ἐτυμολογικός: Difference between revisions
Ὥσπερ αὐτοῦ τοῦ ἡλίου μὴ ὄντος καυστικοῦ, ἀλλ' οὔσης ζωτικῆς καὶ ζωοποιοῦ θέρμης ἐν αὐτῷ καὶ ἀπλήκτου, ὁ ἀὴρ παθητικῶς δέχεται τὸ ἀπ' αὐτοῦ ϕῶς καὶ καυστικῶς· οὕτως οὖν ἁρμονίας οὔσης ἐν αὐτοῖς τινὸς καὶ ἑτέρου εἴδους ϕωνῆς ἡμεῖς παθητικῶς ἀκούομεν → Just as although the Sun itself does not cause burning but has a heat in it that is life-giving, life-engendering, and mild, the air receives light from it by being affected and burned, so also although there is a certain harmony and a different kind of voice in them, we hear it by being affected.
(14) |
m (Text replacement - "by Chrysipp." to "by Chrysippus") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
(9 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=etymologikos | |Transliteration C=etymologikos | ||
|Beta Code=e)tumologiko/s | |Beta Code=e)tumologiko/s | ||
|Definition= | |Definition=ἐτυμολογική, ἐτυμολογικόν, belonging to [[ἐτυμολογία]], Eust.1799.25; [[ἐτυμολογικά]], τά, title of work by [[Chrysippus]] (''Stoic.''2.9, al.); ἡ [[ἐτυμολογική]] = [[the science of etymology]], Varro ''LL''7.109; τὸ [[ἐτυμολογικόν]] = an [[etymological dictionary]], EM212.13 (pl.), Sch.Il.13.130 (pl.), etc. Adv. [[ἐτυμολογικῶς]] Eust.396.15. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 15:21, 20 March 2024
English (LSJ)
ἐτυμολογική, ἐτυμολογικόν, belonging to ἐτυμολογία, Eust.1799.25; ἐτυμολογικά, τά, title of work by Chrysippus (Stoic.2.9, al.); ἡ ἐτυμολογική = the science of etymology, Varro LL7.109; τὸ ἐτυμολογικόν = an etymological dictionary, EM212.13 (pl.), Sch.Il.13.130 (pl.), etc. Adv. ἐτυμολογικῶς Eust.396.15.
German (Pape)
[Seite 1053] ή, όν, zur Etymologie gehörig, darin geschickt, Schol.; τὰ ἐτυμολογικά, Bücher darüber, Schol. Il. 13, 130. Auch adv.
Greek (Liddell-Scott)
ἐτυμολογικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων εἰς τὴν ἐτυμολογίαν, Εὐστ. 1789. 25· ἡ -κή, ἡ ἐπιστήμη τῆς ἐτυμολογίας, Varro. L. L.· τὸ -κόν, ἐτυμολογ. λεξικόν· - Ἐπίρρ. -κῶς, Εὐστ. 396. 15.
Greek Monolingual
-ή, -ό (ΑΜ ἐτυμολογικός, -ή, -όν)
ετυμολόγος
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ετυμολογία («ετυμολογική μελέτη»)
2. το θηλ. ως ουσ. η ετυμολογική
η επιστήμη που ασχολείται με την ετυμολογία
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το ετυμολογικό
το μέρος της γραμματικής που ασχολείται με την παραγωγή τών λέξεων από άλλες με την προσθήκη παραγωγικών καταλήξεων, προσφυμάτων κ.λπ., καθώς και με τη σύνθεση τών λέξεων
μσν.
το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐτυμολογικόν
ετυμολογικό λεξικό.
επίρρ...
ετυμολογικώς (ΑΜ ἐτυμολογικῶς)
από την άποψη του ετύμου, ως προς το έτυμον μιας λέξεως.