Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

καταστωμύλλομαι: Difference between revisions

From LSJ

Λιμὴν νεὼς ὅρμος, βίου δ' ἀλυπία → Des Lebens Ankerplatz und Port ist Seelenruh → Λιμὴν πλοίου μέν, ἀλυπία δ' ὅρμος βίου

Menander, Monostichoi, 318
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "mdlsjtxt=<br />" to "mdlsjtxt=")
 
(7 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=katastomyllomai
|Transliteration C=katastomyllomai
|Beta Code=katastwmu/llomai
|Beta Code=katastwmu/llomai
|Definition=<span class="sense"><span class="bld">A</span> [[chatter]], <b class="b3">οἷα κατεστωμύλατο οὐκ ἄκαιρα</b> (Dind. [[κἀστωμύλατο]]) <span class="bibl">Ar.<span class="title">Th.</span>461</span>: pf. part. [[κατεστωμυλμένος]] [[a chattering fellow]], <span class="bibl">Id.<span class="title">Ra.</span>1160</span>, Numen. ap. <span class="bibl">Eus.<span class="title">PE</span>14.5</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> in pass. sense, <b class="b3">τὰ κατεστ</b>. [[things blabbed out]], EM524.31.</span>
|Definition=<span class="bld">A</span> [[chatter]], <b class="b3">οἷα κατεστωμύλατο οὐκ ἄκαιρα</b> (Dind. [[κἀστωμύλατο]]) Ar.''Th.''461: pf. part. [[κατεστωμυλμένος]] [[a chattering fellow]], Id.''Ra.''1160, Numen. ap. Eus.''PE''14.5.<br><span class="bld">II</span> in pass. sense, <b class="b3">τὰ κατεστ</b>. [[things blabbed out]], EM524.31.
}}
}}
{{ls
{{bailly
|lstext='''καταστωμύλλομαι''': ἀποθ., πολὺ φλυαρῶ, πολλὰ [[λέγω]], οἶα κατεστωμύλατο οὐκ ἄκαιρα (Δινδ. κἀστωμύλατο) Ἀριστοφ. Θεσμ. 461· μετοχ. πρκμ., [[ἄνθρωπος]] κατεστωμυλμένος, [[φλύαρος]], ὁ αὐτ. ἐν Βατρ. 1160· [[φλήναφος]] καὶ κ. Νουμήν, παρ’ Εὐσ. Εὐαγγ. Προπ. 730Α· Ὁ Φρύν. ἑρμηνεύει ὁ πολλῇ τῇ στωμυλίᾳ χρώμενος, Ἀνέκδ. Βεκ. 45, 25. ΙΙ. ἐπὶ παθ. σημασ., τὰ καταστωμυλμένα, τὰ [[πολλάκις]] φλυάρως ἐπαναληφθέντα, Ἐτυμ. Μέγ. 524. 31, ἐρμηνεύων τὴν λέξ. κόβαλα.
|btext=[[bavarder]].<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[στωμύλλω]].
}}
{{elnl
|elnltext=κατα-στωμύλλομαι kletsen:. ὦ κατεστωμυλμένε kletskous! Aristoph. Ran. 1160.
}}
{{pape
|ptext=med., <i>[[geschwätzig]] sein, viel [[plaudern]]</i>; ὦ κατεστωμυλμένε ἄνθρωπε, du [[Schwätzer]], Ar. <i>Ran</i>. 1160, Phryn. in <i>B.A</i>. 45 erkl. ὁ [[πολλῇ]] τῇ στωμυλίᾳ χρώμενος; vgl. [[Numen]]. bei Euseb. <i>pr.ev</i>. 730a.
}}
}}
{{bailly
{{elru
|btext=bavarder.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[στωμύλλω]].
|elrutext='''καταστωμύλλομαι:''' [[болтать]]: κατεστωμυλμένος Arph. словоохотливый, болтливый.
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 22: Line 28:
|lsmtext='''καταστωμύλλομαι:''' αποθ., [[φλυαρώ]]· μτχ. παρακ. <i>κατεστωμυλμένος</i>, [[φλύαρος]], σε Αριστοφ.
|lsmtext='''καταστωμύλλομαι:''' αποθ., [[φλυαρώ]]· μτχ. παρακ. <i>κατεστωμυλμένος</i>, [[φλύαρος]], σε Αριστοφ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''καταστωμύλλομαι:''' болтать: κατεστωμυλμένος Arph. словоохотливый, болтливый.
|lstext='''καταστωμύλλομαι''': ἀποθ., πολὺ φλυαρῶ, πολλὰ [[λέγω]], οἶα κατεστωμύλατο οὐκ ἄκαιρα (Δινδ. κἀστωμύλατο) Ἀριστοφ. Θεσμ. 461· μετοχ. πρκμ., [[ἄνθρωπος]] κατεστωμυλμένος, [[φλύαρος]], ὁ αὐτ. ἐν Βατρ. 1160· [[φλήναφος]] καὶ κ. Νουμήν, παρ’ Εὐσ. Εὐαγγ. Προπ. 730Α· Ὁ Φρύν. ἑρμηνεύει ὁ πολλῇ τῇ στωμυλίᾳ χρώμενος, Ἀνέκδ. Βεκ. 45, 25. ΙΙ. ἐπὶ παθ. σημασ., τὰ καταστωμυλμένα, τὰ [[πολλάκις]] φλυάρως ἐπαναληφθέντα, Ἐτυμ. Μέγ. 524. 31, ἐρμηνεύων τὴν λέξ. κόβαλα.
}}
{{elnl
|elnltext=κατα-στωμύλλομαι kletsen:. ὦ κατεστωμυλμένε kletskous! Aristoph. Ran. 1160.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=<br />Dep. to [[chatter]]: perf. [[part]]. κατεστωμυλμένος a [[chattering]] [[fellow]], Ar.
|mdlsjtxt=Dep. to [[chatter]]: perf. [[part]]. κατεστωμυλμένος a [[chattering]] [[fellow]], Ar.
}}
}}

Latest revision as of 11:15, 3 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταστωμύλλομαι Medium diacritics: καταστωμύλλομαι Low diacritics: καταστωμύλλομαι Capitals: ΚΑΤΑΣΤΩΜΥΛΛΟΜΑΙ
Transliteration A: katastōmýllomai Transliteration B: katastōmyllomai Transliteration C: katastomyllomai Beta Code: katastwmu/llomai

English (LSJ)

A chatter, οἷα κατεστωμύλατο οὐκ ἄκαιρα (Dind. κἀστωμύλατο) Ar.Th.461: pf. part. κατεστωμυλμένος a chattering fellow, Id.Ra.1160, Numen. ap. Eus.PE14.5.
II in pass. sense, τὰ κατεστ. things blabbed out, EM524.31.

French (Bailly abrégé)

bavarder.
Étymologie: κατά, στωμύλλω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατα-στωμύλλομαι kletsen:. ὦ κατεστωμυλμένε kletskous! Aristoph. Ran. 1160.

German (Pape)

med., geschwätzig sein, viel plaudern; ὦ κατεστωμυλμένε ἄνθρωπε, du Schwätzer, Ar. Ran. 1160, Phryn. in B.A. 45 erkl. ὁ πολλῇ τῇ στωμυλίᾳ χρώμενος; vgl. Numen. bei Euseb. pr.ev. 730a.

Russian (Dvoretsky)

καταστωμύλλομαι: болтать: κατεστωμυλμένος Arph. словоохотливый, болтливый.

Greek Monolingual

καταστωμύλλομαι (Α)
1. φλυαρώ υπερβολικά, πολυλογώ
2. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) κατεστωμυλμένος, -η, -ον
φλύαρος, πολυλογάς
3. (το ουδ. πληθ. της μτχ. παθ. παρακμ. ως ουσ.) τὰ κατεστωμυλμένα
πράγματα που έχουν επαναληφθεί φλύαρα πολλές φορές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + στωμύλλομαι «φλυαρώ»].

Greek Monotonic

καταστωμύλλομαι: αποθ., φλυαρώ· μτχ. παρακ. κατεστωμυλμένος, φλύαρος, σε Αριστοφ.

Greek (Liddell-Scott)

καταστωμύλλομαι: ἀποθ., πολὺ φλυαρῶ, πολλὰ λέγω, οἶα κατεστωμύλατο οὐκ ἄκαιρα (Δινδ. κἀστωμύλατο) Ἀριστοφ. Θεσμ. 461· μετοχ. πρκμ., ἄνθρωπος κατεστωμυλμένος, φλύαρος, ὁ αὐτ. ἐν Βατρ. 1160· φλήναφος καὶ κ. Νουμήν, παρ’ Εὐσ. Εὐαγγ. Προπ. 730Α· Ὁ Φρύν. ἑρμηνεύει ὁ πολλῇ τῇ στωμυλίᾳ χρώμενος, Ἀνέκδ. Βεκ. 45, 25. ΙΙ. ἐπὶ παθ. σημασ., τὰ καταστωμυλμένα, τὰ πολλάκις φλυάρως ἐπαναληφθέντα, Ἐτυμ. Μέγ. 524. 31, ἐρμηνεύων τὴν λέξ. κόβαλα.

Middle Liddell

Dep. to chatter: perf. part. κατεστωμυλμένος a chattering fellow, Ar.