προυσελέω: Difference between revisions
Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(?s)Medium diacritics=(\w+)(έω)(?s)(.*)btext=(-ῶ)" to "Medium diacritics=$1$2$3btext=$1ῶ") |
||
(14 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=prouseleo | |Transliteration C=prouseleo | ||
|Beta Code=prousele/w | |Beta Code=prousele/w | ||
|Definition= | |Definition=[[treat with contumely]], [[outrage]], [[maltreat]], ὁρῶν ἐμαυτὸν ὧδε προυσελούμενον [[Aeschylus|A.]]''[[Prometheus Vinctus|Pr.]]''438 ([[προσηλούμενον]] with ε written over η, cod.Med.; [[προσελούμενον]] cett.); οὓς μὲν ἴσμεν εὐγενεῖς.. προυσελοῦμεν Ar.''Ra.''730 cod.Rav. (<b class="b3">προσ-</b> cett., προυγελοῦμεν Stob.): [[προσηλούμενον]] is written in codd. of Ael.''Ep.''3; [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]] has <b class="b3">προσέλει· προπηλακίζει, προυγελεῖν· προπηλακίζειν, ὑβρίζειν</b>; cf. [[προυσελεῖν]] λέγουσι τὸ ὑβρίζειν ''EM''690.11; <b class="b3">προσελοῦμεν· προπηλακίζομεν, ἐλαύνομεν, εἰσβάλλομεν</b>, Suid.—The etym. is unknown. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0795.png Seite 795]] s. [[προσελέω]]. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0795.png Seite 795]] s. [[προσελέω]]. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext= | |btext=[[προυσελῶ]] :<br /><i>seul. prés. Act. et Pass.</i><br />insulter, outrager, acc..<br />'''Étymologie:''' p. *προϜσελέω, de *προσϜελέω. | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext= | |elnltext=προυσελέω mishandelen, onheus bejegenen. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''προυσελέω:''' и [[προσελέω]] оскорблять, унижать (τινα Aesch., Arph.). | |elrutext='''προυσελέω:''' и [[προσελέω]] оскорблять, унижать (τινα Aesch., Arph.). | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''προυσελέω''': [[λέξις]] εὑρισκομένη μόνον ἐν δυσὶ χωρίοις τῶν Ἀττικῶν ποιητῶν, ὁρῶν ἐμαυτὸν ὦδε προυσελούμενον Αἰσχύλ. Πρ. 438 ([[ἔνθα]] τὸ Μεδ. ἀντίγραφ. ἔχει προσηλούμενον μετὰ ε [[ὑπεράνω]] τοῦ η καὶ τὰ λοιπὰ ἀντίγραφα προσελούμενον)· οὓς μὲν ἴσμεν εὐγενεῖς... προυσελοῦμεν (κατὰ τὸ Ραβ. Ἀντίγραφ.) Ἀριστοφ. Βάτρ. 730· παρὰ δ’ Ἡσυχίῳ εὑρίσκομεν τὰς γλώσσας προσελεῖ· προπηλακίζει, καὶ προυσελεῖν· προπηλακίζειν, ὑβρίζειν· καὶ ἐν τῷ Μεγάλῳ Ἐτυμολόγῳ προυσελεῖν λέγουσι τὸ ὑβρίζειν· καὶ παρὰ Σουΐδ., προσελοῦμεν· προπηλακίζομεν, ἐλαύνομεν, εἰσβάλλομεν· [[τέλος]] δὲ παρὰ Στοβ. 241, 37, φέρεται προυγελοῦμεν ἐν τῷ μνημονευθέντι χωρίῳ τοῦ Ἀριστοφάνους. ― Οὕτως ἡ [[σημασία]] τῆς λέξεως [[εἶναι]] φανερά, δηλ. [[προπηλακίζω]], [[ὑβρίζω]], ἀλλ’ ὁ [[τύπος]] τῆς λέξεως ἐπλάσθη κατ’ εἰκασίαν. Καὶ [[μέχρι]] μὲν τοῦ Πόρσωνος οἱ ἐκδόται [[συμφώνως]] ἀνεγίνωσκον προσελούμενον, προσελοῦμεν, καὶ ἐδικαιολόγουν τὸ μακρὸν τῆς πρώτης συλλαβῆς κατὰ διαφόρους τρόπους. Ἀλλ’ ὁ Πόρσων ἀποκατέστησε τὸ γνήσιον τύπον [[προυσελέω]], ἐκ τοῦ Μεγάλ Ἐτυμολ. ἔνθ’ ἀνωτ., τὴν δὲ εἰκασίαν [[αὐτοῦ]] ἐβεβαίωσε μετὰ [[ταῦτα]] τὸ Ραβενν. Ἀντίγραφ. τοῦ Ἀριστοφ. (Ἐν τοῖς τύποις προυγελεῖν, -γελοῦμεν (Στοβ.) τὸ γ πιθανῶς παριστάνει ϝ, ἴδε ἐν λέξ. [[δίγαμμα]] IV. Ὁ ἀρχικὸς [[τύπος]] ἦτο πιθανῶς προσϝελέω, [[ὅπερ]] μετεβλήθη εἰς προ-ϝσελέω, ἢ [[προυσελέω]]· ἀλλ’ ἡ ἀρχὴ τοῦ σϝελέω διαμένει [[εἰσέτι]] σκοτεινὴ καὶ μετὰ τὰς ἐρεύνας τοῦ Buttm. ἐν τῷ Λεξιλόγῳ. | |||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''προυσελέω:''' κακομεταχειρίζομαι, [[προσβάλλω]], [[προπηλακίζω]], μόνο σε [[δύο]] χωρία, [[ἴσμεν]] ἐμαυτὸν ὦδε προυσελούμενον, σε Αισχύλ.· οὓς μὲν [[ἴσμεν]] εὐγενεῖς προυσελοῦμεν, υβρίζουμε αυτούς που γνωρίζουμε ότι είναι αριστοκράτες, σε Αριστοφ. (αμφίβ. προέλ.). | |||
}} | }} | ||
{{etym | {{etym | ||
|etymtx=Grammatical information: v.<br />Meaning: | |etymtx=Grammatical information: v.<br />Meaning: [[to mock]], [[to treat contumeliously]], [[to abuse]] (A. Pr. 438, Ar. Ra. 730).<br />Origin: XX [etym. unknown]<br />Etymology: Often explained with (H., Suid.) [[προπηλακίζειν]]; so from <b class="b3">*προ-εσ-ελέω</b> (: [[ἕλος]]) prop. [[sink in the swamp]] (Schwyzer 724)? | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt= | |mdlsjtxt=to [[maltreat]], [[insult]], only in two passages, [[ὁρῶν]] ἐμαυτὸν ὦδε προυσελούμενον Aesch.; οὓς μὲν [[ἴσμεν]] εὐγενεῖς προυσελοῦμεν we [[insult]] those whom we [[know]] to be [[noble]], Ar. [deriv. uncertain] | ||
}} | }} | ||
{{FriskDe | {{FriskDe | ||
|ftr='''προυσελέω''': {prouseléō}<br />'''Grammar''': v.<br />'''Meaning''': [[verhöhnen]], [[schmählich behandeln]], [[mißhandeln]] (A. ''Pr''. 438, Ar. ''Ra''. 730).<br />'''Etymology''' : Oft (H., Suid.) mit προπηλακίζειν erklärt; somit aus *προεσελέω (: [[ἕλος]]) eig. [[in den Sumpf senken]] (Schwyzer 724)?<br />'''Page''' 2,604 | |ftr='''προυσελέω''': {prouseléō}<br />'''Grammar''': v.<br />'''Meaning''': [[verhöhnen]], [[schmählich behandeln]], [[mißhandeln]] (A. ''Pr''. 438, Ar. ''Ra''. 730).<br />'''Etymology''': Oft (H., Suid.) mit προπηλακίζειν erklärt; somit aus *προεσελέω (: [[ἕλος]]) eig. [[in den Sumpf senken]] (Schwyzer 724)?<br />'''Page''' 2,604 | ||
}} | }} |
Latest revision as of 18:39, 16 March 2024
English (LSJ)
treat with contumely, outrage, maltreat, ὁρῶν ἐμαυτὸν ὧδε προυσελούμενον A.Pr.438 (προσηλούμενον with ε written over η, cod.Med.; προσελούμενον cett.); οὓς μὲν ἴσμεν εὐγενεῖς.. προυσελοῦμεν Ar.Ra.730 cod.Rav. (προσ- cett., προυγελοῦμεν Stob.): προσηλούμενον is written in codd. of Ael.Ep.3; Hsch. has προσέλει· προπηλακίζει, προυγελεῖν· προπηλακίζειν, ὑβρίζειν; cf. προυσελεῖν λέγουσι τὸ ὑβρίζειν EM690.11; προσελοῦμεν· προπηλακίζομεν, ἐλαύνομεν, εἰσβάλλομεν, Suid.—The etym. is unknown.
German (Pape)
French (Bailly abrégé)
προυσελῶ :
seul. prés. Act. et Pass.
insulter, outrager, acc..
Étymologie: p. *προϜσελέω, de *προσϜελέω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προυσελέω mishandelen, onheus bejegenen.
Russian (Dvoretsky)
προυσελέω: и προσελέω оскорблять, унижать (τινα Aesch., Arph.).
Greek (Liddell-Scott)
προυσελέω: λέξις εὑρισκομένη μόνον ἐν δυσὶ χωρίοις τῶν Ἀττικῶν ποιητῶν, ὁρῶν ἐμαυτὸν ὦδε προυσελούμενον Αἰσχύλ. Πρ. 438 (ἔνθα τὸ Μεδ. ἀντίγραφ. ἔχει προσηλούμενον μετὰ ε ὑπεράνω τοῦ η καὶ τὰ λοιπὰ ἀντίγραφα προσελούμενον)· οὓς μὲν ἴσμεν εὐγενεῖς... προυσελοῦμεν (κατὰ τὸ Ραβ. Ἀντίγραφ.) Ἀριστοφ. Βάτρ. 730· παρὰ δ’ Ἡσυχίῳ εὑρίσκομεν τὰς γλώσσας προσελεῖ· προπηλακίζει, καὶ προυσελεῖν· προπηλακίζειν, ὑβρίζειν· καὶ ἐν τῷ Μεγάλῳ Ἐτυμολόγῳ προυσελεῖν λέγουσι τὸ ὑβρίζειν· καὶ παρὰ Σουΐδ., προσελοῦμεν· προπηλακίζομεν, ἐλαύνομεν, εἰσβάλλομεν· τέλος δὲ παρὰ Στοβ. 241, 37, φέρεται προυγελοῦμεν ἐν τῷ μνημονευθέντι χωρίῳ τοῦ Ἀριστοφάνους. ― Οὕτως ἡ σημασία τῆς λέξεως εἶναι φανερά, δηλ. προπηλακίζω, ὑβρίζω, ἀλλ’ ὁ τύπος τῆς λέξεως ἐπλάσθη κατ’ εἰκασίαν. Καὶ μέχρι μὲν τοῦ Πόρσωνος οἱ ἐκδόται συμφώνως ἀνεγίνωσκον προσελούμενον, προσελοῦμεν, καὶ ἐδικαιολόγουν τὸ μακρὸν τῆς πρώτης συλλαβῆς κατὰ διαφόρους τρόπους. Ἀλλ’ ὁ Πόρσων ἀποκατέστησε τὸ γνήσιον τύπον προυσελέω, ἐκ τοῦ Μεγάλ Ἐτυμολ. ἔνθ’ ἀνωτ., τὴν δὲ εἰκασίαν αὐτοῦ ἐβεβαίωσε μετὰ ταῦτα τὸ Ραβενν. Ἀντίγραφ. τοῦ Ἀριστοφ. (Ἐν τοῖς τύποις προυγελεῖν, -γελοῦμεν (Στοβ.) τὸ γ πιθανῶς παριστάνει ϝ, ἴδε ἐν λέξ. δίγαμμα IV. Ὁ ἀρχικὸς τύπος ἦτο πιθανῶς προσϝελέω, ὅπερ μετεβλήθη εἰς προ-ϝσελέω, ἢ προυσελέω· ἀλλ’ ἡ ἀρχὴ τοῦ σϝελέω διαμένει εἰσέτι σκοτεινὴ καὶ μετὰ τὰς ἐρεύνας τοῦ Buttm. ἐν τῷ Λεξιλόγῳ.
Greek Monotonic
προυσελέω: κακομεταχειρίζομαι, προσβάλλω, προπηλακίζω, μόνο σε δύο χωρία, ἴσμεν ἐμαυτὸν ὦδε προυσελούμενον, σε Αισχύλ.· οὓς μὲν ἴσμεν εὐγενεῖς προυσελοῦμεν, υβρίζουμε αυτούς που γνωρίζουμε ότι είναι αριστοκράτες, σε Αριστοφ. (αμφίβ. προέλ.).
Frisk Etymological English
Grammatical information: v.
Meaning: to mock, to treat contumeliously, to abuse (A. Pr. 438, Ar. Ra. 730).
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Often explained with (H., Suid.) προπηλακίζειν; so from *προ-εσ-ελέω (: ἕλος) prop. sink in the swamp (Schwyzer 724)?
Middle Liddell
to maltreat, insult, only in two passages, ὁρῶν ἐμαυτὸν ὦδε προυσελούμενον Aesch.; οὓς μὲν ἴσμεν εὐγενεῖς προυσελοῦμεν we insult those whom we know to be noble, Ar. [deriv. uncertain]
Frisk Etymology German
προυσελέω: {prouseléō}
Grammar: v.
Meaning: verhöhnen, schmählich behandeln, mißhandeln (A. Pr. 438, Ar. Ra. 730).
Etymology: Oft (H., Suid.) mit προπηλακίζειν erklärt; somit aus *προεσελέω (: ἕλος) eig. in den Sumpf senken (Schwyzer 724)?
Page 2,604