ὁμαδέω: Difference between revisions

From LSJ

Ἔρως, ὅ κατ' ὀμμάτων στάζεις πόθον → Eros who drips desire into the eyes

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(?s)Medium diacritics=(\w+)(έω)(?s)(.*)btext=(-ῶ)" to "Medium diacritics=$1$2$3btext=$1ῶ")
mNo edit summary
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=omadeo
|Transliteration C=omadeo
|Beta Code=o(made/w
|Beta Code=o(made/w
|Definition=[[make a noise]] or [[din]], of a number of people all speaking at once. in Od. always of the suitors, 1.365, al. (never in Il.), cf. A.R.2.638, etc.
|Definition=[[make a noise]] or [[make a din]], of a number of people all speaking at once. in Od. always of the suitors, 1.365, al. (never in Il.), cf. A.R.2.638, etc.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὁμᾰδέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, κάνω θόρυβο ή [[προκαλώ]] [[ταραχή]], λέγεται για [[πλήθος]] ανθρώπων που μιλούν ταυτοχρόνως, σε Ομήρ. Οδ.
|lsmtext='''ὁμᾰδέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, κάνω θόρυβο ή [[προκαλώ]] [[ταραχή]], λέγεται για [[πλήθος]] ανθρώπων που μιλούν ταυτοχρόνως, σε Ομήρ. Οδ.
}}
{{grml
|mltxt=ὁμαδῶ, [[ὁμαδέω]] (Α) [[όμαδος]]<br /><b>1.</b> (για [[πλήθος]] συγκεντρωμένων ανθρώπων που μιλούν όλοι [[μαζί]]) [[κάνω]] θόρυβο, [[προκαλώ]] [[οχλαγωγία]] («μνηστῆρες δ' ὁμάδησαν ἀνὰ μέγαρα σκιόεντα», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[αναφωνώ]] («οἱ δ' ὁμάδησαν θαρσαλέοις ἐπέεσι», Απολλ. Ρόδ.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=ὁμᾰδέω, fut. -ήσω<br />to make a [[noise]] or din, of a [[number]] of [[people]] [[speaking]] at [[once]], Od. [from ὅμᾰδος]
|mdlsjtxt=ὁμᾰδέω, fut. -ήσω<br />to make a [[noise]] or din, of a [[number]] of [[people]] [[speaking]] at [[once]], Od. [from ὅμᾰδος]
}}
}}

Latest revision as of 08:16, 13 September 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὁμᾰδέω Medium diacritics: ὁμαδέω Low diacritics: ομαδέω Capitals: ΟΜΑΔΕΩ
Transliteration A: homadéō Transliteration B: homadeō Transliteration C: omadeo Beta Code: o(made/w

English (LSJ)

make a noise or make a din, of a number of people all speaking at once. in Od. always of the suitors, 1.365, al. (never in Il.), cf. A.R.2.638, etc.

German (Pape)

[Seite 328] lärmen, tosen, bes. von dem verworrenen Durcheinanderreden einer großen Menschenmenge, z. B. von dem Lärm, den die Freier machen, μνηστῆρες δ' ὁμάδησαν ἀνὰ μέγαρα, Od. 1, 365 u. öfter; sp. D., wie Ap. Rh. 2, 638, Schol. ὁμοῦ ἀναφωνεῖν.

French (Bailly abrégé)

ὁμαδῶ :
se rassembler à grand bruit, être dans une réunion tumultueuse.
Étymologie: ὅμαδος.

Russian (Dvoretsky)

ὁμᾰδέω: галдеть, шуметь Hom.

Greek (Liddell-Scott)

ὁμαδέω: κάμνω θόρυβον, ταραχήν, ἐπὶ πλήθους ἀνθρώπων, ἀπάν- των ὁμοῦ λαλούντων, ἐν τῇ Ὀδ. ἀεὶ ἐπὶ τῶν μνηστήρων, μνηστῆρες δ’ ὁμάδησαν ἀνὰ μέγαρα σκιόεντα, Α. 365, Δ 768, κτλ.· (οὐδαμοῦ ἐν τῇ Ἰλ.)· ἀκολούθως ἐν Ἀπολλ. Ροδ. Β. 638, κτλ.

English (Autenrieth)

(ὅμαδος): only aor. ὁμάδησαν, they raised a din. (Od.)

Greek Monotonic

ὁμᾰδέω: μέλ. -ήσω, κάνω θόρυβο ή προκαλώ ταραχή, λέγεται για πλήθος ανθρώπων που μιλούν ταυτοχρόνως, σε Ομήρ. Οδ.

Greek Monolingual

ὁμαδῶ, ὁμαδέω (Α) όμαδος
1. (για πλήθος συγκεντρωμένων ανθρώπων που μιλούν όλοι μαζί) κάνω θόρυβο, προκαλώ οχλαγωγία («μνηστῆρες δ' ὁμάδησαν ἀνὰ μέγαρα σκιόεντα», Ομ. Οδ.)
2. αναφωνώ («οἱ δ' ὁμάδησαν θαρσαλέοις ἐπέεσι», Απολλ. Ρόδ.).

Middle Liddell

ὁμᾰδέω, fut. -ήσω
to make a noise or din, of a number of people speaking at once, Od. [from ὅμᾰδος]