εὐμελής: Difference between revisions

From LSJ

οὐδέν γε πλὴν ἢ τὸ πέος ἐν τῇ δεξιᾷ → nothing, except for my penis in my right hand | nothing, except what I have in my right hand

Source
(CSV import)
 
mNo edit summary
 
(21 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=evmelis
|Transliteration C=evmelis
|Beta Code=eu)melh/s
|Beta Code=eu)melh/s
|Definition=ές, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">melodious</b>, μουσική <span class="bibl">Arist.<span class="title">Pol.</span> 1341b26</span>, <span class="bibl">Sopat.10</span>; opp. <b class="b3">ἐμμελής</b> (metrical), <span class="bibl">D.H.<span class="title">Comp.</span>11</span>, etc.: generally, <b class="b2">agreeable</b>, συμπόσια <span class="bibl">Pl.<span class="title">Ax.</span>371d</span>. Adv. -<b class="b3">λῶς</b> <b class="b2">gracefully</b>, Machoap. <span class="bibl">Ath.13.577d</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> <b class="b2">with stout limbs</b>, <span class="bibl">Ael.<span class="title">Fr.</span>110</span>.</span>
|Definition=εὐμελές,<br><span class="bld">A</span> [[melodious]], μουσική Arist.''Pol.'' 1341b26, Sopat.10; opp. [[ἐμμελής]] (metrical), [[Dionysius of Halicarnassus|D.H.]]''[[De Compositione Verborum|Comp.]]''11, etc.: generally, [[agreeable]], συμπόσια Pl.''Ax.''371d. Adv. [[εὐμελῶς]] = [[gracefully]], Machoap. Ath.13.577d.<br><span class="bld">II</span> [[with stout limbs]], Ael.''Fr.''110.
}}
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1080.png Seite 1080]] ές, 1) mit guter Modulation, wohlklingend, Sopat. bei Ath. IV, 175 c; μουσικὴ [[εὐμελής]], neben [[εὔρυθμος]], Arist. pol. 8, 7; D. Hal. C. V. 11. – 21 von guten Gliedern, [[γέρων]] εὐπαγὴς καὶ [[εὐμελής]] Ael. bei Suid. – 31 ([[μέλομαι]]) wohl besorgt, συμπόσια Plat. Ax. 371 d. –. Adv., auf seine Weise, Macho Ath. VIII, 577 d.
}}
{{bailly
|btext=<span class="bld">1</span>ής, ές :<br />[[harmonieux]], [[mélodieux]].<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[μέλος]] II.<br /><span class="bld">2</span>ής, ές :<br />[[aux membres robustes]].<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[μέλος]] I.<br /><span class="bld">3</span>ής, ές :<br />[[bien soigné]].<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[μέλομαι]].
}}
{{elru
|elrutext='''εὐμελής:''' [[μέλος]] мелодичный, певучий ([[μουσική]] Arst.).<br />[[μέλω]] хорошо устроенный ([[συμπόσιον]] Plat.).
}}
{{ls
|lstext='''εὐμελής''': -ές, [[μελῳδικός]], [[εὔηχος]], [[ῥυθμικός]], Ἀριστ. Πολιτικ. 8. 7, 1, Σώπατ. παρ’ Ἀθην. 175Ε· διάφορον τοῦ [[ἐμμελής]] ([[ἔμμετρος]]), Διον. Ἁλ. π. Συνθ. 11, κτλ.· [[καθόλου]], [[εὐάρεστος]], [[συμπόσιον]] Πλάτ. Ἀξίοχ. 371D: ― Ἐπίρρ. -λῶς, Μάχων παρ’ Ἀθην. 577D. ΙΙ. ἔχων ἰσχυρὰ [[μέλη]], Αἰλ. παρὰ Σουΐδ. ἐν λ. Ἀπίκιος.
}}
{{grml
|mltxt=-ές (ΑΜ [[εὐμελής]], -ές)<br />[[μελωδικός]], [[εύηχος]], [[αρμονικός]], [[γεμάτος]] [[αρμονία]] («εὐμελὴς [[μουσική]]», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που έχει καλλίγραμμα και αρμονικά τα [[μέλη]] του σώματος, που διαθέτει σωματική [[συμμετρία]], [[ευγραμμία]], [[πλαστικότητα]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ευχάριστος]], [[συμπαθής]], [[ευάρεστος]] («εὐμελῆ συμπόσια», <b>Πλάτ.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>εὐμελῶς</i> (ΑΜ)<br /><b>1.</b> με [[μελωδία]], μελωδικά, με [[χάρη]]<br /><b>2.</b> με ωραία και [[δυνατά]] [[μέλη]]<br /><b>μσν.</b><br />με [[επιμέλεια]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -[[μελής]] (<span style="color: red;"><</span> [[μέλος]]), [[πρβλ]]. [[εμμελής]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''εὐμελής:''' -ές ([[μέλος]]), [[μελωδικός]], [[εύηχος]], [[ρυθμικός]], σε Αριστ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=εὐ-μελής, ές [[μέλος]]<br />[[musical]], [[rhythmical]], Arist.
}}
{{trml
|trtx====[[harmonious]]===
Armenian: ներդաշնակ; Catalan: harmònic; Dutch: [[harmonieus]]; Esperanto: harmonia, akorda; Finnish: harmoninen, sopusointuinen, sointuva; French: [[harmonieux]]; German: [[harmonisch]], [[übereinstimmend]], [[sich in Übereinstimmung befindend]], [[im Einklang befindlich]]; Greek: [[αρμονικός]]; Ancient Greek: [[ἁρμόνιος]], [[ἐμμελής]], [[ἐναρμόνιος]], [[ἐνάρμοστος]], [[εὐμελής]], [[ξύμφωνος]], [[ξύναυλος]], [[προσῳδός]], [[σύμφωνος]], [[σύναυλος]]; Indonesian: harmonis; Latin: [[concors]]; Malay: harmoni; Manx: cordailagh; Maori: reretahi, reretau, aumārire; Romanian: armonic; Russian: [[гармоничный]]; Uyghur: ئۆم
}}
}}

Latest revision as of 07:35, 14 September 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐμελής Medium diacritics: εὐμελής Low diacritics: ευμελής Capitals: ΕΥΜΕΛΗΣ
Transliteration A: eumelḗs Transliteration B: eumelēs Transliteration C: evmelis Beta Code: eu)melh/s

English (LSJ)

εὐμελές,
A melodious, μουσική Arist.Pol. 1341b26, Sopat.10; opp. ἐμμελής (metrical), D.H.Comp.11, etc.: generally, agreeable, συμπόσια Pl.Ax.371d. Adv. εὐμελῶς = gracefully, Machoap. Ath.13.577d.
II with stout limbs, Ael.Fr.110.

German (Pape)

[Seite 1080] ές, 1) mit guter Modulation, wohlklingend, Sopat. bei Ath. IV, 175 c; μουσικὴ εὐμελής, neben εὔρυθμος, Arist. pol. 8, 7; D. Hal. C. V. 11. – 21 von guten Gliedern, γέρων εὐπαγὴς καὶ εὐμελής Ael. bei Suid. – 31 (μέλομαι) wohl besorgt, συμπόσια Plat. Ax. 371 d. –. Adv., auf seine Weise, Macho Ath. VIII, 577 d.

French (Bailly abrégé)

1ής, ές :
harmonieux, mélodieux.
Étymologie: εὖ, μέλος II.
2ής, ές :
aux membres robustes.
Étymologie: εὖ, μέλος I.
3ής, ές :
bien soigné.
Étymologie: εὖ, μέλομαι.

Russian (Dvoretsky)

εὐμελής: μέλος мелодичный, певучий (μουσική Arst.).
μέλω хорошо устроенный (συμπόσιον Plat.).

Greek (Liddell-Scott)

εὐμελής: -ές, μελῳδικός, εὔηχος, ῥυθμικός, Ἀριστ. Πολιτικ. 8. 7, 1, Σώπατ. παρ’ Ἀθην. 175Ε· διάφορον τοῦ ἐμμελής (ἔμμετρος), Διον. Ἁλ. π. Συνθ. 11, κτλ.· καθόλου, εὐάρεστος, συμπόσιον Πλάτ. Ἀξίοχ. 371D: ― Ἐπίρρ. -λῶς, Μάχων παρ’ Ἀθην. 577D. ΙΙ. ἔχων ἰσχυρὰ μέλη, Αἰλ. παρὰ Σουΐδ. ἐν λ. Ἀπίκιος.

Greek Monolingual

-ές (ΑΜ εὐμελής, -ές)
μελωδικός, εύηχος, αρμονικός, γεμάτος αρμονία («εὐμελὴς μουσική», Αριστοτ.)
νεοελλ.
αυτός που έχει καλλίγραμμα και αρμονικά τα μέλη του σώματος, που διαθέτει σωματική συμμετρία, ευγραμμία, πλαστικότητα
αρχ.
ευχάριστος, συμπαθής, ευάρεστος («εὐμελῆ συμπόσια», Πλάτ.).
επίρρ...
εὐμελῶς (ΑΜ)
1. με μελωδία, μελωδικά, με χάρη
2. με ωραία και δυνατά μέλη
μσν.
με επιμέλεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -μελής (< μέλος), πρβλ. εμμελής].

Greek Monotonic

εὐμελής: -ές (μέλος), μελωδικός, εύηχος, ρυθμικός, σε Αριστ.

Middle Liddell

εὐ-μελής, ές μέλος
musical, rhythmical, Arist.

Translations

harmonious

Armenian: ներդաշնակ; Catalan: harmònic; Dutch: harmonieus; Esperanto: harmonia, akorda; Finnish: harmoninen, sopusointuinen, sointuva; French: harmonieux; German: harmonisch, übereinstimmend, sich in Übereinstimmung befindend, im Einklang befindlich; Greek: αρμονικός; Ancient Greek: ἁρμόνιος, ἐμμελής, ἐναρμόνιος, ἐνάρμοστος, εὐμελής, ξύμφωνος, ξύναυλος, προσῳδός, σύμφωνος, σύναυλος; Indonesian: harmonis; Latin: concors; Malay: harmoni; Manx: cordailagh; Maori: reretahi, reretau, aumārire; Romanian: armonic; Russian: гармоничный; Uyghur: ئۆم