ἁμῆ: Difference between revisions
διὸ δὴ πᾶς ἀνὴρ σπουδαῖος τῶν ὄντων σπουδαίων πέρι πολλοῦ δεῖ μὴ γράψας ποτὲ ἐν ἀνθρώποις εἰς φθόνον καὶ ἀπορίαν καταβαλεῖ → And this is the reason why every serious man in dealing with really serious subjects carefully avoids writing, lest thereby he may possibly cast them as a prey to the envy and stupidity of the public | Therefore every man of worth, when dealing with matters of worth, will be far from exposing them to ill feeling and misunderstanding among men by committing them to writing
(2) |
m (Text replacement - "mdlsjtxt=<br />" to "mdlsjtxt=") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
(11 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=ami | |Transliteration C=ami | ||
|Beta Code=a(mh= | |Beta Code=a(mh= | ||
|Definition=Adv., (properly | |Definition=Adv., (properly [[ἁμῇ]], dat. fem. of [[ἁμός]] = [[τὶς]]) [[in a certain way]], Hp. ap. Gal.19.78: elsewhere in the phrase ἁμῆ γέ πῃ [[somehow or other]], [[Aristophanes|Ar.]]''[[Acharnians|Ach.]]''608, [[Plato|Pl.]]''[[Protagoras|Prt.]]'' 331d, ''R.''474c, etc. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{DGE | ||
| | |dgtxt=adv. <br /><b class="num">I</b> [[en cierto modo]] [[ἄμη]] (<i>sic</i>) κατά τινα τρόπον Hp. en Gal.19.77, cf. [[ἁμῶς]].<br /><b class="num">II</b> en comp. c. otras partículas, escrito en una o varias palabras<br /><b class="num">1</b> [[en cierto modo]] ἀμῆγε· ἀμῆγέπω Hsch., ἁμῇ γέ πῃ Pl.<i>Prt</i>.331d, <i>R</i>.474c, d, <i>Plt</i>.278d, <i>Sph</i>.259d, Clem.Al.<i>Paed</i>.3.5.31, ἀμηγέπη Plu.2.71f, Luc.<i>Lex</i>.10, Ael.<i>NA</i> 14.9, ἁμῃγέπῃ D.Chr.7.17, ἀμηγέπῃ παρ' Ἀττικοῖς Hdn.Gr.1.489, ἀμῃγέπῃ Plot.6.4.21, ἁμηγέπη, ἁμηγέποι Hsch., <ἀ>μηγέπου καὶ <ἀ>μηγέποι Phot.p.91R. (s.u. ἀμηγέπη), cf. Sud.; cf. formas semejantes ἀμόθεν, [[ἀμουγέπου]], ἀμωσγέποι, ἀμωσγέπως, etc.<br /><b class="num">2</b> [[de todas formas]], [[de un modo y otro]] μιοθοφορεῖν ἁμῃγέπῃ Ar.<i>Ach</i>.608. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=v. [[ἀμῇ]]. | |btext=v. [[ἀμῇ]]. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{ls | ||
| | |lstext='''ἁμῆ''': ἐπίρρ. ([[κυρίως]] ἁμῇ, δοτ. θηλ. τοῦ ἁμός, = τίς), κατά τινα τρόπον· σχεδὸν δὲν εὑρίσκεται εἰμὴ ἐν τοῖς συνθέτοις ἁμηγέπη ἢ -πῃ, κτλ. κατά τινα τρόπον, κἄπως κτλ., = ὁπωσοῦν, Πλάτ. Πρωτ. 331D, Πολ. 474C, καὶ ἀλλ., πρβλ. Ruhnk Τίμ. ἐν λ. καὶ Ἐλμσλ. ἐν Ἀχ. 608, ἴδε καὶ ἐν λ. ἁμός, ἁμοῦ, [[ἁμῶς]]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἁμῆ:''' επίρρ. (αντί <i>ἁμῇ</i>, δοτ. θηλ. του [[ἁμός]] = τίς), με συγκεκριμένο τρόπο· [[ἁμῆ]] γέ πῃ, με κάποιον τρόπο ή άλλον (με τον ένα ή τον [[άλλο]] τρόπο), σε Πλάτ. | |lsmtext='''ἁμῆ:''' επίρρ. (αντί <i>ἁμῇ</i>, δοτ. θηλ. του [[ἁμός]] = τίς), με συγκεκριμένο τρόπο· [[ἁμῆ]] γέ πῃ, με κάποιον τρόπο ή άλλον (με τον ένα ή τον [[άλλο]] τρόπο), σε Πλάτ. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=in a [[certain]] way: ἁμη-γέ-πη ἁμη-γέ-πηι or [[other]], Plat. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 11:52, 3 March 2024
English (LSJ)
Adv., (properly ἁμῇ, dat. fem. of ἁμός = τὶς) in a certain way, Hp. ap. Gal.19.78: elsewhere in the phrase ἁμῆ γέ πῃ somehow or other, Ar.Ach.608, Pl.Prt. 331d, R.474c, etc.
Spanish (DGE)
adv.
I en cierto modo ἄμη (sic) κατά τινα τρόπον Hp. en Gal.19.77, cf. ἁμῶς.
II en comp. c. otras partículas, escrito en una o varias palabras
1 en cierto modo ἀμῆγε· ἀμῆγέπω Hsch., ἁμῇ γέ πῃ Pl.Prt.331d, R.474c, d, Plt.278d, Sph.259d, Clem.Al.Paed.3.5.31, ἀμηγέπη Plu.2.71f, Luc.Lex.10, Ael.NA 14.9, ἁμῃγέπῃ D.Chr.7.17, ἀμηγέπῃ παρ' Ἀττικοῖς Hdn.Gr.1.489, ἀμῃγέπῃ Plot.6.4.21, ἁμηγέπη, ἁμηγέποι Hsch., <ἀ>μηγέπου καὶ <ἀ>μηγέποι Phot.p.91R. (s.u. ἀμηγέπη), cf. Sud.; cf. formas semejantes ἀμόθεν, ἀμουγέπου, ἀμωσγέποι, ἀμωσγέπως, etc.
2 de todas formas, de un modo y otro μιοθοφορεῖν ἁμῃγέπῃ Ar.Ach.608.
French (Bailly abrégé)
v. ἀμῇ.
Greek (Liddell-Scott)
ἁμῆ: ἐπίρρ. (κυρίως ἁμῇ, δοτ. θηλ. τοῦ ἁμός, = τίς), κατά τινα τρόπον· σχεδὸν δὲν εὑρίσκεται εἰμὴ ἐν τοῖς συνθέτοις ἁμηγέπη ἢ -πῃ, κτλ. κατά τινα τρόπον, κἄπως κτλ., = ὁπωσοῦν, Πλάτ. Πρωτ. 331D, Πολ. 474C, καὶ ἀλλ., πρβλ. Ruhnk Τίμ. ἐν λ. καὶ Ἐλμσλ. ἐν Ἀχ. 608, ἴδε καὶ ἐν λ. ἁμός, ἁμοῦ, ἁμῶς.
Greek Monotonic
ἁμῆ: επίρρ. (αντί ἁμῇ, δοτ. θηλ. του ἁμός = τίς), με συγκεκριμένο τρόπο· ἁμῆ γέ πῃ, με κάποιον τρόπο ή άλλον (με τον ένα ή τον άλλο τρόπο), σε Πλάτ.