδρομικών γραμμών, ποταμών, αγωγών
3. γεωλ. λιθοστρωματογραφική ενότητα που περιλαμβάνει διάφορους τύπους πετρωμάτων και χαρακτηρίζεται από πολύ περιπλεγμένη δομή
4. (κατά τη θεωρία της ψυχανάλυσης) σύνολο ασύνειδων τάσεων της προσωπικότητας ενός ατόμου, οι οποίες έχουν δημιουργηθεί στη βάση ορισμένων οικογενειακών και κοινωνικών σχέσεων, σύνολο που επηρεάζει με τη σειρά του τα συναισθήματα και τη μετέπειτα συμπεριφορά του ατόμου
5. φρ. α) «σύμπλεγμα κατωτερότητας» — βλ. κατωτερότητα
β) «οιδιπόδειο σύμπλεγμα» — βλ. οιδιπόδειος
γ) «γωνιώδες σύμπλεγμα»
(αρχιτ.-δομ.) διάταξη τών κυβολίθων ή τών πλίνθων στις γωνίες της τοιχοδομής κατά τρόπο ώστε να μη συμπίπτουν οι αρμοί τών επάλληλων στρώσεων και να εξασφαλίζεται μεγαλύτερη στερεότητα.