ὑπερπλούσιος: Difference between revisions

From LSJ

τὸ ἐγδοχῖον τοῦ ὕδατος καὶ τὰ ἐν τῆι πόλει ὑδραγώγια → the water reservoir and the conduits in the city (or on the acropolis)

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
mNo edit summary
 
(6 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=yperploysios
|Transliteration C=yperploysios
|Beta Code=u(perplou/sios
|Beta Code=u(perplou/sios
|Definition=ον, <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[over-wealthy]], <span class="bibl">Arist.<span class="title">Pol.</span>1295b7</span>.</span>
|Definition=ὑπερπλούσιον, [[over-wealthy]], Arist.''Pol.''1295b7.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1201.png Seite 1201]] übermäßig reich, Arist. pol. 4, 11.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1201.png Seite 1201]] übermäßig reich, Arist. pol. 4, 11.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />excessivement <i>ou</i> extrêmement riche.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπέρ]], [[πλούσιος]].
}}
{{elru
|elrutext='''ὑπερπλούσιος:''' [[чрезвычайно богатый]] Arst.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ὑπερπλούσιος''': -ον, [[ὑπερβαλλόντως]] [[πλούσιος]], Ἀριστ. Πολιτικ. 4. 11, 5.
|lstext='''ὑπερπλούσιος''': -ον, [[ὑπερβαλλόντως]] [[πλούσιος]], Ἀριστ. Πολιτικ. 4. 11, 5.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />excessivement <i>ou</i> extrêmement riche.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπέρ]], [[πλούσιος]].
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὑπερπλούσιος:''' -ον, [[πάρα]] [[πολύ]] [[πλούσιος]], [[βαθύπλουτος]], σε Αριστ.
|lsmtext='''ὑπερπλούσιος:''' -ον, [[πάρα]] [[πολύ]] [[πλούσιος]], [[βαθύπλουτος]], σε Αριστ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὑπερπλούσιος:''' чрезвычайно богатый Arst.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=ὑπερ-[[πλούσιος]], ον,<br />[[over]]-[[wealthy]], [[exceeding]] [[rich]], Arist.
|mdlsjtxt=ὑπερ-[[πλούσιος]], ον,<br />[[over]]-[[wealthy]], [[exceeding]] [[rich]], Arist.
}}
{{trml
|trtx====[[filthy rich]]===
Afrikaans: stinkryk, skatryk; Dutch: [[steenrijk]], [[stinkend rijk]]; English: [[exceeding rich]], [[exceedingly rich]], [[extremely rich]], [[filthy rich]], [[immensely rich]], [[superrich]], [[ultrarich]], [[very wealthy]]; Finnish: upporikas, äveriäs; French: [[pété de thunes]], [[plein aux as]]; German: [[stinkreich]], [[steinreich]]; Greek: [[απειρόπλουτος]], [[βαθυκτήμων]], [[βγάζει ένα κάρο λεφτά]], [[βγάζει ένα σκασμό λεφτά]], [[βγάζει ένα σωρό λεφτά]], [[βγάζει λεφτά με το τσουβάλι]], [[βγάζει πολύ χρήμα]], [[βγάζει τρελά λεφτά]], [[βγάζει χοντρά λεφτά]], [[βγάζει χοντρό χρήμα]], [[βουτηγμένος στα λεφτά]], [[βουτηγμένος στο χρυσάφι]], [[δεν ξέρει τι έχει]], [[εκατομμυριούχος]], [[έχει λεφτά να φαν' κι οι κότες]], [[ζάμπλουτος]], [[ζάπλουτος]], [[ζει μες στη χλιδή]], [[κονομάει χοντρά]], [[κροίσος]], [[λεφτάς]], [[μυριόπλουτος]], [[πάμπλουτος]], [[πλουσιότατος]], [[πολυεκατομμυριούχος]], [[πολυχρήματος]], [[του τρέχουν απ' τα μπατζάκια]], [[τρώει με χρυσά κουτάλια]], [[υπέρπλουτος]], [[φραγκάτος]], [[χεσμένος στο τάλιρο]], [[χλιδάτος]]; Ancient Greek: [[βαθύκληρος]], [[βαθυπλούσιος]], [[βαθύπλουτος]], [[βαρύπλουτος]], [[εὐηφενής]], [[εὐπίων]], [[ζάπλουτος]], [[καταπίμελος]], [[λακκόπλουτος]], [[μεγαλοπλούσιος]], [[μεγαλόπλουτος]], [[μέγας]], [[παμπλούσιος]], [[πάμπλουτος]], [[περιπλούσιος]], [[πολύκληρος]], [[πολυκτέανος]], [[πολυκτήματος]], [[πολυκτήμων]], [[πολυπάμων]], [[πολύφορτος]], [[πολυχρηματίας]], [[πολυχρήματος]], [[ὑπερπλούσιος]], [[ὑπερχρήματος]], [[χρυσόνομος]]; Hungarian: dúsgazdag; Icelandic: moldríkur; Irish: lofa le hairgead; Polish: obrzydliwie bogaty; Portuguese: [[podre de rico]]; Russian: [[неприлично богатый]]; Spanish: [[asquerosamente rico]], [[forrado de dinero]], [[podrido en plata]]; Swedish: snuskigt rik, stenrik, rik som ett troll; Thai: รวยสกปรก
}}
}}

Latest revision as of 13:20, 23 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπερπλούσιος Medium diacritics: ὑπερπλούσιος Low diacritics: υπερπλούσιος Capitals: ΥΠΕΡΠΛΟΥΣΙΟΣ
Transliteration A: hyperploúsios Transliteration B: hyperplousios Transliteration C: yperploysios Beta Code: u(perplou/sios

English (LSJ)

ὑπερπλούσιον, over-wealthy, Arist.Pol.1295b7.

German (Pape)

[Seite 1201] übermäßig reich, Arist. pol. 4, 11.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
excessivement ou extrêmement riche.
Étymologie: ὑπέρ, πλούσιος.

Russian (Dvoretsky)

ὑπερπλούσιος: чрезвычайно богатый Arst.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπερπλούσιος: -ον, ὑπερβαλλόντως πλούσιος, Ἀριστ. Πολιτικ. 4. 11, 5.

Greek Monolingual

-ον, Α πλούσιος
βαθύπλουτος, ζάπλουτος.

Greek Monotonic

ὑπερπλούσιος: -ον, πάρα πολύ πλούσιος, βαθύπλουτος, σε Αριστ.

Middle Liddell

ὑπερ-πλούσιος, ον,
over-wealthy, exceeding rich, Arist.

Translations

filthy rich

Afrikaans: stinkryk, skatryk; Dutch: steenrijk, stinkend rijk; English: exceeding rich, exceedingly rich, extremely rich, filthy rich, immensely rich, superrich, ultrarich, very wealthy; Finnish: upporikas, äveriäs; French: pété de thunes, plein aux as; German: stinkreich, steinreich; Greek: απειρόπλουτος, βαθυκτήμων, βγάζει ένα κάρο λεφτά, βγάζει ένα σκασμό λεφτά, βγάζει ένα σωρό λεφτά, βγάζει λεφτά με το τσουβάλι, βγάζει πολύ χρήμα, βγάζει τρελά λεφτά, βγάζει χοντρά λεφτά, βγάζει χοντρό χρήμα, βουτηγμένος στα λεφτά, βουτηγμένος στο χρυσάφι, δεν ξέρει τι έχει, εκατομμυριούχος, έχει λεφτά να φαν' κι οι κότες, ζάμπλουτος, ζάπλουτος, ζει μες στη χλιδή, κονομάει χοντρά, κροίσος, λεφτάς, μυριόπλουτος, πάμπλουτος, πλουσιότατος, πολυεκατομμυριούχος, πολυχρήματος, του τρέχουν απ' τα μπατζάκια, τρώει με χρυσά κουτάλια, υπέρπλουτος, φραγκάτος, χεσμένος στο τάλιρο, χλιδάτος; Ancient Greek: βαθύκληρος, βαθυπλούσιος, βαθύπλουτος, βαρύπλουτος, εὐηφενής, εὐπίων, ζάπλουτος, καταπίμελος, λακκόπλουτος, μεγαλοπλούσιος, μεγαλόπλουτος, μέγας, παμπλούσιος, πάμπλουτος, περιπλούσιος, πολύκληρος, πολυκτέανος, πολυκτήματος, πολυκτήμων, πολυπάμων, πολύφορτος, πολυχρηματίας, πολυχρήματος, ὑπερπλούσιος, ὑπερχρήματος, χρυσόνομος; Hungarian: dúsgazdag; Icelandic: moldríkur; Irish: lofa le hairgead; Polish: obrzydliwie bogaty; Portuguese: podre de rico; Russian: неприлично богатый; Spanish: asquerosamente rico, forrado de dinero, podrido en plata; Swedish: snuskigt rik, stenrik, rik som ett troll; Thai: รวยสกปรก