Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

τρυπιοχέρης: Difference between revisions

From LSJ

ξεῖν’, ἀγγέλλειν Λακεδαιμονίοις ὅτι τῇδε κείμεθα τοῖς κείνων ῥήμασι πειθόμενοι. → Go tell the Spartans, stranger passing by, that here, obedient to their laws, we lie.

Simonides of Kea
mNo edit summary
mNo edit summary
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[τρυποχέρης]] και [[τρουποχέρης]], , -ικο, Ν<br />εξαιρετικά [[σπάταλος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τρύπιος]] / <i>τρούπιος</i> <span style="color: red;">+</span> -[[χέρης]] (<span style="color: red;"><</span> [[χέρι]]) [[πρβλ]]. [[ανοιχτοχέρης]]].
|mltxt=[[τρυπιοχέρης]] και [[τρυποχέρης]] και [[τρουποχέρης]], τρυπιοχέρα, τρυπιοχέρικο, Ν<br />εξαιρετικά [[σπάταλος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τρύπιος]] / <i>τρούπιος</i> <span style="color: red;">+</span> -[[χέρης]] (<span style="color: red;"><</span> [[χέρι]]) [[πρβλ]]. [[ανοιχτοχέρης]]].
}}
}}
{{trml
{{trml

Latest revision as of 08:54, 5 June 2024

Greek Monolingual

τρυπιοχέρης και τρυποχέρης και τρουποχέρης, τρυπιοχέρα, τρυπιοχέρικο, Ν
εξαιρετικά σπάταλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρύπιος / τρούπιος + -χέρης (< χέρι) πρβλ. ανοιχτοχέρης].

Translations

spendthrift

Arabic: مُسْرِف, مُبَذِّر; Bulgarian: разточителен, прахоснически; Chinese Mandarin: 挥霍无度; Czech: utrácivý, rozmařilý; Danish: ødsel; Dutch: verkwistend, spilziek, verspillend; Finnish: tuhlaavainen; French: dépensier, prodigue; Galician: desbaldidor, desbaldidora; German: verschwenderisch; Greek: αλευροκόπης, αλευροσκόρπης, ανεπρόκοπος, άσωτη, άσωτος, αχαΐρευτη, αχαΐρευτος, εξοδιαστής, ξοδευτής, ξοδεύτρα, ξοδιαστής, ξοδιάστρα, σκορπαλευράς, σκορπαλεύρης, σκορπιοχέρα, σκορπιοχέρης, σκορπιστής, σκορποχέρα, σκορποχέρης, σπάταλη, σπάταλος, τρυπιοχέρης, χαραμοφάγος, χαραμοφάης, χαραμοφάισσα, χαραμοφάος, χαραμοφάς; Ancient Greek: ἀναλωτής, ἄσωτος, ἀταμίευτος, δαπανητής, εἰκαιοδάπανος, ἐκχυμενίτας, ἐκχύτης, ἐντρυφής, ἐξοδιαστής, ἐπαναλωτής, λαφύκτης, ναννάριον, νανναριστής, οἰκοφθόρος, παλινεκχυμενίτας, πατροφάγος, πολυανάλωτος, σιτόκουρος, σκορπιστής, σπαθητής, φιλαναλωτής; Hebrew: פַּזְרָן; Hungarian: költekező, pazarló; Khmer: ចាយវាយ; Macedonian: расипнички; Malayalam: ധൂർത്തൻ; Persian: خَراج, تَلَف‌کار; Portuguese: gastador; Russian: расточительный; Spanish: pródigo, manirroto; Turkish: müsrif, savurgan, çarçurcu