ἐπεισοδιώδης: Difference between revisions
(13_3) |
m (Text replacement - "Ancient Greek: ἀξύστατος, ἀσύνακτος, ἀσυνάρτητος, ἀσύστατος, διάσπαστος, ἐπεισοδιώδης" to "Ancient Greek: ἀδιεξέταστος, ἀκατάλληλος, ἀνυπόστατος, ἀξυγκρότητος, ἀξύστατος, ἀσύνακτος, ἀσυνάρτητος, ἀσύστατος, διάσπαστος, διάφωνος, ἐπεισοδιώδης") |
||
(16 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=epeisodiodis | |Transliteration C=epeisodiodis | ||
|Beta Code=e)peisodiw/dhs | |Beta Code=e)peisodiw/dhs | ||
|Definition= | |Definition=ἐπεισοδιῶδες,<br><span class="bld">A</span> [[episodic]], [[incoherent]], [[μῦθος]] Id.''Po.''1451b34: metaph., οὐκ ἔοικεν ἡ φύσις ἐ. οὖσα ὥσπερ μοχθηρὰ τραγῳδία Id.''Metaph.''1090b19, cf. Dam.''Pr.''279. Adv. [[ἐπεισοδιωδῶς]] Ascl.''in Metaph.''142.28.<br><span class="bld">II</span> = [[ἐπεισόδιος]] ''1'', [[adventitious]], οὐ γὰρ ἔξωθεν ἐπίκτητος οὐδ' ἐ. Porph.''Sent.''36; ἐ. καὶ δευτέραν συνεπομένην ὑπόστασιν Iamb.''Protr.''3; ἐ. καὶ συμβεβηκός Dam.''Pr.''14; ἐ. καὶ ἀλλαχόθεν ἐφῆκον Procl.''Inst.''19. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0912.png Seite 912]] ες, episodisch, [[μῦθος]], erkl. Arist. poet. 9 ἐν ᾧ τὰ ἐπεισόδια μετ' ἄλληλα οὔτ' εἰκὸς [[οὔτε]] [[ἀνάγκη]] εἶναι; vgl. Metaphys. 13, 3; – Sp. auch adv. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0912.png Seite 912]] ες, episodisch, [[μῦθος]], erkl. Arist. poet. 9 ἐν ᾧ τὰ ἐπεισόδια μετ' ἄλληλα οὔτ' εἰκὸς [[οὔτε]] [[ἀνάγκη]] εἶναι; vgl. Metaphys. 13, 3; – Sp. auch adv. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐπεισοδιώδης:'''<br /><b class="num">1</b> [[эпизодический]], [[несвязный]] ([[μῦθος]] Arst.);<br /><b class="num">2</b> [[изобилующий эпизодическими вставками]] ([[ὥσπερ]] μοχθερὰ [[τραγῳδία]] Arst.). | |||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ἐπεισοδιώδης''': -ες, ([[εἶδος]]) [[ἀσυνάρτητος]], [[ἀσύνδετος]], [[ἀσύναπτος]], Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 13. 3, 9. ΙΙ. [[πλήρης]] ἐπεισοδίων, [[λέγω]] δὲ ἐπεισοδιώδη μῦθον ἐν ᾧ τὰ ἐπεισόδια μετάλληλα οὔτ’ εἰκὸς οὔτ’ [[ἀνάγκη]] [[εἶναι]] ὁ αὐτὸς ἐν τῇ Ποιητ. 9. 11. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἐπεισοδιώδης]], -ες (Α) [[επεισόδιο]]<br /><b>1.</b> παραφορτωμένος με επεισόδια («τῶν δὲ ἁπλῶν μύθων καὶ πράξεων αἱ ἐπεισοδιώδεις εἰσὶν χείριστοι», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[ασύνδετος]], [[ασυνάρτητος]] λογικά. | |||
}} | |||
{{trml | |||
|trtx====[[incoherent]]=== | |||
Bulgarian: несвързан, непоследователен; Catalan: incoherent; Chinese Mandarin: [[不连贯的]]; Czech: nesoudržný, nesouvislý; Danish: usammenhængende; Esperanto: nekohera; Finnish: ristiriitainen, epäjohdonmukainen; French: [[incohérent]], [[décousu]]; Galician: incoherente; German: [[inkohärent]], [[unzusammenhängend]], [[unlogisch]], [[unvereinbar]]; Greek: [[ασυνάρτητος]]; Ancient Greek: [[ἀδιεξέταστος]], [[ἀκατάλληλος]], [[ἀνυπόστατος]], [[ἀξυγκρότητος]], [[ἀξύστατος]], [[ἀσύνακτος]], [[ἀσυνάρτητος]], [[ἀσύστατος]], [[διάσπαστος]], [[διάφωνος]], [[ἐπεισοδιώδης]]; Italian: [[incoerente]], [[sconclusionato]]; Maori: parure, whakaparure, nakunaku, ngau; Polish: niekoherentny, nieścisły; Portuguese: [[incoerente]]; Russian: [[бессвязный]], [[несвязный]]; Spanish: [[incoherente]], [[inconexo]], [[deshilvanado]], [[descosido]]; Swedish: osammanhängande; Welsh: digyswllt, anghysylltiol | |||
}} | }} |
Latest revision as of 16:29, 16 October 2024
English (LSJ)
ἐπεισοδιῶδες,
A episodic, incoherent, μῦθος Id.Po.1451b34: metaph., οὐκ ἔοικεν ἡ φύσις ἐ. οὖσα ὥσπερ μοχθηρὰ τραγῳδία Id.Metaph.1090b19, cf. Dam.Pr.279. Adv. ἐπεισοδιωδῶς Ascl.in Metaph.142.28.
II = ἐπεισόδιος 1, adventitious, οὐ γὰρ ἔξωθεν ἐπίκτητος οὐδ' ἐ. Porph.Sent.36; ἐ. καὶ δευτέραν συνεπομένην ὑπόστασιν Iamb.Protr.3; ἐ. καὶ συμβεβηκός Dam.Pr.14; ἐ. καὶ ἀλλαχόθεν ἐφῆκον Procl.Inst.19.
German (Pape)
[Seite 912] ες, episodisch, μῦθος, erkl. Arist. poet. 9 ἐν ᾧ τὰ ἐπεισόδια μετ' ἄλληλα οὔτ' εἰκὸς οὔτε ἀνάγκη εἶναι; vgl. Metaphys. 13, 3; – Sp. auch adv.
Russian (Dvoretsky)
ἐπεισοδιώδης:
1 эпизодический, несвязный (μῦθος Arst.);
2 изобилующий эпизодическими вставками (ὥσπερ μοχθερὰ τραγῳδία Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐπεισοδιώδης: -ες, (εἶδος) ἀσυνάρτητος, ἀσύνδετος, ἀσύναπτος, Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 13. 3, 9. ΙΙ. πλήρης ἐπεισοδίων, λέγω δὲ ἐπεισοδιώδη μῦθον ἐν ᾧ τὰ ἐπεισόδια μετάλληλα οὔτ’ εἰκὸς οὔτ’ ἀνάγκη εἶναι ὁ αὐτὸς ἐν τῇ Ποιητ. 9. 11.
Greek Monolingual
ἐπεισοδιώδης, -ες (Α) επεισόδιο
1. παραφορτωμένος με επεισόδια («τῶν δὲ ἁπλῶν μύθων καὶ πράξεων αἱ ἐπεισοδιώδεις εἰσὶν χείριστοι», Αριστοτ.)
2. ασύνδετος, ασυνάρτητος λογικά.
Translations
incoherent
Bulgarian: несвързан, непоследователен; Catalan: incoherent; Chinese Mandarin: 不连贯的; Czech: nesoudržný, nesouvislý; Danish: usammenhængende; Esperanto: nekohera; Finnish: ristiriitainen, epäjohdonmukainen; French: incohérent, décousu; Galician: incoherente; German: inkohärent, unzusammenhängend, unlogisch, unvereinbar; Greek: ασυνάρτητος; Ancient Greek: ἀδιεξέταστος, ἀκατάλληλος, ἀνυπόστατος, ἀξυγκρότητος, ἀξύστατος, ἀσύνακτος, ἀσυνάρτητος, ἀσύστατος, διάσπαστος, διάφωνος, ἐπεισοδιώδης; Italian: incoerente, sconclusionato; Maori: parure, whakaparure, nakunaku, ngau; Polish: niekoherentny, nieścisły; Portuguese: incoerente; Russian: бессвязный, несвязный; Spanish: incoherente, inconexo, deshilvanado, descosido; Swedish: osammanhängande; Welsh: digyswllt, anghysylltiol