ἀρτιπαγής: Difference between revisions
Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε ἢ θηρίον ἢ θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god
m (LSJ1 replacement) |
mNo edit summary |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=artipagis | |Transliteration C=artipagis | ||
|Beta Code=a)rtipagh/s | |Beta Code=a)rtipagh/s | ||
|Definition=ἀρτιπαγές,<br><span class="bld">A</span> [[just put together]] or made, στάλικες Theoc.''Ep.''3; ναῦς ''AP''9.32; σκῆνος Them.''Or.''4.6ca.<br><span class="bld">II</span> [[freshly coagulated]], ἁλὶ τυρός ''AP''9.412 (Phld.). | |Definition=ἀρτιπαγές,<br><span class="bld">A</span> [[just put together]] or [[just made]], στάλικες Theoc.''Ep.''3; ναῦς ''AP''9.32; [[σκῆνος]] Them.''Or.''4.6ca.<br><span class="bld">II</span> [[freshly coagulated]], ἁλὶ τυρός ''AP''9.412 (Phld.). | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=(ἀρτῐπᾰγής) -ές<br /><b class="num">1</b> [[recién armado o montado]] στόλικες de las estacas para montar redes de caza, Theoc.<i>Ep</i>.3, cf. Nonn.<i>D</i>.40.458, σκῆνος Them.<i>Or</i>.4.60a, ναῦς <i>AP</i> 9.32.<br /><b class="num">2</b> [[recién cuajado]] τυρός <i>AP</i> 9.412 (Phld.), Longus 4.14.1. | |dgtxt=(ἀρτῐπᾰγής) -ές<br /><b class="num">1</b> [[recién armado]] o [[recién montado]] στόλικες de las estacas para montar redes de caza, Theoc.<i>Ep</i>.3, cf. Nonn.<i>D</i>.40.458, σκῆνος Them.<i>Or</i>.4.60a, ναῦς <i>AP</i> 9.32.<br /><b class="num">2</b> [[recién cuajado]] τυρός <i>AP</i> 9.412 (Phld.), Longus 4.14.1. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 11:53, 5 March 2024
English (LSJ)
ἀρτιπαγές,
A just put together or just made, στάλικες Theoc.Ep.3; ναῦς AP9.32; σκῆνος Them.Or.4.6ca.
II freshly coagulated, ἁλὶ τυρός AP9.412 (Phld.).
Spanish (DGE)
(ἀρτῐπᾰγής) -ές
1 recién armado o recién montado στόλικες de las estacas para montar redes de caza, Theoc.Ep.3, cf. Nonn.D.40.458, σκῆνος Them.Or.4.60a, ναῦς AP 9.32.
2 recién cuajado τυρός AP 9.412 (Phld.), Longus 4.14.1.
German (Pape)
[Seite 362] ές, 1) eben befestigt, στάλικες Theocr. ep. 3 (IX, 338); eben zusammengefügt, neugebaut, ναῦς, Ep. ad. 434 (IX, 32). – 2) frisch geronnen, τυρός Long.; ἁλίτυρος Philod. 80 (IX, 412).
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
1 nouvellement planté;
2 récemment construit;
3 nouvellement caillé, frais.
Étymologie: ἄρτι, πήγνυμι.
Russian (Dvoretsky)
ἀρτιπᾰγής:
1 недавно построенный (ναῦς Anth.);
2 недавно воткнутый (στάλικες Theocr.);
3 недавно свернувшийся, т. е. свежий (ἁλίτυρος Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀρτιπᾰγής: -ές, ὁ ἄρτι παγείς, στερεωθείς, κατασκευασθεὶς στάλικες Θεοκρ. Ἐπιγράμμ. 3· ναῦς Ἀνθ. Π. 9. 32. ΙΙ. ἐπὶ τυροῦ, ὁ ἄρτι πεπηγώς, ὅστις «ἔπηξε» πρὸ ὀλίγου, Λατ. recens coactus, ἁλίτῡρος Ἀνθ. Π. 9. 412.
Greek Monolingual
ἀρτιπαγής, -ές (Α)
1. αυτός που στερεώθηκε πριν από λίγο, ο μόλις τοποθετημένος
2. (για τυρί) αυτό που μόλις έπηξε.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρτι- + -παγής < πήγνυμι (πρβλ. απαγής, συμπαγής)].
Greek Monotonic
ἀρτιπᾰγής: -ές (πήγνυμι),
I. αυτός που τοποθετείται ή κατασκευάζεται, στερεώνεται ακριβώς, σε Θεόκρ., Ανθ.
II. αυτός που έχει υποστεί πήξιμο πριν από λίγο, φρεσκοπηγμένος, στον ίδ.
Middle Liddell
πήγνυμι
I. just put together or made, Theocr., Anth.
II. freshly coagulated, Anth.