εὔπλαστος: Difference between revisions
διὸ δὴ πᾶς ἀνὴρ σπουδαῖος τῶν ὄντων σπουδαίων πέρι πολλοῦ δεῖ μὴ γράψας ποτὲ ἐν ἀνθρώποις εἰς φθόνον καὶ ἀπορίαν καταβαλεῖ → And this is the reason why every serious man in dealing with really serious subjects carefully avoids writing, lest thereby he may possibly cast them as a prey to the envy and stupidity of the public | Therefore every man of worth, when dealing with matters of worth, will be far from exposing them to ill feeling and misunderstanding among men by committing them to writing
m (LSJ1 replacement) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=eyplastos | |Transliteration C=eyplastos | ||
|Beta Code=eu)/plastos | |Beta Code=eu)/plastos | ||
|Definition=εὔπλαστον,<br><span class="bld">A</span> [[easy to mould]] or [[put into shape]], of a broken nose, Hp.''Art.''39 (Sup.); <b class="b3">φύσει ποὺς εὔ.</b> Aristaenet.1.12.<br><span class="bld">2</span> [[easy to mould]], [[ductile]], εὐπλαστότερον κηροῦ [[Plato|Pl.]]''[[Republic|R.]]'' 588d, cf. Ael.''NA''17.9, Dsc.4.75; [[φύσις]] (of sea-water) Arist.''GA''761a34 (Comp.); ἦθος Pl.''Lg.''666c (Comp.); of men, [[impressionable]], Arist.''Po.''1455a33. | |Definition=εὔπλαστον,<br><span class="bld">A</span> [[easy to mould]] or [[put into shape]], of a broken nose, Hp.''Art.''39 (Sup.); <b class="b3">φύσει ποὺς εὔ.</b> Aristaenet.1.12.<br><span class="bld">2</span> [[easy to mould]], [[ductile]], εὐπλαστότερον κηροῦ [[Plato|Pl.]]''[[Republic|R.]]'' 588d, cf. Ael.''NA''17.9, Dsc.4.75; [[φύσις]] (of sea-water) Arist.''GA''761a34 (Comp.); ἦθος [[Plato|Pl.]]''[[Leges|Lg.]]''666c (Comp.); of men, [[impressionable]], Arist.''Po.''1455a33. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 13:10, 23 March 2024
English (LSJ)
εὔπλαστον,
A easy to mould or put into shape, of a broken nose, Hp.Art.39 (Sup.); φύσει ποὺς εὔ. Aristaenet.1.12.
2 easy to mould, ductile, εὐπλαστότερον κηροῦ Pl.R. 588d, cf. Ael.NA17.9, Dsc.4.75; φύσις (of sea-water) Arist.GA761a34 (Comp.); ἦθος Pl.Lg.666c (Comp.); of men, impressionable, Arist.Po.1455a33.
German (Pape)
[Seite 1088] 1) gut, leicht zu bilden, zu formen, λόγος κηρο ῦ εὐπλαστότερον Plat. Rep. IX, 588, d; vgl. Ael. H. A. 17, 9; so ἦθος Plat. Legg Il, 666 c; Sp., wie Plut. – 2) gut gebildet, gut erdacht, Arist. poet. 17. – Aber φύσις εὐπλαστοτέρα ist akt., leichter bildend, Arist. gen. an. 3, 11.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
facile à façonner;
Cp. εὐπλαστότερος.
Étymologie: εὖ, πλαστός.
Russian (Dvoretsky)
εὔπλαστος:
1 весьма гибкий, очень податливый (κηρός, перен. ἦθος Plat.; νεότης Plut.);
2 способный к творчеству, творческий (οἱ εὐφυεῖς Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
εὔπλαστος: -ον, εὐκόλως πλαττόμενος, τιθέμενος εἰς καλὴν κατάστασιν, ἐπὶ τεθλασμένης ῥινός, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 804. 2) εὐκόλως πλαττόμενος ἢ λαμβάνων σχῆμά τι, ἐπὶ κηροῦ, Πλάτ. Πολ. 588D· εὐκόλως μορφούμενος, ἦθος ὁ αὐτὸς ἐν Νόμ. 666C· ἐπὶ ἀνθρώπων, Ἀριστ. Ποιητ. 17. 4. ΙΙ. εὐκόλως ἢ καλῶς πλάττουσα, δίδουσα σχῆμα καὶ μορφήν, φύσις ὁ αὐτ. π. Ζ. Γεν. 3. 11, 6.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α εὔπλαστος, -ον)
1. (για κερί ή ύλη που μαλάσσεται, αναλύεται ή πήζει) ευκολόπλαστος
2. (για ανθρώπους) καλλίσωμος, καλοφτιαγμένος, συμμετρικός
3. (για λόγο) αυτός που διαμορφώνεται εύκολα, που έχει ευστροφία στην έκφραση
1. (με ενεργ. σημ.) αυτός που εύκολα πλάθει, που δίνει μορφή
2. (με παθ. σημ.) αυτός που πλάθεται εύκολα, που παίρνει εύκολα σχήμα
3. αυτός που τίθεται σε καλή κατάσταση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + πλαστός (< πλάθω)].