ῥαφίς: Difference between revisions

From LSJ

ὁ γοῦν Ἀνάγυρός μοι κεκινῆσθαι δοκεῖ → did somebody fart, seems to me the Anagyros has been stirred up, I knew someone was raising a stink, the fat is in the fire

Source
m (LSJ1 replacement)
m (Text replacement - "-ίδος" to "-ίδος")
 
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-[[ίδος]], ἡ, ΜΑ<br /><b>βλ.</b> [[ραφίδα]].
|mltxt=-ίδος, ἡ, ΜΑ<br /><b>βλ.</b> [[ραφίδα]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ῥᾰφίς:''' Δωρ. ῥᾰπίς, -[[ίδος]], ἡ ([[ῥάπτω]]), [[βελόνα]], σε Ανθ.
|lsmtext='''ῥᾰφίς:''' Δωρ. ῥᾰπίς, -ίδος, ἡ ([[ῥάπτω]]), [[βελόνα]], σε Ανθ.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj

Latest revision as of 14:20, 1 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ῥᾰφίς Medium diacritics: ῥαφίς Low diacritics: ραφίς Capitals: ΡΑΦΙΣ
Transliteration A: rhaphís Transliteration B: rhaphis Transliteration C: rafis Beta Code: r(afi/s

English (LSJ)

Dor. ῥαπίς (Epich.51), ίδος, ἡ, (ῥάπτω)
A needle, Hp.Morb. 2.66 (where Gal.19.134 read ῥαφίῳ, al. γραφίσι), Archipp.38, Ph.Bel. 61.14, Hero Bel.109.1 (ῥανίδα codd.), AP11.110 (Nicarch.), Hermes 38.283; διὰ τρυπήματος (v.l. τρήματος) ῥαφίδος διελθεῖν (v.l. εἰσελθεῖν) Ev.Matt.19.24:—in Att. replaced by βελόνη, Phryn.72.
II garfish, Belone acus, Epich. l.c., Arist.Fr.294, Opp.H.1.172, C.2.392.

German (Pape)

[Seite 835] ίδος, ἡ, die Nadel, Nähnadel, Sticknadel; Archipp. bei Poll. 10, 31; Nicarch. 16 (XI, 110); vgl. ῥαφιδεύς u. das dor. ῥαπίς, wie Lob. zu Phryn. 90, der als altattisch dafür βελόνη bemerkt.

French (Bailly abrégé)

ίδος (ἡ) :
1 aiguille, poinçon;
2 aiguille poisson de mer.
Étymologie: ῥάπτω.

Russian (Dvoretsky)

ῥᾰφίς: ίδος (ῐδ) ἡ
1 игла Anth.: διὰ τρυπήματος ῥαφίδος NT сквозь игольное ушко;
2 рыба морская игла Arst.

Greek (Liddell-Scott)

ῥᾰφίς: Δωρ. ῥαπίς, -ίδος, ἡ, (ῥάπτω) βελόνη, Ἱππ. 484. 31 (ἔνθα ὁ Γαλην. ῥαφίῳ, ἕτεροι δὲ γραφίσι), ῥαφίδα καὶ λίνον λαβὼν τὸ ῥῆγμα σύρραψον τόδε Ἄρχιππ. ἐν «Πλούτῳ» 4, Ἀνθ. Π. 11. 110· ἴδε Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 90. ΙΙ. θαλάσσιός τις ἰχθὺς κληθεὶς οὕτω, διότι ἡ κεφαλὴ αὐτοῦ λήγει εἰς ὀξύτατον σχῆμα, ἄλλως βελόνη, ὀξυρύγχους ῥαφίδας Ἐπίχ. 40 Ahr., Ἀριστ. Ἀποσπ. 278, Ὀππ. Ἁλ. 1. 172, ἴδε σημ. Κοραῆ εἰς Ξενοκράτ. σ. 58, ιδ΄.

English (Strong)

from a primary rhapto (to sew; perhaps rather akin to the base of ῥαπίζω through the idea of puncturing); a needle: needle.

Greek Monolingual

-ίδος, ἡ, ΜΑ
βλ. ραφίδα.

Greek Monotonic

ῥᾰφίς: Δωρ. ῥᾰπίς, -ίδος, ἡ (ῥάπτω), βελόνα, σε Ανθ.

Middle Liddell

ῥᾰφίς, δοριξ ῥαπίς, ίδος, ἡ, ῥάπτω
a needle, Anth.

Chinese

原文音譯:?af⋯j 拉非士
詞類次數:名詞(3)
原文字根:縫(具)
字義溯源:針;源自(ῥάπισμα)X*=縫),或源自(ῥαπίζω)=摑,掌擊),而 (ῥαπίζω)出自(Ῥαιφάν / Ῥεμφάν / Ῥεφάν / Ῥομφά)X*=跌)。這字的字根:縫= (ῥάπισμα)X。舊約亞當,夏娃用無花果樹的葉子,為自己編作裙子( 創3:7),這裏的‘編’字,七十士的希臘文,就是用‘縫= (ῥάπισμα)X’
出現次數:總共(2);太(1);可(1)
譯字彙編
1) 針(1) 可10:25;
2) 針的(1) 太19:24