προεκδέχομαι: Difference between revisions
αἰτήσεις ἀκοὐεις σῶν ἱκετῶν· ταχἐως συνδραμεῖς ἀναπαὐων εὐεργετῶν· ἰάματα παρἐχεις, Ἱερἀρχα, τῇ πρὀς Θεὀν παρρησἰᾳ κοσμοὐμενος → You hear the prayers of your suppliants; quickly you come to their assistance, bringing relief and benefits; you provide the remedies, Archbishop, since you are endowed with free access to God.
m (LSJ1 replacement) |
m (Text replacement - "mdlsjtxt=<br />" to "mdlsjtxt=") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
Line 26: | Line 26: | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt= | |mdlsjtxt=Dep. to [[intercept]] [[before]], Strab. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 11:19, 3 March 2024
English (LSJ)
intercept before, ὄρη π. ἀνέμους Str.15.3.10; τοὺς κινδύνους J.BJ7.6.4.
German (Pape)
[Seite 718] (s. δέχομαι), dep. med., vorher auffangen; Strab. XV; Ios.
French (Bailly abrégé)
soutenir le premier choc de, acc..
Étymologie: πρό, ἐκδέχομαι.
Greek (Liddell-Scott)
προεκδέχομαι: ἀποθετ., ἐμποδίζω, παρεμποδίζω πρότερον, Στράβ. 15, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πόλ. 7. 6, 4.
Greek Monolingual
Α
ανακόπτω την πορεία με παρεμβολή, αναχαιτίζω προηγουμένως («ὅρη ὑψηλά τὰ προεκδεχόμενα ἅπαντα τους... ἀνέμους», Στράβ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + ἐκδέχομαι «αναλαμβάνω, παίρνω πάνω μου, συγκρατώ»].
Greek Monotonic
προεκδέχομαι: αποθ., εμποδίζω από πριν, σε Στράβ.