ναυσθλόω: Difference between revisions

From LSJ

οὐχὶ σοῦσθ'; οὐκ ἐς κόρακας; οὐκ ἄπιτε; παῖε τῷ ξύλῳ → You will not go? The plague seize you! Will you not clear off? Hit them with your stick!

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b> [a-zA-Z]+\.) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z\(])" to "$1 $2 $3")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(?s)Medium diacritics=(\w+)(όω)(?s)(.*)btext=(-ῶ)" to "Medium diacritics=$1$2$3btext=$1ῶ")
 
(4 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=nafsthloo
|Transliteration C=nafsthloo
|Beta Code=nausqlo/w
|Beta Code=nausqlo/w
|Definition=<span class="sense"><span class="bld">A</span> [[carry by sea]], ἐκ γᾶς <span class="bibl">E.<span class="title">Tr.</span>162</span> (lyr.); ἐς γῆν πατρίδα ναυσθλώσων νεκρόν <span class="bibl">Id.<span class="title">Supp.</span>1037</span>:—Med., [[take with one by sea]], ναυσθλοῦσθε παῖδα <span class="bibl">Id.<span class="title">IT</span>1487</span>:—Pass., [[go by sea]], ναυσθλοῦμαι <span class="bibl">Id.<span class="title">Tr.</span>677</span>; πελάγεσιν ναυσθλούμενος <span class="bibl">Id.<span class="title">Hel.</span>1210</span>; οὐ ναυσθλώσομαι <span class="bibl">Ar.<span class="title">Pax</span> 126</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> Pass., to [[be visited by ships]], γῆ ναυσθλωθήσεται Lyc.1415.</span>
|Definition=<span class="bld">A</span> [[carry by sea]], ἐκ γᾶς E.''Tr.''162 (lyr.); ἐς γῆν πατρίδα ναυσθλώσων νεκρόν Id.''Supp.''1037:—Med., [[take with one by sea]], ναυσθλοῦσθε παῖδα Id.''IT''1487:—Pass., [[go by sea]], ναυσθλοῦμαι Id.''Tr.''677; πελάγεσιν ναυσθλούμενος Id.''Hel.''1210; οὐ ναυσθλώσομαι Ar.''Pax'' 126.<br><span class="bld">II</span> Pass., to [[be visited by ships]], γῆ ναυσθλωθήσεται Lyc.1415.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0232.png Seite 232]] = [[ναυστολέω]], überfahren, zu Schiffe führen; τινὰ πατρῴας ἀπὸ γᾶς, Eur. Troad. 164; εἰς τὴν πατρίδα – νεκρόν, Suppl. 1037; auch med., ναυσθλοῦσθε τὸν παῖδα εἰς Ἀθήνας, l. A. 1487. Aber bei Ar. Pax 126, πτηνὸς πορεύσει [[πῶλος]] οὐ ναυσθλώσομαι, erkl. Schol. richtig οὐ νηὸς ἐπιβήσομαι. Vgl. [[ναυλόω]].
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0232.png Seite 232]] = [[ναυστολέω]], überfahren, zu Schiffe führen; τινὰ πατρῴας ἀπὸ γᾶς, Eur. Troad. 164; εἰς τὴν πατρίδα – νεκρόν, Suppl. 1037; auch med., ναυσθλοῦσθε τὸν παῖδα εἰς Ἀθήνας, l. A. 1487. Aber bei Ar. Pax 126, πτηνὸς πορεύσει [[πῶλος]] οὐ ναυσθλώσομαι, erkl. Schol. richtig οὐ νηὸς ἐπιβήσομαι. Vgl. [[ναυλόω]].
}}
{{bailly
|btext=[[ναυσθλῶ]] :<br />transporter sur un navire, acc..<br />'''Étymologie:''' [[ναῦς]].
}}
{{elru
|elrutext='''ναυσθλόω:''' [из [[ναυστολέω]]<br /><b class="num">1</b> [[перевозить на корабле]], [[увозить морем]] (τινα πατρῴας ἀπο γᾶς; med. τινα εἰς Ἀθήνας Eur.);<br /><b class="num">2</b> med. [[плыть на корабле]] (οὐ ναυσθλώσομαι Arph.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ναυσθλόω''': συντετμ. ἐκ τοῦ [[ναυστολέω]], [[φέρω]], [[μεταφέρω]] διὰ θαλάσσης, ἀπὸ γᾶς Εὐρ. Τρῳ. 164· ἐς τὴν πατρίδα ναυσθλώσων νεκρὸν Ἱκέτ. 1037· ― Μέσ., [[λαμβάνω]] μετ’ [[ἐμαυτοῦ]] διὰ θαλάσσης, ναυσθλοῦσθε παῖδα Εὐρ. Ι. Τ. 1487. ― Παθ., πορεύομαι, [[ὑπάγω]] διὰ θαλάσσης, ναυσθλοῦμαι ὁ αὐτ. ἐν Τρῳ 672· πελάγεσιν ναυσθλούμενος ὁ αὐτ. ἐν Ἑλ. 1210· ναυσθλώσομαι Ἀριστοφ. Εἰρ. 126. ΙΙ. Παθ., συχνάζομαι ὑπὸ πλοίων, γῆ ναυσθλωθήσεται Λυκόφρ. 1415.
|lstext='''ναυσθλόω''': συντετμ. ἐκ τοῦ [[ναυστολέω]], [[φέρω]], [[μεταφέρω]] διὰ θαλάσσης, ἀπὸ γᾶς Εὐρ. Τρῳ. 164· ἐς τὴν πατρίδα ναυσθλώσων νεκρὸν Ἱκέτ. 1037· ― Μέσ., [[λαμβάνω]] μετ’ [[ἐμαυτοῦ]] διὰ θαλάσσης, ναυσθλοῦσθε παῖδα Εὐρ. Ι. Τ. 1487. ― Παθ., πορεύομαι, [[ὑπάγω]] διὰ θαλάσσης, ναυσθλοῦμαι ὁ αὐτ. ἐν Τρῳ 672· πελάγεσιν ναυσθλούμενος ὁ αὐτ. ἐν Ἑλ. 1210· ναυσθλώσομαι Ἀριστοφ. Εἰρ. 126. ΙΙ. Παθ., συχνάζομαι ὑπὸ πλοίων, γῆ ναυσθλωθήσεται Λυκόφρ. 1415.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />transporter sur un navire, acc..<br />'''Étymologie:''' [[ναῦς]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ναυσθλόω:''' μέλ. <i>-ώσω</i>, συντετμ. αντί [[ναυστολέω]], [[μεταφέρω]] [[διά]] θαλάσσης, σε Ευρ. — Μέσ., μεταφέρομαι μέσα από τη [[θάλασσα]], στον ίδ. — Παθ., [[πορεύομαι]] [[διά]] θαλάσσης, στον ίδ.
|lsmtext='''ναυσθλόω:''' μέλ. <i>-ώσω</i>, συντετμ. αντί [[ναυστολέω]], [[μεταφέρω]] [[διά]] θαλάσσης, σε Ευρ. — Μέσ., μεταφέρομαι μέσα από τη [[θάλασσα]], στον ίδ. — Παθ., [[πορεύομαι]] [[διά]] θαλάσσης, στον ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ναυσθλόω:''' [из [[ναυστολέω]]<br /><b class="num">1)</b> [[перевозить на корабле]], [[увозить морем]] (τινα πατρῴας ἀπο γᾶς; med. τινα εἰς Ἀθήνας Eur.);<br /><b class="num">2)</b> med. [[плыть на корабле]] (οὐ ναυσθλώσομαι Arph.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ναυσθλόω]], [contr. for [[ναυστολέω]]<br />to [[carry]] by sea, Eur.:—Mid. to [[take]] with one by sea, Eur.:—Pass. to go by sea, Eur.
|mdlsjtxt=[[ναυσθλόω]], [contr. for [[ναυστολέω]]<br />to [[carry]] by sea, Eur.:—Mid. to [[take]] with one by sea, Eur.:—Pass. to go by sea, Eur.
}}
}}

Latest revision as of 21:49, 19 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ναυσθλόω Medium diacritics: ναυσθλόω Low diacritics: ναυσθλόω Capitals: ΝΑΥΣΘΛΟΩ
Transliteration A: nausthlóō Transliteration B: nausthloō Transliteration C: nafsthloo Beta Code: nausqlo/w

English (LSJ)

A carry by sea, ἐκ γᾶς E.Tr.162 (lyr.); ἐς γῆν πατρίδα ναυσθλώσων νεκρόν Id.Supp.1037:—Med., take with one by sea, ναυσθλοῦσθε παῖδα Id.IT1487:—Pass., go by sea, ναυσθλοῦμαι Id.Tr.677; πελάγεσιν ναυσθλούμενος Id.Hel.1210; οὐ ναυσθλώσομαι Ar.Pax 126.
II Pass., to be visited by ships, γῆ ναυσθλωθήσεται Lyc.1415.

German (Pape)

[Seite 232] = ναυστολέω, überfahren, zu Schiffe führen; τινὰ πατρῴας ἀπὸ γᾶς, Eur. Troad. 164; εἰς τὴν πατρίδα – νεκρόν, Suppl. 1037; auch med., ναυσθλοῦσθε τὸν παῖδα εἰς Ἀθήνας, l. A. 1487. Aber bei Ar. Pax 126, πτηνὸς πορεύσει πῶλος οὐ ναυσθλώσομαι, erkl. Schol. richtig οὐ νηὸς ἐπιβήσομαι. Vgl. ναυλόω.

French (Bailly abrégé)

ναυσθλῶ :
transporter sur un navire, acc..
Étymologie: ναῦς.

Russian (Dvoretsky)

ναυσθλόω: [из ναυστολέω
1 перевозить на корабле, увозить морем (τινα πατρῴας ἀπο γᾶς; med. τινα εἰς Ἀθήνας Eur.);
2 med. плыть на корабле (οὐ ναυσθλώσομαι Arph.).

Greek (Liddell-Scott)

ναυσθλόω: συντετμ. ἐκ τοῦ ναυστολέω, φέρω, μεταφέρω διὰ θαλάσσης, ἀπὸ γᾶς Εὐρ. Τρῳ. 164· ἐς τὴν πατρίδα ναυσθλώσων νεκρὸν Ἱκέτ. 1037· ― Μέσ., λαμβάνω μετ’ ἐμαυτοῦ διὰ θαλάσσης, ναυσθλοῦσθε παῖδα Εὐρ. Ι. Τ. 1487. ― Παθ., πορεύομαι, ὑπάγω διὰ θαλάσσης, ναυσθλοῦμαι ὁ αὐτ. ἐν Τρῳ 672· πελάγεσιν ναυσθλούμενος ὁ αὐτ. ἐν Ἑλ. 1210· ναυσθλώσομαι Ἀριστοφ. Εἰρ. 126. ΙΙ. Παθ., συχνάζομαι ὑπὸ πλοίων, γῆ ναυσθλωθήσεται Λυκόφρ. 1415.

Greek Monotonic

ναυσθλόω: μέλ. -ώσω, συντετμ. αντί ναυστολέω, μεταφέρω διά θαλάσσης, σε Ευρ. — Μέσ., μεταφέρομαι μέσα από τη θάλασσα, στον ίδ. — Παθ., πορεύομαι διά θαλάσσης, στον ίδ.

Middle Liddell

ναυσθλόω, [contr. for ναυστολέω
to carry by sea, Eur.:—Mid. to take with one by sea, Eur.:—Pass. to go by sea, Eur.