χρυσοφύλαξ: Difference between revisions

From LSJ

νεκρὸν ἐάν ποτ' ἴδηις καὶ μνήματα κωφὰ παράγηις κοινὸν ἔσοπτρον ὁρᾶις· ὁ θανὼν οὕτως προσεδόκα → whenever you see a body dead, or pass by silent tombs, you look into the mirror of all men's destiny: the dead man expected nothing else | if you ever see a corpse or walk by quiet graves, that's when you look into the mirror we all share: the dead expected this

Source
(13)
 
m (Text replacement - "E.''Ion'' " to "E.''Ion''")
 
(24 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{LSJ1
{{LSJ1
|Full diacritics=χρῡσοφύλαξ
|Full diacritics=χρῡσοφῠ́λᾰξ
|Medium diacritics=χρυσοφύλαξ
|Medium diacritics=χρυσοφύλαξ
|Low diacritics=χρυσοφύλαξ
|Low diacritics=χρυσοφύλαξ
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=chrysofylaks
|Transliteration C=chrysofylaks
|Beta Code=xrusofu/lac
|Beta Code=xrusofu/lac
|Definition=[ῠ], ᾰκος, ὁ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">gold-keeper</b>, of gryphons, <span class="bibl">Hdt.4.13</span>,<span class="bibl">27</span>; σωρευτὰς χρημάτων καὶ χ. Rhetor. in <span class="title">Cat.Cod.Astr.</span>8(4).150; <b class="b2">treasurer</b>, θεοῦ <span class="bibl">E.<span class="title">Ion</span>54</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> <b class="b2">keeping money</b>, θύλακος <span class="bibl">Plu.<span class="title">Arist.</span>24</span>.</span>
|Definition=[ῠ], ᾰκος, ὁ,<br><span class="bld">A</span> [[gold-keeper]], of gryphons, [[Herodotus|Hdt.]]4.13,27; σωρευτὰς χρημάτων καὶ χ. Rhetor. in ''Cat.Cod.Astr.''8(4).150; [[treasurer]], θεοῦ [[Euripides|E.]]''[[Ion]]''54.<br><span class="bld">2</span> [[keeping money]], θύλακος Plu.''Arist.''24.
}}
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1383.png Seite 1383]] ακος, Gold bewachend, Goldhüter; Beiwort der Greise, Her. 4, 13. 27; θεοῦ, in Delphi, Eur. Ion 54; auch [[θύλακος]], Plut. Arist. 24.
}}
{{bailly
|btext=ύλακος (ὁ, ἡ)<br />gardien de l'or, gardien d'un trésor;<br />ὁ [[χρυσοφύλαξ]], trésorier.<br />'''Étymologie:''' [[χρυσός]], [[φύλαξ]].
}}
{{elru
|elrutext='''χρῡσοφύλαξ:''' ᾰκος (φῠ) adj. стерегущий золото (γρῦπες Her.): χ. [[θύλακος]] Plut. мешок для хранений золота.<br />ᾰκος ὁ [[хранитель золота]] (τοῦ θεοῦ Eur.).
}}
{{ls
|lstext='''χρῡσοφύλαξ''': [ῠ], -ᾰκος, ὁ, ἡ, ὁ φυλάττων χρυσόν, [[θύλακος]] Πλουτ. Ἀριστείδ. 24. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., [[φύλαξ]] τοῦ χρυσοῦ, ἐπίθ. τῶν γρυπῶν παρ’ Ἡροδ. 4. 13, 27· [[θησαυροφύλαξ]], [[ταμίας]], θεοῦ Εὐρ. Ἴων 54. 2) [[χρηματοφυλάκιον]], [[βαλλάντιον]], Πλουτ. Ἀριστείδ. 24.
}}
{{grml
|mltxt=-ακος, ὁ, ἡ, ΜΑ<br /><b>ως επίθ.</b> αυτός που φυλάγει, που προστατεύει από [[κλοπή]] τον χρυσό («τοὺς χρυσοφύλακας γρῡπας», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> (στους Δελφούς) [[θησαυροφύλακας]], [[ταμίας]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[θύλακος]] [[χρυσοφύλαξ]]» — [[βαλάντιο]], [[θήκη]] για τη [[φύλαξη]] τών νομισμάτων (<b>Πλούτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>χρυσ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[φύλαξ]] ([[πρβλ]]. [[θησαυροφύλαξ]])].
}}
{{lsm
|lsmtext='''χρῡσοφύλαξ:''' -ακος, ὁ, ἡ[ῠ], αυτός που φυλά τον χρυσό, [[χρυσοφύλαξ]] [[θύλακος]], [[σάκος]] με χρήματα, σε Πλούτ.· ως ουσ., [[φύλακας]] χρυσού, σε Ηρόδ., Ευρ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=χρῡ˘σο-[[φύλαξ]], ακος,<br />[[keeping]] [[gold]], χρ. [[θύλακος]] a [[money]] bag, Plut.:—as [[substantive]] a [[gold]]-[[keeper]], Hdt., Eur.
}}
}}

Latest revision as of 09:35, 25 October 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χρῡσοφῠ́λᾰξ Medium diacritics: χρυσοφύλαξ Low diacritics: χρυσοφύλαξ Capitals: ΧΡΥΣΟΦΥΛΑΞ
Transliteration A: chrysophýlax Transliteration B: chrysophylax Transliteration C: chrysofylaks Beta Code: xrusofu/lac

English (LSJ)

[ῠ], ᾰκος, ὁ,
A gold-keeper, of gryphons, Hdt.4.13,27; σωρευτὰς χρημάτων καὶ χ. Rhetor. in Cat.Cod.Astr.8(4).150; treasurer, θεοῦ E.Ion54.
2 keeping money, θύλακος Plu.Arist.24.

German (Pape)

[Seite 1383] ακος, Gold bewachend, Goldhüter; Beiwort der Greise, Her. 4, 13. 27; θεοῦ, in Delphi, Eur. Ion 54; auch θύλακος, Plut. Arist. 24.

French (Bailly abrégé)

ύλακος (ὁ, ἡ)
gardien de l'or, gardien d'un trésor;
χρυσοφύλαξ, trésorier.
Étymologie: χρυσός, φύλαξ.

Russian (Dvoretsky)

χρῡσοφύλαξ: ᾰκος (φῠ) adj. стерегущий золото (γρῦπες Her.): χ. θύλακος Plut. мешок для хранений золота.
ᾰκος ὁ хранитель золота (τοῦ θεοῦ Eur.).

Greek (Liddell-Scott)

χρῡσοφύλαξ: [ῠ], -ᾰκος, ὁ, ἡ, ὁ φυλάττων χρυσόν, θύλακος Πλουτ. Ἀριστείδ. 24. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., φύλαξ τοῦ χρυσοῦ, ἐπίθ. τῶν γρυπῶν παρ’ Ἡροδ. 4. 13, 27· θησαυροφύλαξ, ταμίας, θεοῦ Εὐρ. Ἴων 54. 2) χρηματοφυλάκιον, βαλλάντιον, Πλουτ. Ἀριστείδ. 24.

Greek Monolingual

-ακος, ὁ, ἡ, ΜΑ
ως επίθ. αυτός που φυλάγει, που προστατεύει από κλοπή τον χρυσό («τοὺς χρυσοφύλακας γρῡπας», Ηρόδ.)
αρχ.
1. το αρσ. ως ουσ. (στους Δελφούς) θησαυροφύλακας, ταμίας
2. φρ. «θύλακος χρυσοφύλαξ» — βαλάντιο, θήκη για τη φύλαξη τών νομισμάτων (Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο)- + φύλαξ (πρβλ. θησαυροφύλαξ)].

Greek Monotonic

χρῡσοφύλαξ: -ακος, ὁ, ἡ[ῠ], αυτός που φυλά τον χρυσό, χρυσοφύλαξ θύλακος, σάκος με χρήματα, σε Πλούτ.· ως ουσ., φύλακας χρυσού, σε Ηρόδ., Ευρ.

Middle Liddell

χρῡ˘σο-φύλαξ, ακος,
keeping gold, χρ. θύλακος a money bag, Plut.:—as substantive a gold-keeper, Hdt., Eur.