λιβάς: Difference between revisions

From LSJ

ἡ πρὸς τοὺς ἄρρενας συνουσίαpassionate friendship between males

Source
m (Text replacement - "————————" to "<br />")
m (Text replacement - " E.''Andr.''" to " E.''Andr.''")
 
(20 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=livas
|Transliteration C=livas
|Beta Code=liba/s
|Beta Code=liba/s
|Definition=άδος, ἡ, (λείβω) <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">anything that drips</b> or <b class="b2">trickles</b>, esp. <b class="b2">spring, fount, stream</b>, <span class="bibl">S.<span class="title">Ph.</span>1215</span> (lyr.), <span class="bibl">E.<span class="title">Andr.</span>116</span>, <span class="bibl">534</span> (lyr.); λ. νυμφαία <span class="bibl">Antiph.52.13</span>; <b class="b2">standing water</b>, <span class="bibl">Babr.24.6</span>: in pl., <b class="b2">streams</b>, λιβάσιν ὑδρηλαῖς . . πηγῆς <span class="bibl">A.<span class="title">Pers.</span>613</span>; <b class="b3">δακρύων λιβάδες</b> <b class="b2">streams</b> of tears, <span class="bibl">E.<span class="title">IT</span> 1106</span> (lyr.); γάλακτος <span class="bibl">A.R.4.1735</span>; also ἀραιὰ ἡ Αἴγυπτος καὶ ῥᾳδία λιβάδας διαδοῦναι <span class="bibl">Ephor.65</span> J.: in pl., also of <b class="b2">pools of water</b> that collect after rain, ὑπόνομοι λ. <span class="bibl">Str.8.6.21</span>, cf. Gal.6.627, <span class="title">Gp.</span>2.6.14; of marshes, <span class="bibl">Thphr.<span class="title">HP</span>2.4.4</span>; cf. [[λιβάζω]]. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> <b class="b2">vessel that drips</b> when under the influence of heat, a rudimentary thermometer, <span class="bibl">Hero <span class="title">Spir.</span>2.8</span>.</span>
|Definition=λιβάδος, ἡ, ([[λείβω]])<br><span class="bld">A</span> [[anything that drips]] or [[trickles]], esp. [[spring]], [[fount]], [[stream]], S.''Ph.''1215 (lyr.), [[Euripides|E.]]''[[Andromache|Andr.]]''116, 534 (lyr.); λ. νυμφαία Antiph.52.13; [[standing water]], Babr.24.6: in plural, [[streams]], λιβάσιν ὑδρηλαῖς… πηγῆς [[Aeschylus|A.]]''[[The Persians|Pers.]]''613; <b class="b3">δακρύων λιβάδες</b> [[streams]] of tears, E.''IT'' 1106 (lyr.); γάλακτος A.R.4.1735; also ἀραιὰ ἡ Αἴγυπτος καὶ ῥᾳδία λιβάδας διαδοῦναι Ephor.65 J.: in plural, also of [[pools of water]] that collect after rain, ὑπόνομοι λ. Str.8.6.21, cf. Gal.6.627, ''Gp.''2.6.14; of marshes, [[Theophrastus|Thphr.]] ''[[Historia Plantarum|HP]]'' 2.4.4; cf. [[λιβάζω]].<br><span class="bld">II</span> [[vessel that drips]] when under the influence of heat, a rudimentary thermometer, Hero ''Spir.''2.8.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0042.png Seite 42]] άδος, ἡ ([[λείβω]]), das Tröpfelnde, Rinnende, Naß, der Quell, λιβάσιν ὑδρηλαῖς παρθένου πηγῆς μέτα, Aesch. Pers. 605; vom Flusse, σὰν λιπὼν ἱερὰν λιβάδα, Soph. Phil. 1200; πιδακόεσσα [[λιβάς]], Eur. Andr. 116 u. öfter, wie bei sp. D., λιβάδες κρηναῖαι, Antiphil. 39 (IX, 599). – Von Thränen, δακρύων λιβάδες, Eur. I. T. 1106. S. auch [[λίψ]].
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0042.png Seite 42]] άδος, ἡ ([[λείβω]]), das Tröpfelnde, Rinnende, Naß, der Quell, λιβάσιν ὑδρηλαῖς παρθένου πηγῆς μέτα, Aesch. Pers. 605; vom Flusse, σὰν λιπὼν ἱερὰν λιβάδα, Soph. Phil. 1200; πιδακόεσσα [[λιβάς]], Eur. Andr. 116 u. öfter, wie bei sp. D., λιβάδες κρηναῖαι, Antiphil. 39 (IX, 599). – Von Thränen, δακρύων λιβάδες, Eur. I. T. 1106. S. auch [[λίψ]].
}}
{{bailly
|btext=άδος (ἡ) :<br />tout liquide s'épanchant goutte à goutte <i>en parl. de l'eau d'une source, de larmes</i>.<br />'''Étymologie:''' R. Λιβ, v. [[λείβω]].
}}
{{elru
|elrutext='''λῐβάς:''' άδος (ᾰδ) ἡ [[λείβω]] влага, вода, источник (λ. [[ἱερά]] Soph.; λιβάδες κρηναῖαι Anth.): πετρίνα πιδακόεσσα λ. Eur. стекающая со скалы влага; δακρύων λιβάδες Eur. потоки слез; [[ὥσπερ]] ἐκ λιβάδων Plut. словно ручейками, т. е. постепенно.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''λῐβάς''': -άδος, ἡ, (√ΛΙΒ, [[λείβω]], πρβλ. λίψ)· ― πᾶν ὅ,τι καταπίπτει ἢ στάζει, ἰδίως [[πηγή]], [[ῥύαξ]], Σοφ. Φιλ. 1215, Εὐρ. Ἀνδρ. 116, 534· πρβλ. [[νυμφαῖος]]· στάσιμον [[ὕδωρ]], Βαβρ. 24. 6· ― ἐν τῷ πληθ., ῥυάκια, λιβάσιν ὑδρηλαῖς... πηγῆς Αἰσχύλ. Πέρσ. 613· δακρύων λιβάδες, ῥύακες δακρύων, Εὐρ. Ι. Τ. 1106· γάλακτος Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1735· ― τὸ [[ὄνομα]] λιβάδες ἐδίδετο εἰς λιμνάζοντα ὕδατα συναγόμενα ἐκ βροχῆς, ὑπόνομοι λ. Στράβ. 379, πρβλ. Γεωπ. 2. 6, 14· τοιαύτη δὲ [[ἑλώδης]] γῆ ἐκαλεῖτο γῆ λιβάζουσα [[Πολυδ]]. Α΄, 238.
|lstext='''λῐβάς''': -άδος, ἡ, (√ΛΙΒ, [[λείβω]], πρβλ. λίψ)· ― πᾶν ὅ,τι καταπίπτει ἢ στάζει, ἰδίως [[πηγή]], [[ῥύαξ]], Σοφ. Φιλ. 1215, Εὐρ. Ἀνδρ. 116, 534· πρβλ. [[νυμφαῖος]]· στάσιμον [[ὕδωρ]], Βαβρ. 24. 6· ― ἐν τῷ πληθ., ῥυάκια, λιβάσιν ὑδρηλαῖς... πηγῆς Αἰσχύλ. Πέρσ. 613· δακρύων λιβάδες, ῥύακες δακρύων, Εὐρ. Ι. Τ. 1106· γάλακτος Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1735· ― τὸ [[ὄνομα]] λιβάδες ἐδίδετο εἰς λιμνάζοντα ὕδατα συναγόμενα ἐκ βροχῆς, ὑπόνομοι λ. Στράβ. 379, πρβλ. Γεωπ. 2. 6, 14· τοιαύτη δὲ [[ἑλώδης]] γῆ ἐκαλεῖτο γῆ λιβάζουσα Πολυδ. Α΄, 238.
}}
{{bailly
|btext=άδος (ἡ) :<br />tout liquide s’épanchant goutte à goutte <i>en parl. de l’eau d’une source, de larmes</i>.<br />'''Étymologie:''' R. Λιβ, v. [[λείβω]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[λιβάς]], -[[άδος]], ἡ (ΑM)<br />λιμνάζοντα βρόχινα ύδατα («φρέατα καὶ ὑπόνομοι λιβάδες», <b>Στράβ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[καθετί]] που στάζει, [[σταλαγμός]] υγρού, [[ιδίως]] νερού<br /><b>2.</b> [[είδος]] στοιχειώδους θερμομέτρου, το οποίο αποτελούνταν από [[αγγείο]] που στάλαζε όταν βρισκόταν υπό την [[επίδραση]] της θερμότητας<br /><b>3.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>αἱ λιβάδες</i><br />α) ρυάκια (α. «λιβάσιν ὑδρηλαῑς παρθένου πηγῆς», <b>Αισχύλ.</b><br />β. «πολλαὶ δακρύων λιβάδες», <b>Ευρ.</b>)<br />β) έλη, στάσιμα νερά<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «[[λιβάς]] [[νυμφαία]]» — καθαρό πηγαίο [[νερό]], <b>(Αντιφ.)</b>.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>λίψ</i>, [[λιβός]] «[[ρεύμα]], [[ρυάκι]]» <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>άς</i>].<br /> <b>(II)</b><br />[[λιβάς]], -[[άδος]], ὁ (Μ)<br />[[λιβάδι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το ουσ. [[λιβάς]] (<i>ἡ</i>), με [[αλλαγή]] γένους].
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[λιβάς]], -[[άδος]], ἡ (ΑM)<br />λιμνάζοντα βρόχινα ύδατα («φρέατα καὶ ὑπόνομοι λιβάδες», <b>Στράβ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[καθετί]] που στάζει, [[σταλαγμός]] υγρού, [[ιδίως]] νερού<br /><b>2.</b> [[είδος]] στοιχειώδους θερμομέτρου, το οποίο αποτελούνταν από [[αγγείο]] που στάλαζε όταν βρισκόταν υπό την [[επίδραση]] της θερμότητας<br /><b>3.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>αἱ λιβάδες</i><br />α) ρυάκια (α. «λιβάσιν ὑδρηλαῖς παρθένου πηγῆς», <b>Αισχύλ.</b><br />β. «πολλαὶ δακρύων λιβάδες», <b>Ευρ.</b>)<br />β) έλη, στάσιμα νερά<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «[[λιβάς]] [[νυμφαία]]» — καθαρό πηγαίο [[νερό]], <b>(Αντιφ.)</b>.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>λίψ</i>, [[λιβός]] «[[ρεύμα]], [[ρυάκι]]» <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>άς</i>].<br /> <b>(II)</b><br />[[λιβάς]], -[[άδος]], ὁ (Μ)<br />[[λιβάδι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το ουσ. [[λιβάς]] (<i>ἡ</i>), με [[αλλαγή]] γένους].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''λῐβάς:''' -[[άδος]], ἡ ([[λείβω]]), [[καθετί]] που πέφτει ή στάζει, [[πηγή]], [[ρυάκι]], σε Σοφ., Ευρ.· [[στάσιμο]] [[νερό]], σε Βάβρ.· στον πληθ., ρυάκια, λιμνούλες, σε Αισχύλ., Ευρ.
|lsmtext='''λῐβάς:''' -[[άδος]], ἡ ([[λείβω]]), [[καθετί]] που πέφτει ή στάζει, [[πηγή]], [[ρυάκι]], σε Σοφ., Ευρ.· [[στάσιμο]] [[νερό]], σε Βάβρ.· στον πληθ., ρυάκια, λιμνούλες, σε Αισχύλ., Ευρ.
}}
}}
{{elru
{{mdlsj
|elrutext='''λῐβάς:''' άδος (ᾰδ) ἡ [[λείβω]] влага, вода, источник (λ. [[ἱερά]] Soph.; λιβάδες κρηναῖαι Anth.): πετρίνα πιδακόεσσα λ. Eur. стекающая со скалы влага; δακρύων λιβάδες Eur. потоки слез; [[ὥσπερ]] ἐκ λιβάδων Plut. словно ручейками, т. е. постепенно.
|mdlsjtxt=λῐβάς, άδος, [[λείβω]]<br />[[anything]] that drops or trickles, a [[spring]], [[stream]], Soph., Eur.: [[standing]] [[water]], Babr.: —in pl. streams, pools, Aesch., Eur.
}}
{{mantoulidis
|mantxt=ἡ (=[[πηγή]], [[ρυάκι]]). Ἀπό τό [[λείβω]] (=[[στάζω]]), ὅπου δές για περισσότερα παράγωγα.
}}
}}

Latest revision as of 07:37, 19 October 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λῐβάς Medium diacritics: λιβάς Low diacritics: λιβάς Capitals: ΛΙΒΑΣ
Transliteration A: libás Transliteration B: libas Transliteration C: livas Beta Code: liba/s

English (LSJ)

λιβάδος, ἡ, (λείβω)
A anything that drips or trickles, esp. spring, fount, stream, S.Ph.1215 (lyr.), E.Andr.116, 534 (lyr.); λ. νυμφαία Antiph.52.13; standing water, Babr.24.6: in plural, streams, λιβάσιν ὑδρηλαῖς… πηγῆς A.Pers.613; δακρύων λιβάδες streams of tears, E.IT 1106 (lyr.); γάλακτος A.R.4.1735; also ἀραιὰ ἡ Αἴγυπτος καὶ ῥᾳδία λιβάδας διαδοῦναι Ephor.65 J.: in plural, also of pools of water that collect after rain, ὑπόνομοι λ. Str.8.6.21, cf. Gal.6.627, Gp.2.6.14; of marshes, Thphr. HP 2.4.4; cf. λιβάζω.
II vessel that drips when under the influence of heat, a rudimentary thermometer, Hero Spir.2.8.

German (Pape)

[Seite 42] άδος, ἡ (λείβω), das Tröpfelnde, Rinnende, Naß, der Quell, λιβάσιν ὑδρηλαῖς παρθένου πηγῆς μέτα, Aesch. Pers. 605; vom Flusse, σὰν λιπὼν ἱερὰν λιβάδα, Soph. Phil. 1200; πιδακόεσσα λιβάς, Eur. Andr. 116 u. öfter, wie bei sp. D., λιβάδες κρηναῖαι, Antiphil. 39 (IX, 599). – Von Thränen, δακρύων λιβάδες, Eur. I. T. 1106. S. auch λίψ.

French (Bailly abrégé)

άδος (ἡ) :
tout liquide s'épanchant goutte à goutte en parl. de l'eau d'une source, de larmes.
Étymologie: R. Λιβ, v. λείβω.

Russian (Dvoretsky)

λῐβάς: άδος (ᾰδ) ἡ λείβω влага, вода, источник (λ. ἱερά Soph.; λιβάδες κρηναῖαι Anth.): πετρίνα πιδακόεσσα λ. Eur. стекающая со скалы влага; δακρύων λιβάδες Eur. потоки слез; ὥσπερ ἐκ λιβάδων Plut. словно ручейками, т. е. постепенно.

Greek (Liddell-Scott)

λῐβάς: -άδος, ἡ, (√ΛΙΒ, λείβω, πρβλ. λίψ)· ― πᾶν ὅ,τι καταπίπτει ἢ στάζει, ἰδίως πηγή, ῥύαξ, Σοφ. Φιλ. 1215, Εὐρ. Ἀνδρ. 116, 534· πρβλ. νυμφαῖος· στάσιμον ὕδωρ, Βαβρ. 24. 6· ― ἐν τῷ πληθ., ῥυάκια, λιβάσιν ὑδρηλαῖς... πηγῆς Αἰσχύλ. Πέρσ. 613· δακρύων λιβάδες, ῥύακες δακρύων, Εὐρ. Ι. Τ. 1106· γάλακτος Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1735· ― τὸ ὄνομα λιβάδες ἐδίδετο εἰς λιμνάζοντα ὕδατα συναγόμενα ἐκ βροχῆς, ὑπόνομοι λ. Στράβ. 379, πρβλ. Γεωπ. 2. 6, 14· τοιαύτη δὲ ἑλώδης γῆ ἐκαλεῖτο γῆ λιβάζουσα Πολυδ. Α΄, 238.

Greek Monolingual

(I)
λιβάς, -άδος, ἡ (ΑM)
λιμνάζοντα βρόχινα ύδατα («φρέατα καὶ ὑπόνομοι λιβάδες», Στράβ.)
αρχ.
1. καθετί που στάζει, σταλαγμός υγρού, ιδίως νερού
2. είδος στοιχειώδους θερμομέτρου, το οποίο αποτελούνταν από αγγείο που στάλαζε όταν βρισκόταν υπό την επίδραση της θερμότητας
3. στον πληθ. αἱ λιβάδες
α) ρυάκια (α. «λιβάσιν ὑδρηλαῖς παρθένου πηγῆς», Αισχύλ.
β. «πολλαὶ δακρύων λιβάδες», Ευρ.)
β) έλη, στάσιμα νερά
4. φρ. «λιβάς νυμφαία» — καθαρό πηγαίο νερό, (Αντιφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < λίψ, λιβός «ρεύμα, ρυάκι» + κατάλ. -άς].
(II)
λιβάς, -άδος, ὁ (Μ)
λιβάδι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ουσ. λιβάς (), με αλλαγή γένους].

Greek Monotonic

λῐβάς: -άδος, ἡ (λείβω), καθετί που πέφτει ή στάζει, πηγή, ρυάκι, σε Σοφ., Ευρ.· στάσιμο νερό, σε Βάβρ.· στον πληθ., ρυάκια, λιμνούλες, σε Αισχύλ., Ευρ.

Middle Liddell

λῐβάς, άδος, λείβω
anything that drops or trickles, a spring, stream, Soph., Eur.: standing water, Babr.: —in pl. streams, pools, Aesch., Eur.

Mantoulidis Etymological

ἡ (=πηγή, ρυάκι). Ἀπό τό λείβω (=στάζω), ὅπου δές για περισσότερα παράγωγα.