μερίτης: Difference between revisions
Ubi idem et maximus et honestissimus amor est, aliquando praestat morte jungi, quam vita distrahi → Where indeed the greatest and most honourable love exists, it is much better to be joined by death, than separated by life.
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "Theil" to "Teil") |
||
(5 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=meritis | |Transliteration C=meritis | ||
|Beta Code=meri/ths | |Beta Code=meri/ths | ||
|Definition= | |Definition=μερίτου, ὁ, ([[μερίς]]) [[partaker]], [[sharer]], τῆς ὠφελείας D.32.25, cf.Plb.4.29.6, Them.''Or.''5.71b, al.; <b class="b3">τινί τινος</b> [[with]] one in a thing, Plb.13.8.2: in plural, [[joint-owners]], IG2.1058. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0135.png Seite 135]] ὁ, | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0135.png Seite 135]] ὁ, Teilnehmer; μερίτας ὠφελείας τινὸς ποιεῖν, dem κοινωνεῖν entsprechend, an einem Vortheile Teil nehmen lassen, Dem. 32, 25; Alciphr. 3, 46; τινί τινος, Pol. 8, 31, 6. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου (ὁ) :<br />qui participe, participant à, gén..<br />'''Étymologie:''' [[μέρος]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''μερίτης:''' ου (ῑ) ὁ [[имеющий долю]], [[участник]] (τινός Dem.): μ. τινί τινος Polyb. участвующий с кем-л. в чем-л. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μερίτης''': [ῑ], -ου, ὁ, (μερὶς) [[μέτοχος]], τινὸς Δημ. 889. 7· τινί τινος, ὁ μετέχων μετά τινος ἄλλου ἔκ τινος πράγματος, Πολύβ. 8. 31, 6. | |lstext='''μερίτης''': [ῑ], -ου, ὁ, (μερὶς) [[μέτοχος]], τινὸς Δημ. 889. 7· τινί τινος, ὁ μετέχων μετά τινος ἄλλου ἔκ τινος πράγματος, Πολύβ. 8. 31, 6. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[μερίτης]], ὁ (ΑM, Μ θηλ. | |mltxt=[[μερίτης]], ὁ (ΑM, Μ θηλ. μερῖτις)<br /><b>1.</b> αυτός που παίρνει [[μέρος]] σε [[κάτι]], που συμμετέχει σε [[κάτι]], [[μέτοχος]] («τῆς μὲν ὠφελείας τούτους ποιήσας μερίτας», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[μερίτης]] γίγνομαί τινι» — [[συμμετέχω]] με κάποιον σε [[κάτι]], [[γίνομαι]] [[συμμέτοχος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μέρος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -[[ίτης]]]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''μερίτης:''' [ῑ], -ου, ὁ ([[μερίς]]), [[μέτοχος]], <i>τινός</i>, σε Δημ. | |lsmtext='''μερίτης:''' [ῑ], -ου, ὁ ([[μερίς]]), [[μέτοχος]], <i>τινός</i>, σε Δημ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=μερῑ́της, ου, ὁ, [[μερίς]]<br />a [[partaker]] in, τινός Dem. | |mdlsjtxt=μερῑ́της, ου, ὁ, [[μερίς]]<br />a [[partaker]] in, τινός Dem. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 07:40, 10 April 2024
English (LSJ)
μερίτου, ὁ, (μερίς) partaker, sharer, τῆς ὠφελείας D.32.25, cf.Plb.4.29.6, Them.Or.5.71b, al.; τινί τινος with one in a thing, Plb.13.8.2: in plural, joint-owners, IG2.1058.
German (Pape)
[Seite 135] ὁ, Teilnehmer; μερίτας ὠφελείας τινὸς ποιεῖν, dem κοινωνεῖν entsprechend, an einem Vortheile Teil nehmen lassen, Dem. 32, 25; Alciphr. 3, 46; τινί τινος, Pol. 8, 31, 6.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
qui participe, participant à, gén..
Étymologie: μέρος.
Russian (Dvoretsky)
μερίτης: ου (ῑ) ὁ имеющий долю, участник (τινός Dem.): μ. τινί τινος Polyb. участвующий с кем-л. в чем-л.
Greek (Liddell-Scott)
μερίτης: [ῑ], -ου, ὁ, (μερὶς) μέτοχος, τινὸς Δημ. 889. 7· τινί τινος, ὁ μετέχων μετά τινος ἄλλου ἔκ τινος πράγματος, Πολύβ. 8. 31, 6.
Greek Monolingual
μερίτης, ὁ (ΑM, Μ θηλ. μερῖτις)
1. αυτός που παίρνει μέρος σε κάτι, που συμμετέχει σε κάτι, μέτοχος («τῆς μὲν ὠφελείας τούτους ποιήσας μερίτας», Δημοσθ.)
2. φρ. «μερίτης γίγνομαί τινι» — συμμετέχω με κάποιον σε κάτι, γίνομαι συμμέτοχος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέρος + κατάλ. -ίτης].
Greek Monotonic
μερίτης: [ῑ], -ου, ὁ (μερίς), μέτοχος, τινός, σε Δημ.