ἀκτίτης: Difference between revisions

From LSJ

Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε θηρίον θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god

Aristotle, Politics, 1253a25
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "S.''Fr.''" to "S.''Fr.''")
 
(5 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=aktitis
|Transliteration C=aktitis
|Beta Code=a)kti/ths
|Beta Code=a)kti/ths
|Definition=[ῑ], ου, ὁ, (ἀκτή α) <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[dweller on the coast]], AP6.304 (Phan.). </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> [[ἀκτίτης λίθος]] [[stone from the Piraeus]] (cf. [[ἀκτή]] (A) <span class="bibl">1.2</span>), <span class="title">IG</span>2.1054.16, al.; [[from the Argolid]], <span class="bibl">S.<span class="title">Fr.</span>68</span>.</span>
|Definition=[ῑ], ου, ὁ, ([[ἀκτή]] α)<br><span class="bld">A</span> [[dweller on the coast]], AP6.304 (Phan.).<br><span class="bld">II</span> [[ἀκτίτης λίθος]] [[stone from the Piraeus]] (cf. [[ἀκτή]] (A) 1.2), ''IG''2.1054.16, al.; [[from the Argolid]], [[Sophocles|S.]]''[[Fragments|Fr.]]''68.
}}
}}
{{DGE
{{DGE
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0086.png Seite 86]] ὁ, am Meeresgestade, [[λίθος]] Soph. frg. 72; [[καλαμευτής]] Phani. 7 (VI, 304).
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0086.png Seite 86]] ὁ, am Meeresgestade, [[λίθος]] Soph. frg. 72; [[καλαμευτής]] Phani. 7 (VI, 304).
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />[[habitant du littoral]].<br />'''Étymologie:''' [[ἀκτή]]².
}}
{{elnl
|elnltext=[[ἀκτίτης]] -ου, ὁ [[ἀκτή]] [[kustbewoner]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀκτίτης:''' ου (ῑ) adj. m [[ἀκτή]] II] прибрежный, береговой ([[λίθος]] Soph.; [[καλαμευτής]] Anth.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀκτίτης''': [ῑ], -ου, ὁ, (ἀκτή), ὁ κατοικῶν εἰς τὴν παραλίαν, Ἀνθ. Π. 6. 304. ΙΙ. ἀκτ. [[λίθος]], [[λίθος]] ἐξ Ἀττικῆς (πρβλ. [[ἀκτὴ]] (Λ) Ι. 2.), δηλ. [[μάρμαρον]] ἐκ τοῦ Πεντελικοῦ, Σοφ. Ἀποσπ. 72, Ὑπερείδ. παρ’ Ἁρποκρ. ἐν λ. ἀκτή.
|lstext='''ἀκτίτης''': [ῑ], -ου, ὁ, (ἀκτή), ὁ κατοικῶν εἰς τὴν παραλίαν, Ἀνθ. Π. 6. 304. ΙΙ. ἀκτ. [[λίθος]], [[λίθος]] ἐξ Ἀττικῆς (πρβλ. [[ἀκτὴ]] (Λ) Ι. 2.), δηλ. [[μάρμαρον]] ἐκ τοῦ Πεντελικοῦ, Σοφ. Ἀποσπ. 72, Ὑπερείδ. παρ’ Ἁρποκρ. ἐν λ. ἀκτή.
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />habitant du littoral.<br />'''Étymologie:''' [[ἀκτή]]².
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 27: Line 33:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀκτίτης:''' [ῑ], -ου, ὁ ([[ἀκτή]]), [[κάτοικος]] της παραλίας, σε Ανθ.
|lsmtext='''ἀκτίτης:''' [ῑ], -ου, ὁ ([[ἀκτή]]), [[κάτοικος]] της παραλίας, σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀκτίτης:''' ου (ῑ) adj. m [[ἀκτή]] II] прибрежный, береговой ([[λίθος]] Soph.; [[καλαμευτής]] Anth.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ἀκτή]]<br />a [[dweller]] on the [[coast]], Anth.
|mdlsjtxt=[[ἀκτή]]<br />a [[dweller]] on the [[coast]], Anth.
}}
{{elnl
|elnltext=[[ἀκτίτης]] -ου, ὁ [[ἀκτή]] kustbewoner.
}}
}}

Latest revision as of 09:55, 23 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκτίτης Medium diacritics: ἀκτίτης Low diacritics: ακτίτης Capitals: ΑΚΤΙΤΗΣ
Transliteration A: aktítēs Transliteration B: aktitēs Transliteration C: aktitis Beta Code: a)kti/ths

English (LSJ)

[ῑ], ου, ὁ, (ἀκτή α)
A dweller on the coast, AP6.304 (Phan.).
II ἀκτίτης λίθος stone from the Piraeus (cf. ἀκτή (A) 1.2), IG2.1054.16, al.; from the Argolid, S.Fr.68.

Spanish (DGE)

-ου
• Prosodia: [-ῑ-]
1 habitante de la costa ἀκτῖτ' ὦ καλαμευτά ¡eh tú! pescador de la costa, AP 6.304 (Phan.).
2 ἀ. λίθος piedra de la Costa, e.e., procedente del Pireo IG 22.1668.16, 1661.20 (ambas IV a.C.), o de Argólide, S.Fr.65, cf. Ἀκτή I 1 y Ἀκτή I 3.

German (Pape)

[Seite 86] ὁ, am Meeresgestade, λίθος Soph. frg. 72; καλαμευτής Phani. 7 (VI, 304).

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
habitant du littoral.
Étymologie: ἀκτή².

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ἀκτίτης -ου, ὁ ἀκτή kustbewoner.

Russian (Dvoretsky)

ἀκτίτης: ου (ῑ) adj. m ἀκτή II] прибрежный, береговой (λίθος Soph.; καλαμευτής Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀκτίτης: [ῑ], -ου, ὁ, (ἀκτή), ὁ κατοικῶν εἰς τὴν παραλίαν, Ἀνθ. Π. 6. 304. ΙΙ. ἀκτ. λίθος, λίθος ἐξ Ἀττικῆς (πρβλ. ἀκτὴ (Λ) Ι. 2.), δηλ. μάρμαρον ἐκ τοῦ Πεντελικοῦ, Σοφ. Ἀποσπ. 72, Ὑπερείδ. παρ’ Ἁρποκρ. ἐν λ. ἀκτή.

Greek Monolingual

ἀκτίτης, ο (Α)
1. κάτοικος της ακτής, της παραλίας
2. φρ. «ἀκτίτης λίθος» — λίθος από τον Πειραιά ή την Αργολίδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκτή (Ι)
τόσο ο Πειραιάς όσο και η περιοχή της Αργολίδας ονομάζονταν γενικότερα ἀκτή, απ’ όπου και η ονομασία του λίθου].

Greek Monotonic

ἀκτίτης: [ῑ], -ου, ὁ (ἀκτή), κάτοικος της παραλίας, σε Ανθ.

Middle Liddell

ἀκτή
a dweller on the coast, Anth.