θαλαμιός: Difference between revisions
κρεῖττον τὸ μὴ ζῆν ἐστιν ἢ ζῆν ἀθλίως → death is better than a life of misery, it is better not to live at all than to live in misery
m (Text replacement - "(sc. " to "(''sc.'' ") |
|||
(2 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=thalamios | |Transliteration C=thalamios | ||
|Beta Code=qalamio/s | |Beta Code=qalamio/s | ||
|Definition=ά, όν (oxyt., | |Definition=ά, όν (oxyt., Arc.40.13),<br><span class="bld">A</span> of or belonging to the [[θάλαμος]]: an Subst.,<br><span class="bld">I</span> [[θαλαμιός]], ὁ, = [[θαλαμίτης]], Th.4.32 (gen. pl., perhaps fr. [[θαλαμίας]]), [[Sophocles|S.]]''[[Fragments|Fr.]]''1052 (dub.).<br><span class="bld">II</span> [[θαλαμιά]], Ion. -ιή (''[[sc.]]'' [[κώπη]]), ἡ, the [[oar]] of the [[θαλαμίτης]], [[Aristophanes|Ar.]]''[[Acharnians|Ach.]]''553 (pl.): pl., ''IG''22.1604.55.<br><span class="bld">2</span> (''[[sc.]]'' [[ὀπή]]) [[the hole in the ship's side]], [[through which this oar worked]], <b class="b3">διὰ θαλαμιῆς διελεῖν τινα</b> to place a man so that his upper half projected through [[this hole]], [[Herodotus|Hdt.]]5.33: metaph., Ar.''Pax''1232. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Latest revision as of 09:45, 23 March 2024
English (LSJ)
ά, όν (oxyt., Arc.40.13),
A of or belonging to the θάλαμος: an Subst.,
I θαλαμιός, ὁ, = θαλαμίτης, Th.4.32 (gen. pl., perhaps fr. θαλαμίας), S.Fr.1052 (dub.).
II θαλαμιά, Ion. -ιή (sc. κώπη), ἡ, the oar of the θαλαμίτης, Ar.Ach.553 (pl.): pl., IG22.1604.55.
2 (sc. ὀπή) the hole in the ship's side, through which this oar worked, διὰ θαλαμιῆς διελεῖν τινα to place a man so that his upper half projected through this hole, Hdt.5.33: metaph., Ar.Pax1232.
Greek Monolingual
θαλαμιός, -ά, -όν, ιων. θηλ. θαλαμιή (Α) θάλαμος
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον θάλαμο, ο θαλαμικός
2. το αρσ. ως ουσ. ό θαλαμιός
ο θαλαμίτης
3. το θηλ. ως ουσ. ή θαλάμια
α) (ενν. κώπη) το κουπί του θαλαμίτη
β) (ενν. οπή) η οπή από την οποία εξέρχεται το κουπί του θαλαμίτη.
Greek Monotonic
θᾰλᾰμιός: -ά, -όν, αυτός που ανήκει ή χαρακτηρίζει τον θάλαμον· ως ουσ.,
I. θαλαμιός, ὁ = θαλαμίτης, σε Θουκ.
II. 1. θαλαμία, Ιων. -ιή (λημ. κώπη), ἡ, το κουπί του θαλαμίτου, σε Αριστοφ.
2. (λημ. ὀπὴ) η τρύπα στα πλευρά του πλοίου, από την οποία έβγαιναν και λειτουργούσαν τα κουπιά· διὰ θαλαμιῆς διελεῖν τινα, τοποθετώ κάποιον έτσι ώστε το πάνω μισό του σώματός του να προεξέχει από αυτή τη τρύπα, σε Ηρόδ.
Middle Liddell
θᾰλᾰμιός, ή, όν
of or belonging to the θάλαμος:—as substantive,
I. θαλαμιός, ὁ, = θαλαμίτης, Thuc.
II. θαλαμία, ionic -ιή (sub. κώπἠ, the oar of the θαλαμίτης, Ar.
2. (sub. ὀπή) the hole in the ship's side, through which this oar worked, διὰ θαλαμιῆς διελεῖν τινα to place a man so that his upper half projected through this hole, Hdt.