ἀμφιμάσχαλος: Difference between revisions

From LSJ

Κινδυνεύουσι γὰρ ὅσοι τυγχάνουσιν ὀρθῶς ἁπτόμενοι φιλοσοφίας λεληθέναι τοὺς ἄλλους ὅτι οὐδὲν ἄλλο αὐτοὶ ἐπιτηδεύουσιν ἢ ἀποθνῄσκειν τε καὶ τεθνάναι → Actually, the rest of us probably haven't realized that those who manage to pursue philosophy as it should be pursued are practicing nothing else but dying and being dead (Socrates via Plato, Phaedo 64a.5)

Source
(3)
m (Text replacement - "mdlsjtxt=<br />" to "mdlsjtxt=")
 
(13 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=amfimaschalos
|Transliteration C=amfimaschalos
|Beta Code=a)mfima/sxalos
|Beta Code=a)mfima/sxalos
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">with two arm-holes</b>, ἀ. χιτών <span class="bibl">Ar.<span class="title">Eq.</span>882</span>, cf. <span class="bibl">Pl.Com.229</span>, <span class="bibl">Luc.<span class="title">Lex.</span>10</span>.</span>
|Definition=ἀμφιμάσχαλον, [[with two arm-holes]], ἀ. χιτών [[Aristophanes|Ar.]]''[[The Knights|Eq.]]''882, cf. Pl.Com.229, Luc.''Lex.''10.
}}
{{DGE
|dgtxt=(ἀμφιμάσχᾰλος) -ον<br />[[que tiene dos aberturas]] χιτών propio de los hombres libres, Ar.<i>Eq</i>.882, <i>Et.Sym</i>.57R.<br /><b class="num">•</b>subst. ὁ ἀ. Pl.Com.229, Luc.<i>Lex</i>.10.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0141.png Seite 141]] beide Achseln umgebend, mit zwei Aermeln, [[χιτών]] Luc. Lexiph. 10; ohne [[χιτών]] Ar. Equ. 879 (μικρόν, χειριδωτὸν [[ἱμάτιον]], Schol.).
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0141.png Seite 141]] beide Achseln umgebend, mit zwei Aermeln, [[χιτών]] Luc. Lexiph. 10; ohne [[χιτών]] Ar. Equ. 879 (μικρόν, χειριδωτὸν [[ἱμάτιον]], Schol.).
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />[[à deux manches]].<br />'''Étymologie:''' [[ἀμφί]], [[μασχάλη]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀμφιμάσχᾰλος:''' [[снабженный двумя рукавами]] ([[χιτών]] Arph., Luc.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀμφιμάσχᾰλος''': -ον, ἀμφοτέρους τοὺς βραχίονας καλύπτων, δύο χειρῖδας ἔχων, ἀμφ. χιτὼν Ἀριστοφ. Ἱππ. 882· πρβλ. Πλάτ. Κωμ. Ἄδηλ. 26, Μυλλέρ. Ἀρχαιολ. § 337. 3.
|lstext='''ἀμφιμάσχᾰλος''': -ον, ἀμφοτέρους τοὺς βραχίονας καλύπτων, δύο χειρῖδας ἔχων, ἀμφ. χιτὼν Ἀριστοφ. Ἱππ. 882· πρβλ. Πλάτ. Κωμ. Ἄδηλ. 26, Μυλλέρ. Ἀρχαιολ. § 337. 3.
}}
}}
{{bailly
{{grml
|btext=ος, ον :<br />à deux manches.<br />'''Étymologie:''' [[ἀμφί]], [[μασχάλη]].
|mltxt=[[ἀμφιμάσχαλος]], -ον (Α)<br />λέγεται για τον χιτώνα ο [[οποίος]] έχει δύο χειρίδες και ο [[οποίος]] αντιδιαστέλλεται [[προς]] την εξωμίδα ή τον ετερομάσχαλον χιτώνα, που ταίριαζαν στις λαϊκές τάξεις.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀμφι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[μασχάλη]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>νεοελλ.</b> [[αμφιμασχάλια]]].
}}
}}
{{DGE
{{lsm
|dgtxt=(ἀμφιμάσχᾰλος) -ον<br />[[que tiene dos aberturas]] χιτών propio de los hombres libres, Ar.<i>Eq</i>.882, <i>Et.Sym</i>.57R.<br /><b class="num">•</b>subst. ὁ ἀ. Pl.Com.229, Luc.<i>Lex</i>.10.
|lsmtext='''ἀμφιμάσχᾰλος:''' -ον, αυτό που καλύπτει και τους [[δύο]] βραχίονες, που έχει δυο [[μανίκια]], σε Αριστοφ.
}}
}}
{{grml
{{mdlsj
|mltxt=[[ἀμφιμάσχαλος]], -ον (Α)<br />λέγεται για τον χιτώνα ο [[οποίος]] έχει δύο χειρίδες και ο [[οποίος]] αντιδιαστέλλεται [[προς]] την εξωμίδα ή τον ετερομάσχαλον χιτώνα, που ταίριαζαν στις λαϊκές τάξεις.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀμφι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[μασχάλη]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>νεοελλ.</b> [[αμφιμασχάλια]]].
|mdlsjtxt=[[round]] [[both]] [[arms]], two-sleeved, Ar.
}}
}}

Latest revision as of 11:45, 3 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμφιμάσχᾰλος Medium diacritics: ἀμφιμάσχαλος Low diacritics: αμφιμάσχαλος Capitals: ΑΜΦΙΜΑΣΧΑΛΟΣ
Transliteration A: amphimáschalos Transliteration B: amphimaschalos Transliteration C: amfimaschalos Beta Code: a)mfima/sxalos

English (LSJ)

ἀμφιμάσχαλον, with two arm-holes, ἀ. χιτών Ar.Eq.882, cf. Pl.Com.229, Luc.Lex.10.

Spanish (DGE)

(ἀμφιμάσχᾰλος) -ον
que tiene dos aberturas χιτών propio de los hombres libres, Ar.Eq.882, Et.Sym.57R.
subst. ὁ ἀ. Pl.Com.229, Luc.Lex.10.

German (Pape)

[Seite 141] beide Achseln umgebend, mit zwei Aermeln, χιτών Luc. Lexiph. 10; ohne χιτών Ar. Equ. 879 (μικρόν, χειριδωτὸν ἱμάτιον, Schol.).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
à deux manches.
Étymologie: ἀμφί, μασχάλη.

Russian (Dvoretsky)

ἀμφιμάσχᾰλος: снабженный двумя рукавами (χιτών Arph., Luc.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀμφιμάσχᾰλος: -ον, ἀμφοτέρους τοὺς βραχίονας καλύπτων, δύο χειρῖδας ἔχων, ἀμφ. χιτὼν Ἀριστοφ. Ἱππ. 882· πρβλ. Πλάτ. Κωμ. Ἄδηλ. 26, Μυλλέρ. Ἀρχαιολ. § 337. 3.

Greek Monolingual

ἀμφιμάσχαλος, -ον (Α)
λέγεται για τον χιτώνα ο οποίος έχει δύο χειρίδες και ο οποίος αντιδιαστέλλεται προς την εξωμίδα ή τον ετερομάσχαλον χιτώνα, που ταίριαζαν στις λαϊκές τάξεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι- + μασχάλη.
ΠΑΡ. νεοελλ. αμφιμασχάλια].

Greek Monotonic

ἀμφιμάσχᾰλος: -ον, αυτό που καλύπτει και τους δύο βραχίονες, που έχει δυο μανίκια, σε Αριστοφ.

Middle Liddell

round both arms, two-sleeved, Ar.