γύναιος: Difference between revisions
ἢν μή τις ὥσπερ σφηκιὰν βλίττῃ με κἀρεθίζῃ → may no one squeeze me and tease me like a wasp | may no one smoke me and tease me like a wasp | but if anyone annoys me and rifles my nest, they'll find a wasp inside | still if you wake a wasps' nest then of wasps you must beware
m (Text replacement - "D.S." to "D.S.") |
|||
(10 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{LSJ1 | {{LSJ1 | ||
|Full diacritics= | |Full diacritics=γῠ́ναιος | ||
|Medium diacritics=γύναιος | |Medium diacritics=γύναιος | ||
|Low diacritics=γύναιος | |Low diacritics=γύναιος | ||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=gynaios | |Transliteration C=gynaios | ||
|Beta Code=gu/naios | |Beta Code=gu/naios | ||
|Definition=[ῠ], α, ον, < | |Definition=[ῠ], α, ον,<br><span class="bld">A</span> = [[γυναικεῖος]], [[γύναια δῶρα]] = [[presents made to a woman]], Od.11.521.15.247; φυὴ [[γυναίη]] Mosch.2.45.<br><span class="bld">II</span> Subst. [[γύναιον]], τό, [[little woman]], [[term of endearment]] for a [[wife]], Ar.''V.''610, ''Th.''792: more freq. in a contemptuous sense, [[weak woman]], And.1.130, etc.; γυναίου πρᾶγυ' ἐποίει D.25.57, cf. [[Aristotle|Arist.]]''[[Nicomachean Ethics|EN]]''1171b10: but simply, = [[γυνή]], Aen.Tact.2.6, [[Diodorus Siculus|D.S.]]17.24, J.''AJ''1.12.4, al., Ph.1.99, al., Plu. ''Pel.''9. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-α, -ον<br /><b class="num">• Alolema(s):</b> jón. fem. -ίη Mosch.2.45<br /><b class="num">• Prosodia:</b> [-ῠ-]<br />[[de mujer]], [[mujeril]], [[femenino]] γυναίων [[εἵνεκα]] δώρων por causa de los regalos hechos a una mujer</i>, <i>Od</i>.11.521, 15.247, γυναίων [[εἵνεκα]] φίλτρων por la seducción de una mujer</i> Orph.<i>A</i>.673, ἱμάτιον Iambl.<i>VP</i> 124, Ἰὼ ... φυὴν δ' οὐκ εἶχε γυναίην Mosch.l.c., cf. <i>PSI</i> 944.9 (IV d.C.), Hsch.<br /><b class="num">• Diccionario Micénico:</b> <i>ku-na-ja</i>. | |||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0511.png Seite 511]] = [[γυναικεῖος]], weiblich; Hom. zweimal, γυναίων [[εἵνεκα]] δώρων Versende Odyss. 11, 521. 15, 247, Weibergeschenke, ob Geschenke an ein Weib, oder von einem Weibe, oder in Bezug auf ein Weib ist aus den Stellen nicht deutlich, vgl. Scholl. und Apollon. Lex. Homer. p. 55, 31. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0511.png Seite 511]] = [[γυναικεῖος]], weiblich; Hom. zweimal, γυναίων [[εἵνεκα]] δώρων Versende Odyss. 11, 521. 15, 247, Weibergeschenke, ob Geschenke an ein Weib, oder von einem Weibe, oder in Bezug auf ein Weib ist aus den Stellen nicht deutlich, vgl. Scholl. und Apollon. Lex. Homer. p. 55, 31. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=α, ον :<br />qui concerne une femme : γύναια δῶρα OD présents faits à une femme.<br />'''Étymologie:''' [[γυνή]]. | |||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=γύναιος -α -ον [γυνή] [[vrouwen-]]:. [[γύναια δῶρα]] = [[geschenken voor een vrouw]] Od. 11.521. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''γύναιος:''' Hom. = [[γυναικεῖος]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''γύναιος''': -α, -ον,= [[γυναικεῖος]], γύναια δῶρα, δῶρα παρεχόμενα εἰς γυναῖκα, Ὀδ. Λ. 531, Ο. 247. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., γύναιον, τό, «γυναικοῦλα», [[λέξις]] ἀγάπης καὶ στοργῆς ἀποτεινομένη πρὸς σύζυγον, Ἀριστοφ. Σφηξ. 610, Θεσμ. 792·― [[συχνάκις]] μετὰ περιφρονητικῆς σημασίας, [[ἀδύνατος]] [[γυνή]], Ἀνδοκ. 17. 9, Δημ. 787. 25, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 9. 11, 4·― ἀλλ’ οὐχὶ ἀληθὲς ὑποκοριστ., Λοβ. Παραλ. 305, πρβλ. Διόδ. 17. 24, Πλούτ. Πελοπ. 9. | |lstext='''γύναιος''': -α, -ον,= [[γυναικεῖος]], γύναια δῶρα, δῶρα παρεχόμενα εἰς γυναῖκα, Ὀδ. Λ. 531, Ο. 247. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., γύναιον, τό, «γυναικοῦλα», [[λέξις]] ἀγάπης καὶ στοργῆς ἀποτεινομένη πρὸς σύζυγον, Ἀριστοφ. Σφηξ. 610, Θεσμ. 792·― [[συχνάκις]] μετὰ περιφρονητικῆς σημασίας, [[ἀδύνατος]] [[γυνή]], Ἀνδοκ. 17. 9, Δημ. 787. 25, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 9. 11, 4·― ἀλλ’ οὐχὶ ἀληθὲς ὑποκοριστ., Λοβ. Παραλ. 305, πρβλ. Διόδ. 17. 24, Πλούτ. Πελοπ. 9. | ||
}} | }} | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth | ||
|auten== [[γυναικεῖος]], δῶρα, Od. 11.521 and Od. 15.247. | |auten== [[γυναικεῖος]], δῶρα, Od. 11.521 and Od. 15.247. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
Line 30: | Line 36: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''γύναιος:''' [ῠ], -α, -ον = [[γυναικεῖος]]·<br /><b class="num">I.</b> <i>γύναια δῶρα</i>, τα δώρα που προσφέρονται σε μια [[γυναίκα]], σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">II.</b> ως ουσ., [[γύναιον]], <i>τό</i>, μικρή [[γυναίκα]], [[γυναικούλα]], ως [[χαρακτηρισμός]] αγάπης και τρυφερότητας απευθυνόμενος στη σύζυγο, σε Αριστοφ.· με υποτιμητική, περιφρονητική [[σημασία]], αδύναμη [[γυναίκα]], [[γυναικούλα]], σε Δημ. κ.λπ. | |lsmtext='''γύναιος:''' [ῠ], -α, -ον = [[γυναικεῖος]]·<br /><b class="num">I.</b> <i>γύναια δῶρα</i>, τα δώρα που προσφέρονται σε μια [[γυναίκα]], σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">II.</b> ως ουσ., [[γύναιον]], <i>τό</i>, μικρή [[γυναίκα]], [[γυναικούλα]], ως [[χαρακτηρισμός]] αγάπης και τρυφερότητας απευθυνόμενος στη σύζυγο, σε Αριστοφ.· με υποτιμητική, περιφρονητική [[σημασία]], αδύναμη [[γυναίκα]], [[γυναικούλα]], σε Δημ. κ.λπ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt== [[γυναικεῖος]]<br /><b class="num">I.</b> γύναια δῶρα presents made to a [[woman]], Od.<br /><b class="num">II.</b> as | |mdlsjtxt== [[γυναικεῖος]]<br /><b class="num">I.</b> γύναια δῶρα presents made to a [[woman]], Od.<br /><b class="num">II.</b> as [[substantive]], [[little]] [[woman]], wifey, as a [[term]] of endearment, Ar.:— in a [[contemptuous]] [[sense]], a [[weak]] [[woman]], Dem., etc. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 07:15, 27 March 2024
English (LSJ)
[ῠ], α, ον,
A = γυναικεῖος, γύναια δῶρα = presents made to a woman, Od.11.521.15.247; φυὴ γυναίη Mosch.2.45.
II Subst. γύναιον, τό, little woman, term of endearment for a wife, Ar.V.610, Th.792: more freq. in a contemptuous sense, weak woman, And.1.130, etc.; γυναίου πρᾶγυ' ἐποίει D.25.57, cf. Arist.EN1171b10: but simply, = γυνή, Aen.Tact.2.6, D.S.17.24, J.AJ1.12.4, al., Ph.1.99, al., Plu. Pel.9.
Spanish (DGE)
-α, -ον
• Alolema(s): jón. fem. -ίη Mosch.2.45
• Prosodia: [-ῠ-]
de mujer, mujeril, femenino γυναίων εἵνεκα δώρων por causa de los regalos hechos a una mujer, Od.11.521, 15.247, γυναίων εἵνεκα φίλτρων por la seducción de una mujer Orph.A.673, ἱμάτιον Iambl.VP 124, Ἰὼ ... φυὴν δ' οὐκ εἶχε γυναίην Mosch.l.c., cf. PSI 944.9 (IV d.C.), Hsch.
• Diccionario Micénico: ku-na-ja.
German (Pape)
[Seite 511] = γυναικεῖος, weiblich; Hom. zweimal, γυναίων εἵνεκα δώρων Versende Odyss. 11, 521. 15, 247, Weibergeschenke, ob Geschenke an ein Weib, oder von einem Weibe, oder in Bezug auf ein Weib ist aus den Stellen nicht deutlich, vgl. Scholl. und Apollon. Lex. Homer. p. 55, 31.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
qui concerne une femme : γύναια δῶρα OD présents faits à une femme.
Étymologie: γυνή.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
γύναιος -α -ον [γυνή] vrouwen-:. γύναια δῶρα = geschenken voor een vrouw Od. 11.521.
Russian (Dvoretsky)
γύναιος: Hom. = γυναικεῖος.
Greek (Liddell-Scott)
γύναιος: -α, -ον,= γυναικεῖος, γύναια δῶρα, δῶρα παρεχόμενα εἰς γυναῖκα, Ὀδ. Λ. 531, Ο. 247. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., γύναιον, τό, «γυναικοῦλα», λέξις ἀγάπης καὶ στοργῆς ἀποτεινομένη πρὸς σύζυγον, Ἀριστοφ. Σφηξ. 610, Θεσμ. 792·― συχνάκις μετὰ περιφρονητικῆς σημασίας, ἀδύνατος γυνή, Ἀνδοκ. 17. 9, Δημ. 787. 25, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 9. 11, 4·― ἀλλ’ οὐχὶ ἀληθὲς ὑποκοριστ., Λοβ. Παραλ. 305, πρβλ. Διόδ. 17. 24, Πλούτ. Πελοπ. 9.
English (Autenrieth)
= γυναικεῖος, δῶρα, Od. 11.521 and Od. 15.247.
Greek Monolingual
γύναιος, -α, -ον (Α)
φρ. «γύναια δώρα» — δώρα που δίνονται σε γυναίκα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το γύναιος (αντίστοιχος μυκην. τ. ku-na-ja) < (θ.) γυν-, γυνή + (επίθημα) -αιος (πρβλ. δείλαιος, μάταιος). Κατ' άλλους, γύναιος < (κλητ.) γύναι].
Greek Monotonic
γύναιος: [ῠ], -α, -ον = γυναικεῖος·
I. γύναια δῶρα, τα δώρα που προσφέρονται σε μια γυναίκα, σε Ομήρ. Οδ.
II. ως ουσ., γύναιον, τό, μικρή γυναίκα, γυναικούλα, ως χαρακτηρισμός αγάπης και τρυφερότητας απευθυνόμενος στη σύζυγο, σε Αριστοφ.· με υποτιμητική, περιφρονητική σημασία, αδύναμη γυναίκα, γυναικούλα, σε Δημ. κ.λπ.
Middle Liddell
= γυναικεῖος
I. γύναια δῶρα presents made to a woman, Od.
II. as substantive, little woman, wifey, as a term of endearment, Ar.:— in a contemptuous sense, a weak woman, Dem., etc.