συγκατέρχομαι: Difference between revisions
αἰτήσεις ἀκοὐεις σῶν ἱκετῶν· ταχἐως συνδραμεῖς ἀναπαὐων εὐεργετῶν· ἰάματα παρἐχεις, Ἱερἀρχα, τῇ πρὀς Θεὀν παρρησἰᾳ κοσμοὐμενος → You hear the prayers of your suppliants; quickly you come to their assistance, bringing relief and benefits; you provide the remedies, Archbishop, since you are endowed with free access to God.
m (LSJ1 replacement) |
m (Text replacement - "mdlsjtxt=<br />" to "mdlsjtxt=") |
||
Line 32: | Line 32: | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt= | |mdlsjtxt=Dep. with aor. and perf. act., to [[come]] [[back]] [[together]], [[return]] from [[exile]] [[together]], Lys., etc. | ||
}} | }} |
Revision as of 11:20, 3 March 2024
English (LSJ)
A sink downwards together, Arist.Insomn.461b12; τὸ συγκατερχόμενον αὐτῷ χολῶδες περίττωμα Gal.15.686.
II come back, return from exile together, Lys.31.9, Arist.Pol.1300a18, etc.; τινι with one, Lys.31.13; μετά τινος Plu.Dio 29.
German (Pape)
[Seite 966] (s. ἔρχομαι), mit od. zugleich zurückkommen; Lys. 31, 9; Plut. Camill. 30.
French (Bailly abrégé)
1 descendre ensemble;
2 revenir ensemble (de l'exil).
Étymologie: σύν, κατέρχομαι.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συγ-κατέρχομαι samen terugkeren (uit ballingschap); met dat., met μετά + gen. met iem.
Russian (Dvoretsky)
συγκατέρχομαι:
1 вместе нисходить, спускаться вниз: αἱ κινήσεις συγκατέρχονται Arst. движения направляются вниз;
2 вместе возвращаться: σ. τινι Lys. и μετά τινος Plut. вместе возвращаться (на родину); συγκατελθεῖν κατεργασάμενός τι τῶν συμφερόντων Lys. вернуться вместе с другими, сделав нечто полезное.
Greek Monolingual
ΜΑ
κατέρχομαι μαζί ή συγχρόνως με κάποιον («τὸ συγκατερχόμενον αὐτῷ χολῶδες περίττωμα», Γαλ.)
αρχ.
επιστρέφω από την εξορία μαζί με κάποιον.
Greek Monotonic
συγκατέρχομαι: αποθ., με Ενεργ. αόρ. και παρακ., γυρίζω πίσω από κοινού, επιστρέφω από εξορία μαζί με, σε Λυσ. κ.λπ.
Greek (Liddell-Scott)
συγκατέρχομαι: ἀποθ., μετ’ ἀορ. καὶ πρκμ. ἐνερ.· ― κατέρχομαι ἐν συνοδείᾳ ἢ ὁμοῦ, Ἀριστ. π. Ἐνυπν. 3. 10, ΙΙ. ἐπανέρχομαι ὁμοῦ, ὑποστρέφω ἐκ τῆς ἐξορίας ὁμοῦ, Λυσί. 187. 33, Ἀριστ. Πολιτ. 4. 15. 15, κτλ.· τινι, μετά τινος, Λυσί. 188. 6· μετά τινος Πλουτ. Δίων 29.
Middle Liddell
Dep. with aor. and perf. act., to come back together, return from exile together, Lys., etc.