ἀπανθρωπία: Difference between revisions
Πολλὰ τὰ δεινὰ κοὐδὲν ἀνθρώπου δεινότερον πέλει → There are many wondrous things in this world, but none more wondrous than humans
m (LSJ1 replacement) |
mNo edit summary |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η (Α ἀπανθρωπιά)<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[έλλειψη]] αγαθών ανθρώπινων συναισθημάτων, [[σκληρότητα]], [[αγριότητα]]<br />||| <b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[αντιπάθεια]], [[αποστροφή]] για τους ανθρώπους<br /><b>2.</b> [[αποφυγή]] συναναστροφής, [[έλλειψη]] κοινωνικότητας. | |mltxt=η (Α ἀπανθρωπιά)<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[έλλειψη]] αγαθών ανθρώπινων συναισθημάτων, [[σκληρότητα]], [[αγριότητα]]<br />||| <b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[αντιπάθεια]], [[αποστροφή]] για τους ανθρώπους<br /><b>2.</b> [[αποφυγή]] συναναστροφής, [[έλλειψη]] κοινωνικότητας. | ||
}} | |||
{{trml | |||
|trtx====[[unsociability]]=== | |||
Bulgarian: необщителност; English: [[unsociability]], [[unsociableness]]; German: [[Ungeselligkeit]], [[Zurückgezogenheit]]; French: [[insociabilité]]; Greek: [[αντικοινωνικότητα]], [[ακοινωνησιά]], [[ακοινωνικότητα]], [[το μονόχνωτο]], [[το ακοινώνητο]]; Ancient Greek: [[ἀκοινωνησία]], [[ἀκοινωνία]], [[ἀμειξία]], [[ἀμειξίη]], [[ἀμιξία]], [[ἀμιξίη]], [[ἀνεπιμιξία]], [[ἀπανθρωπεία]], [[ἀπανθρωπία]], [[δυσομιλία]], [[τὸ ἄμικτον]], [[τὸ ἀνεπικοινώνητον]], [[τὸ ἀνεπίμικτον]], [[τὸ δυσεπίμικτον]], [[τὸ δυσξύμβολον]], [[τὸ δυσσύμβολον]]; Spanish: [[insociabilidad]] | |||
}} | }} |
Latest revision as of 17:23, 3 March 2024
English (LSJ)
(ἀπανθρωπεία Poll.8.14), ἡ,
A dislike of men, disgust for men, misanthropy, Luc. Tim.44.
2 unfitness for social intercourse, J.BJ2.17.3.
II unsociability, moroseness, Hp.Coac.472 (pl.); inhumanity, POxy.298.52 (i A.D.), J.AJ17.11.2.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
• Alolema(s): ἀπανθρωπεία Poll.8.14
1 carencia de humanidad, crueldad, POxy.298.52 (I d.C.), I.AI 17.309, Iust.Phil.Qu.et Resp.M.6.1344A.
2 insociabilidad Hp.Coac.472
•incapacidad para el trato social I.BI 2.415
•misantropía Luc.Tim.44, Corp.Herm.Fr.26.7.
German (Pape)
[Seite 278] ἡ, Menschenscheu, Luc. Tim. 44; vgl. Nigr. 21, wo es das sich verächtlich von anderen Menschen Abwenden ist; Härte, Hippocr. – Einöde, Ios.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
misanthropie, caractère asocial, inhumanité.
Étymologie: ἀπάνθρωπος.
Russian (Dvoretsky)
ἀπανθρωπία: ἡ отвращение к людям Luc.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπανθρωπία: ἡ, μισανθρωπία, ἡ πρὸς τοὺς ἀνθρώπους ἀποστροφή, Λουκ. Τίμ. 44. ΙΙ. ἔλλειψις ἀνθρωπίνων αἰσθημάτων, σκληρότης, «ἀπανθρωπία», Ἱππ. Κωακ. Προγν. 194: ἀπανθρωπεία παρὰ Πολυδ. Η΄, 14· ἀλλ’ -ία ἐν Β΄ 5., Γ΄, 64., Δ΄, 14.
Greek Monolingual
η (Α ἀπανθρωπιά)
νεοελλ.
έλλειψη αγαθών ανθρώπινων συναισθημάτων, σκληρότητα, αγριότητα
Translations
unsociability
Bulgarian: необщителност; English: unsociability, unsociableness; German: Ungeselligkeit, Zurückgezogenheit; French: insociabilité; Greek: αντικοινωνικότητα, ακοινωνησιά, ακοινωνικότητα, το μονόχνωτο, το ακοινώνητο; Ancient Greek: ἀκοινωνησία, ἀκοινωνία, ἀμειξία, ἀμειξίη, ἀμιξία, ἀμιξίη, ἀνεπιμιξία, ἀπανθρωπεία, ἀπανθρωπία, δυσομιλία, τὸ ἄμικτον, τὸ ἀνεπικοινώνητον, τὸ ἀνεπίμικτον, τὸ δυσεπίμικτον, τὸ δυσξύμβολον, τὸ δυσσύμβολον; Spanish: insociabilidad