κατήλυσις: Difference between revisions
ἀρχαιότερα τῆς διφθέρας λέγεις → you speak things older than the leather scroll
(13_4) |
m (Text replacement - "D.S." to "D.S.") |
||
(22 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=katilysis | |Transliteration C=katilysis | ||
|Beta Code=kath/lusis | |Beta Code=kath/lusis | ||
|Definition=εως, ἡ, < | |Definition=-εως, ἡ,<br><span class="bld">A</span> [[going down]], [[descent]], εἰς Ἀΐδην ''AP''10.3; <b class="b3">νιφετοῖο κ.</b> a [[falling]] of snow, Simon.179.1.<br><span class="bld">II</span> [[return]], τῶν Ἡρακλειδῶν [[Diodorus Siculus|D.S.]]12.75. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1400.png Seite 1400]] ἡ, das Herabkommen, der Gang hinunter; εἰς Ἀΐδην ἰθεῖα κατ. Ep. ad. 443 (X, 3); χειμερίην νιφετοῖο κατήλυσιν Simonds. 106 (VI, 217). – Die Rückkehr, D. Sic. 12, 75, nach Emend. für [[κατάλυσις]]. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1400.png Seite 1400]] ἡ, das Herabkommen, der Gang hinunter; εἰς Ἀΐδην ἰθεῖα κατ. Ep. ad. 443 (X, 3); χειμερίην νιφετοῖο κατήλυσιν Simonds. 106 (VI, 217). – Die Rückkehr, D. Sic. 12, 75, nach Emend. für [[κατάλυσις]]. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=εως (ἡ) :<br /><b>1</b> [[action de descendre]], [[descente]];<br /><b>2</b> [[retour]].<br />'''Étymologie:''' [[κατελεύσομαι]]. | |||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=κατήλυσις -εως, ἡ [~ κατέρχομαι] het neerkomen:. χειμερίην νιφετοῖο κατήλυσις winterse sneeuwbui AP 6.217.1. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''κατήλῠσις:''' εως ἡ<br /><b class="num">1</b> [[возвращение]] Diod.;<br /><b class="num">2</b> [[сошествие]], [[спуск]] (εἰς Ἀΐδην Anth.);<br /><b class="num">3</b> [[падение]]: νιφετοῖο κ. Anth. снегопад. | |||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''κατήλῠσις''': -εως, ἡ, [[κατάβασις]], [[κάθοδος]], εἰς Ἀΐδην Ἀνθ. Π. 10. 3·― νιφετοῖο κ., [[πτῶσις]] χιόνος, Σιμων. (;) 191. ΙΙ. [[ἐπάνοδος]], [[ἐπιστροφή]], Διόδ. 12. 75. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[κατήλυσις]], -ύσεως, ἡ (Α)<br /><b>1.</b> η [[προς]] τα [[κάτω]] [[πορεία]], [[κατάβαση]], [[κάθοδος]], [[πτώση]]<br /><b>2.</b> [[επάνοδος]], [[επιστροφή]] («πρὸ γὰρ τῆς Ἡρακλειδῶν κατηλύσεως», <b>Διόδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[ήλυσις]] (<span style="color: red;"><</span> θ. <i>ελυθ</i>-, συνεσταλμένη [[βαθμίδα]] της ρίζας <i>ελευθ</i>- του [[ἐλεύθω]] «[[έρχομαι]]», <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>σις</i>)<br />το -<i>η</i>- [[είναι]] [[προϊόν]] «εκτάσεως εν συνθέσει»]. | |||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''κατήλῠσις:''' -εως, ἡ, [[κατάβαση]], [[κάθοδος]], σε Ανθ. | |||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=κατήλῠσις, εως [from [[κατήλυθον]], aor2 of [[κατέρχομαι]]<br />a [[going]] [[down]], [[descent]], Anth. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 07:26, 27 March 2024
English (LSJ)
-εως, ἡ,
A going down, descent, εἰς Ἀΐδην AP10.3; νιφετοῖο κ. a falling of snow, Simon.179.1.
II return, τῶν Ἡρακλειδῶν D.S.12.75.
German (Pape)
[Seite 1400] ἡ, das Herabkommen, der Gang hinunter; εἰς Ἀΐδην ἰθεῖα κατ. Ep. ad. 443 (X, 3); χειμερίην νιφετοῖο κατήλυσιν Simonds. 106 (VI, 217). – Die Rückkehr, D. Sic. 12, 75, nach Emend. für κατάλυσις.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
1 action de descendre, descente;
2 retour.
Étymologie: κατελεύσομαι.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κατήλυσις -εως, ἡ [~ κατέρχομαι] het neerkomen:. χειμερίην νιφετοῖο κατήλυσις winterse sneeuwbui AP 6.217.1.
Russian (Dvoretsky)
κατήλῠσις: εως ἡ
1 возвращение Diod.;
2 сошествие, спуск (εἰς Ἀΐδην Anth.);
3 падение: νιφετοῖο κ. Anth. снегопад.
Greek (Liddell-Scott)
κατήλῠσις: -εως, ἡ, κατάβασις, κάθοδος, εἰς Ἀΐδην Ἀνθ. Π. 10. 3·― νιφετοῖο κ., πτῶσις χιόνος, Σιμων. (;) 191. ΙΙ. ἐπάνοδος, ἐπιστροφή, Διόδ. 12. 75.
Greek Monolingual
κατήλυσις, -ύσεως, ἡ (Α)
1. η προς τα κάτω πορεία, κατάβαση, κάθοδος, πτώση
2. επάνοδος, επιστροφή («πρὸ γὰρ τῆς Ἡρακλειδῶν κατηλύσεως», Διόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + -ήλυσις (< θ. ελυθ-, συνεσταλμένη βαθμίδα της ρίζας ελευθ- του ἐλεύθω «έρχομαι», + κατάλ. -σις)
το -η- είναι προϊόν «εκτάσεως εν συνθέσει»].
Greek Monotonic
κατήλῠσις: -εως, ἡ, κατάβαση, κάθοδος, σε Ανθ.
Middle Liddell
κατήλῠσις, εως [from κατήλυθον, aor2 of κατέρχομαι
a going down, descent, Anth.