σιμβλήϊος: Difference between revisions
ὥσπερ γὰρ ζώου τῶν ὄψεων ἀφαιρεθεισῶν ἀχρειοῦται τὸ ὅλον, οὕτως ἐξ ἱστορίας ἀναιρεθείσης τῆς ἀληθείας τὸ καταλειπόμενον αὐτῆς ἀνωφελὲς γίνεται διήγημα → for just as a living creature which has lost its eyesight is wholly incapacitated, so if history is stripped of her truth all that is left is but an idle tale | for, just as closed eyes make the rest of an animal useless, what is left from a history blind to the truth is just a pointless tale
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "-ίδος" to "-ίδος") |
||
(3 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=simvliios | |Transliteration C=simvliios | ||
|Beta Code=simblh/i+os | |Beta Code=simblh/i+os | ||
|Definition=η, ον, of or from [[the hive]], <b class="b3">σ. ἔργα μελισσέων</b> [[honey]], | |Definition=η, ον, of or from [[the hive]], <b class="b3">σ. ἔργα μελισσέων</b> [[honey]], A.R.3.1036:—pecul. fem. σιμβληΐς, <b class="b3">ΐδος, πέτρη σ.</b> a [[hole]] in a rock [[used by bees as a hive]], Id.1.880; also [[σιμβληΐδες]] μέλισσαι ''AP''9.226 (Zon):—written σιμβλίδες in [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]] ([[si vera lectio|s.v.l.]]). | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=α, ον :<br />de ruche.<br />'''Étymologie:''' [[σίμβλος]]. | |btext=α, ον :<br />[[de ruche]].<br />'''Étymologie:''' [[σίμβλος]]. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ηΐη, -ον, θηλ. και ποιητ. τ. [[σιμβληΐς]], Α<br />αυτός που γίνεται [[μέσα]] στον σίμβλο, στην [[κυψέλη]] («σιμβλήϊα ἔργα μελισσίων» — το [[μέλι]], Απολλ. Ρόδ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σίμβλος]] «[[κυψέλη]]» <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ήϊος</i> ( | |mltxt=-ηΐη, -ον, θηλ. και ποιητ. τ. [[σιμβληΐς]], Α<br />αυτός που γίνεται [[μέσα]] στον σίμβλο, στην [[κυψέλη]] («σιμβλήϊα ἔργα μελισσίων» — το [[μέλι]], Απολλ. Ρόδ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σίμβλος]] «[[κυψέλη]]» <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ήϊος</i> ([[πρβλ]]. [[πολεμήϊος]])]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''σιμβλήϊος:''' -η, -ον, αυτός που ανήκει ή προέρχεται από την [[κυψέλη]] των [[μελισσών]]· θηλ. σιμβληίς, <i>- | |lsmtext='''σιμβλήϊος:''' -η, -ον, αυτός που ανήκει ή προέρχεται από την [[κυψέλη]] των [[μελισσών]]· θηλ. σιμβληίς, <i>-ίδος</i>, σε Ανθ. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 14:15, 1 March 2024
English (LSJ)
η, ον, of or from the hive, σ. ἔργα μελισσέων honey, A.R.3.1036:—pecul. fem. σιμβληΐς, ΐδος, πέτρη σ. a hole in a rock used by bees as a hive, Id.1.880; also σιμβληΐδες μέλισσαι AP9.226 (Zon):—written σιμβλίδες in Hsch. (s.v.l.).
German (Pape)
[Seite 882] p. = σίμβλιος, dah. σιμβλήϊα ἔργα, Honig, Ap. Rh. 3, 1036.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
de ruche.
Étymologie: σίμβλος.
Greek Monolingual
-ηΐη, -ον, θηλ. και ποιητ. τ. σιμβληΐς, Α
αυτός που γίνεται μέσα στον σίμβλο, στην κυψέλη («σιμβλήϊα ἔργα μελισσίων» — το μέλι, Απολλ. Ρόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < σίμβλος «κυψέλη» + επίθημα -ήϊος (πρβλ. πολεμήϊος)].
Greek Monotonic
σιμβλήϊος: -η, -ον, αυτός που ανήκει ή προέρχεται από την κυψέλη των μελισσών· θηλ. σιμβληίς, -ίδος, σε Ανθ.