περιβαρίδες: Difference between revisions
οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born
(3b) |
m (elru replacement) |
||
(17 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=perivarides | |Transliteration C=perivarides | ||
|Beta Code=peribari/des | |Beta Code=peribari/des | ||
|Definition=αἱ, (βᾶρις) a sort of | |Definition=αἱ, ([[βᾶρις]]) a sort of [[women's shoes]], Ar.''Lys.''45, Theopomp.Com.52, Cephisod.4:—also [[περίβαρα]], τά, Poll.7.94, [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]], Phot. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0570.png Seite 570]] αἱ, eine Art Frauenschuhe; Ar. Lys. 45. 47; Poll. 7, 87 aus Cephisodor. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0570.png Seite 570]] αἱ, eine Art Frauenschuhe; Ar. Lys. 45. 47; Poll. 7, 87 aus Cephisodor. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{elnl | ||
| | |elnltext=περιβᾱρίδες -ων, αἱ [[[περί]], [[βαρύς]]] peribarides (een soort damesschoenen). | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''περιβᾱρίδες:''' ίδων (ῐ) αἱ (женские) башмаки Arph. | |||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=αἱ, Α<br />[[είδος]] γυναικείων [[υποδημάτων]], λεπτοσχιδή σανδάλια διακοσμημένα με χρυσά ανθέμια και άλλα στολίδια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται για συνθ. λ. με α' συνθετικό την [[πρόθεση]] [[περί]] (<b>πρβλ.</b> <i>περισκελίδες</i>). Αμφίβολη όμως παραμένει η [[προέλευση]] του β' συνθετικού, που θυμίζει τον τ. [[βᾶρις]] «[[είδος]] αιγυπτιακού πλοίου»]. | |mltxt=αἱ, Α<br />[[είδος]] γυναικείων [[υποδημάτων]], λεπτοσχιδή σανδάλια διακοσμημένα με χρυσά ανθέμια και άλλα στολίδια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται για συνθ. λ. με α' συνθετικό την [[πρόθεση]] [[περί]] (<b>πρβλ.</b> <i>περισκελίδες</i>). Αμφίβολη όμως παραμένει η [[προέλευση]] του β' συνθετικού, που θυμίζει τον τ. [[βᾶρις]] «[[είδος]] αιγυπτιακού πλοίου»]. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{ls | ||
| | |lstext='''περιβᾱρίδες''': -αἱ, ([[βᾶρις]]) ὑποδημάτων [[εἶδος]], [[κυρίως]] γυναικείων Ἀριστοφ. Λυσ. 45, Θεόπομπ. Κωμικ. ἐν «Σειρῆσιν» 3, Κηφισόδ. ἐν «Τροφωνίῳ»· ― οὕτω περίβᾱρα, τά, Πολυδ. Ζϳ, 94, Ἡσύχ., Φώτ. | ||
}} | |||
{{etym | |||
|etymtx=Grammatical information: f. pl.<br />Meaning: [[kind of womens shoes]] (Com.).<br />Other forms: also [[περίβαρα]] n. pl. <b class="b2">id.</b> (Poll., H., Phot.).<br />Origin: XX [etym. unknown]<br />Etymology: Formation like [[περισκελίδες]] [[foot-clasps]], [[-rings]], but further unclear foreign word. Comically after [[βᾶρις]] Egypt. name of a ship ? Illyrian hypothesis, to ne rejected, by v. Blumenthal Hesychst. 5 A. 1. | |||
}} | |||
{{FriskDe | |||
|ftr='''περιβαρίδες''': {peribārídes}<br />'''Forms''': auch [[περίβαρα]] n. pl. ib. (Poll., H., Phot.).<br />'''Grammar''': f. pl.<br />'''Meaning''': [[Art Frauenschuhe]] (Kom.);<br />'''Etymology''': Bildung wie περισκελίδες ‘Fuß-spangen, -ringe’, aber sonst dunkles Fremdwort. Scherzhaft nach [[βᾶρις]] ägypt. Ben. eines Nachens ? Abzulehnende illyrische Hypothese bei v. Blumenthal Hesychst. 5 A. 1.<br />'''Page''' 2,513 | |||
}} | |||
{{WoodhouseReversedUncategorized | |||
|woodrun=[[woman's shoes]] | |||
}} | }} |
Latest revision as of 22:10, 21 March 2024
English (LSJ)
αἱ, (βᾶρις) a sort of women's shoes, Ar.Lys.45, Theopomp.Com.52, Cephisod.4:—also περίβαρα, τά, Poll.7.94, Hsch., Phot.
German (Pape)
[Seite 570] αἱ, eine Art Frauenschuhe; Ar. Lys. 45. 47; Poll. 7, 87 aus Cephisodor.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
περιβᾱρίδες -ων, αἱ [περί, βαρύς] peribarides (een soort damesschoenen).
Russian (Dvoretsky)
περιβᾱρίδες: ίδων (ῐ) αἱ (женские) башмаки Arph.
Greek Monolingual
αἱ, Α
είδος γυναικείων υποδημάτων, λεπτοσχιδή σανδάλια διακοσμημένα με χρυσά ανθέμια και άλλα στολίδια.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για συνθ. λ. με α' συνθετικό την πρόθεση περί (πρβλ. περισκελίδες). Αμφίβολη όμως παραμένει η προέλευση του β' συνθετικού, που θυμίζει τον τ. βᾶρις «είδος αιγυπτιακού πλοίου»].
Greek (Liddell-Scott)
περιβᾱρίδες: -αἱ, (βᾶρις) ὑποδημάτων εἶδος, κυρίως γυναικείων Ἀριστοφ. Λυσ. 45, Θεόπομπ. Κωμικ. ἐν «Σειρῆσιν» 3, Κηφισόδ. ἐν «Τροφωνίῳ»· ― οὕτω περίβᾱρα, τά, Πολυδ. Ζϳ, 94, Ἡσύχ., Φώτ.
Frisk Etymological English
Grammatical information: f. pl.
Meaning: kind of womens shoes (Com.).
Other forms: also περίβαρα n. pl. id. (Poll., H., Phot.).
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Formation like περισκελίδες foot-clasps, -rings, but further unclear foreign word. Comically after βᾶρις Egypt. name of a ship ? Illyrian hypothesis, to ne rejected, by v. Blumenthal Hesychst. 5 A. 1.
Frisk Etymology German
περιβαρίδες: {peribārídes}
Forms: auch περίβαρα n. pl. ib. (Poll., H., Phot.).
Grammar: f. pl.
Meaning: Art Frauenschuhe (Kom.);
Etymology: Bildung wie περισκελίδες ‘Fuß-spangen, -ringe’, aber sonst dunkles Fremdwort. Scherzhaft nach βᾶρις ägypt. Ben. eines Nachens ? Abzulehnende illyrische Hypothese bei v. Blumenthal Hesychst. 5 A. 1.
Page 2,513