φυσιογνώμων: Difference between revisions

From LSJ

Μούνη γὰρ ἄγειν οὐκέτι σωκῶ λύπης ἀντίρροπον ἄχθος → I have no longer strength to bear alone the burden of grief that weighs me down

Sophocles, Electra, 119-120
(13)
 
m (Text replacement - "theilen" to "teilen")
 
(18 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=fysiognomon
|Transliteration C=fysiognomon
|Beta Code=fusiognw/mwn
|Beta Code=fusiognw/mwn
|Definition=ον, gen. ονος, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">judging of</b> a man's <b class="b2">character by</b> his <b class="b2">features</b>, <span class="bibl">Arist.<span class="title">GA</span>769b20</span>, <span class="bibl"><span class="title">Phgn.</span>805a18</span>, <span class="bibl">806a33</span>, etc.</span>
|Definition=φυσιογνώμον, gen. ονος, [[judging of]] a man's [[character by]] his [[features]], Arist.''GA''769b20, ''Phgn.''805a18, 806a33, etc.
}}
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1318.png Seite 1318]] ονος, eigtl. die Natur beurteilend, nach der Natur urteilend, gew. den Charakter des Menschen nach seiner natürlichen Bildung, bes. seinen Gesichtszügen beurteilend, Arist. physiogn. 1 u. Sp.
}}
{{bailly
|btext=ων, ον ; <i>gén.</i> ονος;<br />qui conjecture la nature d'une personne <i>ou</i> d'une chose, <i>particul.</i> [[qui sait juger qqn d'après sa mine]], [[son air]], [[sa physionomie]].<br />'''Étymologie:''' [[φύσις]], [[γιγνώσκω]].
}}
{{elru
|elrutext='''φῠσιογνώμων:''' 2, gen. ονος определяющий душевные свойства по внешним признакам, преимущ. по чертам лица Arst.
}}
{{ls
|lstext='''φῠσιογνώμων''': -ον, γεν. ονος, ὁ κρίνων [[περί]] τινος ἀνθρώπου ἐκ τῆς ἐξωτερικῆς [[αὐτοῦ]] ὄψεως, Ἀριστ. περὶ Ζ. Γεν. 4. 3, 32, Φυσιογν. 1. 4., 2, 3. κλπ.· ― ἐν Θεοκρ. Ἐπιγράμμ. 11. 1, [[χάριν]] τοῦ μέτρου, [[φυσιγνώμων]] ὁ [[σοφιστής]].
}}
{{grml
|mltxt=-όγνωμον, και, για μετρικούς λόγους, [[φυσιγνώμων]], -ίγνωμον Α<br />αυτός που διατυπώνει κρίσεις για τον χαρακτήρα ενός ανθρώπου [[μετά]] από [[μελέτη]] τών εξωτερικών του γνωρισμάτων, [[φυσιογνωμιστής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>φυσιο</i>- (για τη [[μορφή]] <b>βλ. λ.</b> [[φύση]]) <span style="color: red;">+</span> -[[γνώμων]] (<span style="color: red;"><</span> [[γνώμων]] <span style="color: red;"><</span> [[γιγνώσκω]]), [[πρβλ]]. [[οὐρανογνώμων]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''φῠσιογνώμων:''' -ον, γεν. <i>-ονος</i>, αυτός που κρίνει το χαρακτήρα ενός ανθρώπου από τα εξωτερικά του γνωρίσματα, σε Αριστ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=φῠσιο-[[γνώμων]], ονος,<br />judging of a man's [[character]] by his features, Arist.
}}
}}

Latest revision as of 07:35, 10 April 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φῠσιογνώμων Medium diacritics: φυσιογνώμων Low diacritics: φυσιογνώμων Capitals: ΦΥΣΙΟΓΝΩΜΩΝ
Transliteration A: physiognṓmōn Transliteration B: physiognōmōn Transliteration C: fysiognomon Beta Code: fusiognw/mwn

English (LSJ)

φυσιογνώμον, gen. ονος, judging of a man's character by his features, Arist.GA769b20, Phgn.805a18, 806a33, etc.

German (Pape)

[Seite 1318] ονος, eigtl. die Natur beurteilend, nach der Natur urteilend, gew. den Charakter des Menschen nach seiner natürlichen Bildung, bes. seinen Gesichtszügen beurteilend, Arist. physiogn. 1 u. Sp.

French (Bailly abrégé)

ων, ον ; gén. ονος;
qui conjecture la nature d'une personne ou d'une chose, particul. qui sait juger qqn d'après sa mine, son air, sa physionomie.
Étymologie: φύσις, γιγνώσκω.

Russian (Dvoretsky)

φῠσιογνώμων: 2, gen. ονος определяющий душевные свойства по внешним признакам, преимущ. по чертам лица Arst.

Greek (Liddell-Scott)

φῠσιογνώμων: -ον, γεν. ονος, ὁ κρίνων περί τινος ἀνθρώπου ἐκ τῆς ἐξωτερικῆς αὐτοῦ ὄψεως, Ἀριστ. περὶ Ζ. Γεν. 4. 3, 32, Φυσιογν. 1. 4., 2, 3. κλπ.· ― ἐν Θεοκρ. Ἐπιγράμμ. 11. 1, χάριν τοῦ μέτρου, φυσιγνώμωνσοφιστής.

Greek Monolingual

-όγνωμον, και, για μετρικούς λόγους, φυσιγνώμων, -ίγνωμον Α
αυτός που διατυπώνει κρίσεις για τον χαρακτήρα ενός ανθρώπου μετά από μελέτη τών εξωτερικών του γνωρισμάτων, φυσιογνωμιστής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φυσιο- (για τη μορφή βλ. λ. φύση) + -γνώμων (< γνώμων < γιγνώσκω), πρβλ. οὐρανογνώμων.

Greek Monotonic

φῠσιογνώμων: -ον, γεν. -ονος, αυτός που κρίνει το χαρακτήρα ενός ανθρώπου από τα εξωτερικά του γνωρίσματα, σε Αριστ.

Middle Liddell

φῠσιο-γνώμων, ονος,
judging of a man's character by his features, Arist.