καταμαντεύομαι: Difference between revisions

From LSJ

δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → when the oak falls, everyone cuts wood | when an oak has fallen, every man gathers wood | on the fall of an oak, every man gathers wood | when an oak has fallen, every man becomes a woodcutter | one takes advantage of somebody who has lost his strength | one takes advantage of somebody who has lost his power | when the tree is fallen, every man goes to it with his hatchet

Source
(Bailly1_3)
m (Text replacement - "mdlsjtxt=<br />" to "mdlsjtxt=")
 
(17 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=katamanteyomai
|Transliteration C=katamanteyomai
|Beta Code=katamanteu/omai
|Beta Code=katamanteu/omai
|Definition=<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">foretell against</b> or <b class="b2">about</b> one, τι τῶν ἐχθρῶν <span class="bibl">J.<span class="title">BJ</span> 4.4.6</span>; <b class="b3">&lt;αὐτὸς&gt; αὑτοῦ σιωπὴν κ</b>. <span class="bibl">Ath.15.686c</span>; <b class="b3">τοῦτο τῇ πόλει</b>, c. fut. inf., <span class="bibl">App.<span class="title">Pun.</span>77</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> <b class="b2">divine, surmise</b>, ἐκ τῶν προγεγονότων τὰ μέλλοντα -μαντευόμενοι κρίνομεν <span class="bibl">Arist.<span class="title">Rh.</span>1368a31</span>; κ. τὸ μέλλον <span class="bibl">Plb.2</span>. <span class="bibl">22.7</span>, etc.: c. gen., ἰητροῦ ἐστι -μαντεύσασθαι τῶν τοιούτων <span class="bibl">Hp.<span class="title">Art.</span>9</span>; κ. τῆς τῶν ποιημάτων διανοίας <span class="bibl">Ath.14.634d</span>; τοῦ εἰκότως συμβαίνοντος <span class="bibl">Hierocl.<span class="title">in CA</span>10p.437M.</span>; κ. περὶ τῶν γυναικῶν, ὁποῖαι . . Nicostr. ap.Stob.4.22.102, cf. Gal.15.907; ὑπέρ τινος <span class="bibl">Onos.36.2</span>.</span>
|Definition=<span class="bld">A</span> [[foretell against]] or [[about]] one, τι τῶν ἐχθρῶν J.''BJ'' 4.4.6; <b class="b3"> αὑτοῦ σιωπὴν κ.</b> Ath.15.686c; <b class="b3">τοῦτο τῇ πόλει</b>, c. fut. inf., App.''Pun.''77.<br><span class="bld">2</span> [[divine]], [[surmise]], ἐκ τῶν προγεγονότων τὰ μέλλοντα -μαντευόμενοι κρίνομεν Arist.''Rh.''1368a31; κ. τὸ μέλλον Plb.2. 22.7, etc.: c. gen., ἰητροῦ ἐστι -μαντεύσασθαι τῶν τοιούτων Hp.''Art.''9; κ. τῆς τῶν ποιημάτων διανοίας Ath.14.634d; τοῦ εἰκότως συμβαίνοντος Hierocl.''in CA''10p.437M.; κ. περὶ τῶν γυναικῶν, ὁποῖαι… Nicostr. ap.Stob.4.22.102, cf. Gal.15.907; ὑπέρ τινος Onos.36.2.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1362.png Seite 1362]] wahrsagen gegen Einen, von Einem, τινός, Ath. XV, 686 c; – τινί τι, App. Pun. 77; – errathen, τὰ μέλλοντα, Arist. rhet. 1, 9, wie Pol. 2, 22, 7; τῆς ποιημάτων διανοίας Ath. XIV, 634 d; περὶ τῶν γυναικῶν ὁποῖαί τινες ἔσονται Nicostr. Stob. fl. 70, 12.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1362.png Seite 1362]] wahrsagen gegen Einen, von Einem, τινός, Ath. XV, 686 c; – τινί τι, App. Pun. 77; – errathen, τὰ μέλλοντα, Arist. rhet. 1, 9, wie Pol. 2, 22, 7; τῆς ποιημάτων διανοίας Ath. XIV, 634 d; περὶ τῶν γυναικῶν ὁποῖαί τινες ἔσονται Nicostr. Stob. fl. 70, 12.
}}
{{bailly
|btext=conjecturer (l'avenir) acc..<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[μαντεύω]].
}}
{{elnl
|elnltext=κατα-μαντεύομαι voorspellen:; ἐκ τῶν προγεγονότων τὰ μέλλοντα uit het verleden de toekomst voorspellen Aristot. Rh. 1368a31; ook met gen.: ἰητροῦ ἐστι... καταμαντεύσασθαι τῶν τοιούτων het is de taak van de arts over dergelijke zaken een prognose te geven Hp. Art. 9.5.
}}
{{elru
|elrutext='''καταμαντεύομαι:''' [[отгадывать]] (ἐκ τῶν προγεγονότων τὰ μέλλοντα Arst.).
}}
{{grml
|mltxt=[[καταμαντεύομαι]] (Α)<br /><b>1.</b> [[προλέγω]] [[εναντίον]] κάποιου ή για κάποιον [[κάτι]]<br /><b>2.</b> προιωνίζομαι, [[προμαντεύω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[μαντεύομαι]] «[[προλέγω]]»].
}}
{{lsm
|lsmtext='''καταμαντεύομαι:''' αποθ., [[προφητεύω]], [[εικάζω]], [[υποθέτω]], σε Αριστ.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''καταμαντεύομαι''': [[μαντεύομαι]], [[προλέγω]] [[ἐναντίον]] τινὸς ἢ [[περί]] τινος, τί τινος Ἱππ. π. Ἄρθρ. 785, Ἀθήν. 686C, Κλήμ. Ἀλ. 690· τινί, μ. ἀπαρ. κατεμαντεύοντο τῇ πόλει μηδὲν ὀνήσειν Ἀπ. Καρχ. 77. 2) προοιωνίζομαι, [[εἰκάζω]], καταμαντευόμενοι… τὰ μέλλοντα κρίνομεν, εἰκάζοντες, Ἀριστ. Ρητ. 1. 9, 40, Πολύβ. 2. 22, 7, κτλ.· Ἀρίσταρχος ὁ [[γραμματικός]], ὃν μάντιν ἐκάλει Παναίτιος διὰ τὸ ρᾳδίως καταμαντεύεσθαι τῆς τῶν ποιημάτων διανοίας= διὰ τῆς εἰκασίας ἐπιτυγχάνει, Ἀθήν. 634C·― [[ὡσαύτως]] [[μετὰ]] γεν. ἐμπρθτ., Ἀθήν. 634D· κατ. περὶ τῶν γυναικῶν πόρρωθεν, ὁποῖαι…, Νικόστρ. παρὰ Στοβ. 427. 25· πρβλ. [[μαντεύομαι]], Ι. 2.
|lstext='''καταμαντεύομαι''': [[μαντεύομαι]], [[προλέγω]] [[ἐναντίον]] τινὸς ἢ [[περί]] τινος, τί τινος Ἱππ. π. Ἄρθρ. 785, Ἀθήν. 686C, Κλήμ. Ἀλ. 690· τινί, μ. ἀπαρ. κατεμαντεύοντο τῇ πόλει μηδὲν ὀνήσειν Ἀπ. Καρχ. 77. 2) προοιωνίζομαι, [[εἰκάζω]], καταμαντευόμενοι… τὰ μέλλοντα κρίνομεν, εἰκάζοντες, Ἀριστ. Ρητ. 1. 9, 40, Πολύβ. 2. 22, 7, κτλ.· Ἀρίσταρχος ὁ [[γραμματικός]], ὃν μάντιν ἐκάλει Παναίτιος διὰ τὸ ρᾳδίως καταμαντεύεσθαι τῆς τῶν ποιημάτων διανοίας= διὰ τῆς εἰκασίας ἐπιτυγχάνει, Ἀθήν. 634C·― [[ὡσαύτως]] μετὰ γεν. ἐμπρθτ., Ἀθήν. 634D· κατ. περὶ τῶν γυναικῶν πόρρωθεν, ὁποῖαι…, Νικόστρ. παρὰ Στοβ. 427. 25· πρβλ. [[μαντεύομαι]], Ι. 2.
}}
}}
{{bailly
{{mdlsj
|btext=conjecturer (l’avenir) acc..<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[μαντεύω]].
|mdlsjtxt=Dep. to [[divine]], [[surmise]], Arist.
}}
}}

Latest revision as of 11:15, 3 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταμαντεύομαι Medium diacritics: καταμαντεύομαι Low diacritics: καταμαντεύομαι Capitals: ΚΑΤΑΜΑΝΤΕΥΟΜΑΙ
Transliteration A: katamanteúomai Transliteration B: katamanteuomai Transliteration C: katamanteyomai Beta Code: katamanteu/omai

English (LSJ)

A foretell against or about one, τι τῶν ἐχθρῶν J.BJ 4.4.6; αὑτοῦ σιωπὴν κ. Ath.15.686c; τοῦτο τῇ πόλει, c. fut. inf., App.Pun.77.
2 divine, surmise, ἐκ τῶν προγεγονότων τὰ μέλλοντα -μαντευόμενοι κρίνομεν Arist.Rh.1368a31; κ. τὸ μέλλον Plb.2. 22.7, etc.: c. gen., ἰητροῦ ἐστι -μαντεύσασθαι τῶν τοιούτων Hp.Art.9; κ. τῆς τῶν ποιημάτων διανοίας Ath.14.634d; τοῦ εἰκότως συμβαίνοντος Hierocl.in CA10p.437M.; κ. περὶ τῶν γυναικῶν, ὁποῖαι… Nicostr. ap.Stob.4.22.102, cf. Gal.15.907; ὑπέρ τινος Onos.36.2.

German (Pape)

[Seite 1362] wahrsagen gegen Einen, von Einem, τινός, Ath. XV, 686 c; – τινί τι, App. Pun. 77; – errathen, τὰ μέλλοντα, Arist. rhet. 1, 9, wie Pol. 2, 22, 7; τῆς ποιημάτων διανοίας Ath. XIV, 634 d; περὶ τῶν γυναικῶν ὁποῖαί τινες ἔσονται Nicostr. Stob. fl. 70, 12.

French (Bailly abrégé)

conjecturer (l'avenir) acc..
Étymologie: κατά, μαντεύω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατα-μαντεύομαι voorspellen:; ἐκ τῶν προγεγονότων τὰ μέλλοντα uit het verleden de toekomst voorspellen Aristot. Rh. 1368a31; ook met gen.: ἰητροῦ ἐστι... καταμαντεύσασθαι τῶν τοιούτων het is de taak van de arts over dergelijke zaken een prognose te geven Hp. Art. 9.5.

Russian (Dvoretsky)

καταμαντεύομαι: отгадывать (ἐκ τῶν προγεγονότων τὰ μέλλοντα Arst.).

Greek Monolingual

καταμαντεύομαι (Α)
1. προλέγω εναντίον κάποιου ή για κάποιον κάτι
2. προιωνίζομαι, προμαντεύω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + μαντεύομαι «προλέγω»].

Greek Monotonic

καταμαντεύομαι: αποθ., προφητεύω, εικάζω, υποθέτω, σε Αριστ.

Greek (Liddell-Scott)

καταμαντεύομαι: μαντεύομαι, προλέγω ἐναντίον τινὸς ἢ περί τινος, τί τινος Ἱππ. π. Ἄρθρ. 785, Ἀθήν. 686C, Κλήμ. Ἀλ. 690· τινί, μ. ἀπαρ. κατεμαντεύοντο τῇ πόλει μηδὲν ὀνήσειν Ἀπ. Καρχ. 77. 2) προοιωνίζομαι, εἰκάζω, καταμαντευόμενοι… τὰ μέλλοντα κρίνομεν, εἰκάζοντες, Ἀριστ. Ρητ. 1. 9, 40, Πολύβ. 2. 22, 7, κτλ.· Ἀρίσταρχος ὁ γραμματικός, ὃν μάντιν ἐκάλει Παναίτιος διὰ τὸ ρᾳδίως καταμαντεύεσθαι τῆς τῶν ποιημάτων διανοίας= διὰ τῆς εἰκασίας ἐπιτυγχάνει, Ἀθήν. 634C·― ὡσαύτως μετὰ γεν. ἐμπρθτ., Ἀθήν. 634D· κατ. περὶ τῶν γυναικῶν πόρρωθεν, ὁποῖαι…, Νικόστρ. παρὰ Στοβ. 427. 25· πρβλ. μαντεύομαι, Ι. 2.

Middle Liddell

Dep. to divine, surmise, Arist.