ἐμπεδόω: Difference between revisions
εἰ ἔρρωσαι καὶ ἐν τοῖς ἄλλοις ἀλύπως ἀπαλλάσσεις → if you are well and in other respects are getting on without annoyance
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(?s)Medium diacritics=(\w+)(όω)(?s)(.*)btext=(-ῶ)" to "Medium diacritics=$1$2$3btext=$1ῶ") |
|||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext= | |btext=[[ἐμπεδῶ]] :<br /><i>litt.</i> fixer solidement, affermir, confirmer, sanctionner, acc..<br />'''Étymologie:''' [[ἔμπεδος]]¹. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Latest revision as of 21:45, 19 March 2024
English (LSJ)
impf. ἠμπέδουν X.Cyr.8.8.2: aor. ἐνεπέδωσα D.C.60.28: (ἔμπεδος):—confirm, ratify, σὺ δ' ἐμπέδου δόσιν S.Ichn.50; ὅρκον E.IT790, cf. Ar.Lys.211,233, Polem.Hist.83; σπονδάς X.HG3.4.6; τὰ.. ὁρκωμόσιά τε καὶ ὑποσχέσεις Pl.Phdr.241b; ὅρκους καὶ δεξιάς τινι X.Cyr.5.1.22; συνθήκας Plb.29.24.4; ὁμολογίας D.H.4.79; ἀποδείξεσι δόγμα Gal.5.315; uphold, νόμους Plu.Sol.25:—Med., σπονδήν, ἀσφάλειαν ἐμπεδώσασθαι, Ph.1.439, Luc.Hipp.4.
Spanish (DGE)
I c. ac. de cosa o abstr.
1 mantener en firme, confirmar ἐμπέδου [δόσι] ν S.Fr.314.56, cf. 55
•confirmar, ratificar juramentos, pactos ὅρκον E.IT 790, cf. X.An.3.2.10, Cyr.5.1.22, 8.8.2, Ath.2.17, Ages.1.12, Pl.Phdr.241b, Polem.Hist.83, (τὸν ὅρκον) ... τοῖς ἔργοις ἐμπεδῶσαι Aristaenet.2.16.24, τὰς δὲ χσυνθε̄́κας ἐμπεδόσο πρὸς Περδίκκαν IG 13.89.41 (V a.C.), cf. Plb.29.24.4, σπονδάς X.HG 3.4.6, ὁμολογίας D.H.4.79, cf. Plu.Art.28, Polyaen.6.7.2, ὤμνυεν ὅρκον ἡ βουλὴ τοὺς Σόλωνος νόμους ἐμπεδώσειν Plu.Sol.25, cf. Them.Or.15.190b, τοῦτο ἔργῳ ἐνεπέδωσε D.C.68.5.3, ἀποδείξεσι ... ἐμπεδῶσαι τὸ ἑαυτοῦ δόγμα Gal.5.315, ὁρμὰν ... οἴμαις Synes.Hymn.9.120, en v. pas. τὰς σπονδὰς ἐμπεδωθῆναι τοῖς Νομαντίνοις Plu.TG 7
•en v. med. mismo sent. σπονδὴν ... ἐμπεδώσασθαι Ph.1.439, ἀσφάλειαν Luc.Hipp.4.
2 garantizar ταῦτα ἐμπεδούντων τῶν ἀρχόντων Pl.Lg.684a
•en v. med. ref. al futuro sentar las bases de, comprometer τὰς ὑποθέσεις τῶν μελλόντων ῥηθήσεσθαι λόγων ἐμπεδούμενος Procl.in Alc.173.
3 atenerse a, cumplir ἃ λέγουσιν X.Cyr.4.2.8, ἐπομεῖσθε ταῦτα κἀμπεδώσετε Ar.Lys.211, cf. 233, 234, Pl.Lg.823a, τὰς ἡμῶν αὐτῶν βουλήσεις Anon.Herc.1041.8.11 (p.73), τὰ ὡμιλημένα Hld.2.31.5, τὴν ὑπόσχεσιν Artem.5.proem., cf. Synes.Ep.143.
II c. ac. de pers. informar πρὸς τοῦτο ἡμᾶς ἐμπεδοῖ γράφων Παῦλος Cyr.Al.M.71.81D, cf. 569A, ἐμπεδοῖ· διδάσκει Hsch.
German (Pape)
[Seite 811] imperf. ἠμπέδουν, Xen. Cyr. 8, 8, 2, bei D. Cass. auch ἐνεπέδουν, (im Boden) befestigen, bekräftigen; von den Regierenden, Plat. Legg. III, 684 a; bes. Eidschwüre, Versprechungen unverbrüchlich halten, τὰ ὁρκωμόσιά τε καὶ ὑποσχέσεις Phaedr. 241 b; τὰς σπονδάς Xen. Hell. 3, 4, 6; ὅρκους An. 3, 2, 10, vgl. Cyr. 5, 1, 22; εἰρήνην Plut. Tib. Graech. 5; ὁμολογίας D. Hal. 4, 79; ὤμνυσαν ταῦτα ἐμπεδώσειν, sie schwuren, dieses zu halten, Ar. Lys. 233; Xen. Hell. 5, 1, 32 u. sonst; νόμους Plut. Sol. 25. – Med. = act., Luc, Hipp. 4.
French (Bailly abrégé)
ἐμπεδῶ :
litt. fixer solidement, affermir, confirmer, sanctionner, acc..
Étymologie: ἔμπεδος¹.
Russian (Dvoretsky)
ἐμπεδόω:
1 нерушимо хранить, твердо соблюдать (ὅρκους καὶ δεξιάς τινι Xen.; ὅρκον Eur.; σπονδάς Xen., Plut.; τὰ ὁρκωμόσιά τε καὶ ὑποσχέσεις Plat.; συνθήκας Polyb.; εἰρήνην Plut.);
2 обеспечивать (τὴν βασιλείαν τινί Plut.; med. τὴν ἀσφάλειαν Luc.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐμπεδόω: παρατ. ἠμπέδουν Ξεν. Κύρ. 8. 8, 2· ἀλλ’ ἀόριστ. (μεταγενέστ.) ἐνεπέδωσα Δίων Κ. 60. 28 (ἔμπεδος). Κυρίως στηρίζω ἐπὶ πέδου· καθόλου, καθιστῶ τι ἔμπεδον, στερεόν, ἀσφαλές, στερεώνω, βεβαιώνω, ἐπικυρῶ, ὅρκον. Εὐρ. Ι. Τ. 790· πρβλ. Ἀριστοφ. Λυσ. 211, 233· σπονδὰς Ξεν. Ἑλλην. 3. 4, 6, κτλ.· τὰ... ὁρκωμόσιά τε καὶ ὑποσχέσεις Πλάτ. Φαῖδρ. 241Β· ὅρκους καὶ δεξιάς τινι Ξεν. Κύρ. 5. 1, 22· συνθήκας Πολύβ.· ὁμολογίας Διον. Ἁλ. 4. 79.
Greek Monotonic
ἐμπεδόω: παρατ. ἠμπέδουν, μέλ. -ώσω, στερεώνω κάτι στο έδαφος· γενικά, καθιστώ κάτι σταθερό και στέρεο, εδραιώνω, παγιώνω, σε Ευρ., Ξεν.
Middle Liddell
[from ἔμπεδος
to fix in the earth: generally, to make firm and fast, establish, Eur., Xen.