τυραννοκτόνος: Difference between revisions

From LSJ

νὺξ μὲν ἐμὸν κατέχει ζωῆς φάος ὑπνοδοτείρη → sleep-giving night hath quenched my light of life | sleep-giving night covers my light of life | night, the giver of sleep, holds the light of my life

Source
(6_14)
m (Text replacement - "D.S." to "D.S.")
 
(20 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=tyrannoktonos
|Transliteration C=tyrannoktonos
|Beta Code=turanno/ktonos
|Beta Code=turanno/ktonos
|Definition=(parox.), ὁ, ἡ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">slayer of a tyrant</b>, <span class="bibl">D.S.16.14</span>, Plu.2.256f, <span class="bibl">Luc. <span class="title">Tyr.</span>1</span>, <span class="bibl">Lib.<span class="title">Decl.</span>43.32</span>:—as Adj., <b class="b3">πάθος, τιμαὶ τ</b>., <b class="b2">of slaying a tyrant</b>, <span class="bibl">Phalar.<span class="title">Ep.</span>70.1</span>.</span>
|Definition=(parox.), ὁ, ἡ, [[tyrannicide]], [[slayer of a tyrant]], [[Diodorus Siculus|D.S.]]16.14, Plu.2.256f, Luc. ''Tyr.''1, Lib.''Decl.''43.32:—as Adj., [[τυραννοκτόνο πάθος]], [[τιμαὶ τυραννοκτόνοι]], [[of slaying a tyrant]], Phalar.''Ep.''70.1.
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />[[meurtrier d'un tyran]].<br />'''Étymologie:''' [[τύραννος]], [[κτείνω]].
}}
{{elnl
|elnltext=τυραννοκτόνος -ου, ὁ [[τύραννος]], [[κτείνω]] [[tirannendoder]].
}}
{{pape
|ptext=<i>den [[Tyrannen]] [[mordend]], [[Tyrannenmörder]]</i>, Luc. <i>salt</i>. 65, <i>Tyrannic</i>. 1 und andere Spätere
}}
{{elru
|elrutext='''τῠραννοκτόνος:''' ὁ [[тиранноубийца]] Plut., Luc.
}}
{{grml
|mltxt=ο, η, ΝΜΑ<br /><b>1.</b> <b>ως επίθ.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε τυραννοκτόνο (α. «και τυραννοκτόνον [[ξίφος]] κρύπτοντας υπό μυρσίνας», Σούτσ. Α.<br />β. «τυραννοκτόνον [[πάθος]]», Φάλ.)<br /><b>2.</b> φονέας τυράννου<br /><b>3.</b> (<b>το αρσ. στον πληθ.</b>) <i>οι τυραννοκτόνοι</i><br />οι Αθηναίοι Αρμόδιος και Αριστογείτων, οι οποίοι φόνευσαν τον τύραννο Ίππαρχο και τους οποίους τιμούσαν ως ήρωες στην αρχαία Αθήνα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τύραννος]] <span style="color: red;">+</span> -[[κτόνος]] (<span style="color: red;"><</span> [[κτόνος]] <span style="color: red;"><</span> [[κτείνω]] «[[σκοτώνω]]»), [[πρβλ]]. [[μητροκτόνος]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''τῠραννοκτόνος:''' ὁ, ἡ ([[κτείνω]]), [[φονιάς]] τυράννου, σε Λουκ.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''τῠραννοκτόνος''': ὁ, ἡ, ὁ φονεύων τύραννον, Λουκ. Τυραννοκτόνος 1, Λιβάν.· - ὡς ἐπίθετ., [[πάθος]], τιμαὶ τ., ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς τὸν τυραννοκτόνον, Φαλάρ. Ἐπιστ. 106.
|lstext='''τῠραννοκτόνος''': ὁ, ἡ, ὁ φονεύων τύραννον, Λουκ. Τυραννοκτόνος 1, Λιβάν.· - ὡς ἐπίθετ., [[πάθος]], τιμαὶ τ., ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς τὸν τυραννοκτόνον, Φαλάρ. Ἐπιστ. 106.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=τῠραννο-[[κτόνος]], ὁ, ἡ, [[κτείνω]]<br />[[slayer]] of a [[tyrant]], Luc.
}}
}}

Latest revision as of 07:55, 27 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τῠραννοκτόνος Medium diacritics: τυραννοκτόνος Low diacritics: τυραννοκτόνος Capitals: ΤΥΡΑΝΝΟΚΤΟΝΟΣ
Transliteration A: tyrannoktónos Transliteration B: tyrannoktonos Transliteration C: tyrannoktonos Beta Code: turanno/ktonos

English (LSJ)

(parox.), ὁ, ἡ, tyrannicide, slayer of a tyrant, D.S.16.14, Plu.2.256f, Luc. Tyr.1, Lib.Decl.43.32:—as Adj., τυραννοκτόνο πάθος, τιμαὶ τυραννοκτόνοι, of slaying a tyrant, Phalar.Ep.70.1.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
meurtrier d'un tyran.
Étymologie: τύραννος, κτείνω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

τυραννοκτόνος -ου, ὁ τύραννος, κτείνω tirannendoder.

German (Pape)

den Tyrannen mordend, Tyrannenmörder, Luc. salt. 65, Tyrannic. 1 und andere Spätere

Russian (Dvoretsky)

τῠραννοκτόνος:тиранноубийца Plut., Luc.

Greek Monolingual

ο, η, ΝΜΑ
1. ως επίθ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε τυραννοκτόνο (α. «και τυραννοκτόνον ξίφος κρύπτοντας υπό μυρσίνας», Σούτσ. Α.
β. «τυραννοκτόνον πάθος», Φάλ.)
2. φονέας τυράννου
3. (το αρσ. στον πληθ.) οι τυραννοκτόνοι
οι Αθηναίοι Αρμόδιος και Αριστογείτων, οι οποίοι φόνευσαν τον τύραννο Ίππαρχο και τους οποίους τιμούσαν ως ήρωες στην αρχαία Αθήνα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τύραννος + -κτόνος (< κτόνος < κτείνω «σκοτώνω»), πρβλ. μητροκτόνος.

Greek Monotonic

τῠραννοκτόνος: ὁ, ἡ (κτείνω), φονιάς τυράννου, σε Λουκ.

Greek (Liddell-Scott)

τῠραννοκτόνος: ὁ, ἡ, ὁ φονεύων τύραννον, Λουκ. Τυραννοκτόνος 1, Λιβάν.· - ὡς ἐπίθετ., πάθος, τιμαὶ τ., ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς τὸν τυραννοκτόνον, Φαλάρ. Ἐπιστ. 106.

Middle Liddell

τῠραννο-κτόνος, ὁ, ἡ, κτείνω
slayer of a tyrant, Luc.