περιψύχω: Difference between revisions

From LSJ

οὐ δικαίως θάνατον ἔχθουσιν βροτοί, ὅσπερ μέγιστον ῥῦμα τῶν πολλῶν κακῶν → unjustly men hate death, which is the greatest defence against their many ills | men are not right in hating death, which is the greatest succour from our many ills

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z])" to ") $1 $3")
m (elru replacement)
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''περιψύχω:''' (ῡ) [[охлаждать]] rst., Plut.
|elrutext='''περιψύχω:''' (ῡ) охлаждать Arst., Plut.
}}
}}
{{ls
{{ls

Revision as of 22:08, 21 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περιψύχω Medium diacritics: περιψύχω Low diacritics: περιψύχω Capitals: ΠΕΡΙΨΥΧΩ
Transliteration A: peripsýchō Transliteration B: peripsychō Transliteration C: peripsycho Beta Code: periyu/xw

English (LSJ)

[ῡ],
A chill all round, τὴν σάρκα Arist.Pr.966b11:—Pass., to be chilled all over, Hp.Epid.1.26.γ; grow cool, Theophrastus Ign.52, Plu.2.690d:—also intr. in Act., Hp.Coac.176, Epid.3.17.ά, Theophrastus l.c.
II metaph., refresh, revive, cherish τινα LXX Si.30.7 (v.l.), D.H.7.46 (cj. Reiske), Alciphr.1.39.

German (Pape)

[Seite 601] rings, gänzlich abkühlen, erfrischen; an der Oberfläche od. den äußersten Gliedern kalt machen, Plut. Symp. 6, 4 u. öfter. – Auch = umfächeln, liebkosen, καὶ περικροτέω, D. Hal. 7, 46, vgl. Alciphr. 1, 39 u. περίψυκτος.

French (Bailly abrégé)

Ι. tr. 1 refroidir tout autour, à la surface ou aux extrémités ; Pass. se refroidir aux extrémités pendant la fièvre;
2 fig. rafraîchir, ranimer, récréer;
II. intr. se refroidir à la surface ou aux extrémités.
Étymologie: περί, ψύχω.

Russian (Dvoretsky)

περιψύχω: (ῡ) охлаждать Arst., Plut.

Greek (Liddell-Scott)

περιψύχω: [ῡ], μέλλ. -ξω, κάμνω τι ψυχρὸν ὁλόγυρα, Λατιν. perfrigerare, Ἀριστ. Προβλ. 36. 7. ― Παθ., γίνομαι ψυχρός, παγώνω κατὰ τὴν ἐπιφάνειαν ἢ τὰ ἄκρα, Ἱππ. Ἐπιδημ. τὸ Α΄, 974· γίνομαι ψυχρός, Πλούτ. 2. 690D· ― οὕτω καὶ μεταβατ. ἐν τῷ ἐνεργ., Ἱππ. Κωακ. 147, Ἐπιδημ. τὸ Γ΄, 1093, Θεοφρ. περὶ Πυρὸς 52. ΙΙ. μεταφορ., δροσίζω, ἀναψύχω, περιποιοῦμαι, τινὰ Διον. Ἁλ. 7. 46, Ἀλκίφρων 1. 39, Ἑβδ. (Σειρὰχ Λ΄, 7).

Greek Monolingual

Α
1. ψύχω, παγώνω κάτι γύρω γύρω, εντελώς, σε όλη του την επιφάνεια
2. παθ. περιψύχομαι
καταψύχομαι, παγώνω παντού («περιψυχομένων τῶν ἄκρων», Θεόφρ.)
3. μτφ. δροσίζω, αναψύχω, περιποιούμαι («περιψύχων υἱὸν καταδεσμεύσει τραύματα αὐτοῦ», ΠΔ).
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + ψύχω «ψυχραίνω, παγώνω»].

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

περι-ψύχω afkoelen, koud worden.