κακόξενος: Difference between revisions

From LSJ

οἱ Κυρηναϊκοὶ δόξαις ἐχρῶντο τοιαύταις: δύο πάθη ὑφίσταντο, πόνον καὶ ἡδονήν, τὴν μὲν λείαν κίνησιν, τὴν ἡδονήν, τὸν δὲ πόνον τραχεῖαν κίνησιν → the Cyrenaics admitted two sensations, pain and pleasure, the one consisting in a smooth motion, pleasure, the other a rough motion, pain

Source
(1ab)
m (Text replacement - "E.''Alc.''" to "E.''Alc.''")
 
(22 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=kakoksenos
|Transliteration C=kakoksenos
|Beta Code=kako/cenos
|Beta Code=kako/cenos
|Definition=Ion. κᾰκό-ξεινος, ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">unfortunate in guests</b>, in Ep. Comp., οὔ τις σεῖο κακοξεινώτερος ἄλλος <span class="bibl">Od.20.376</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> <b class="b2">unfriendly to strangers, inhospitable</b>, <span class="bibl">E.<span class="title">Alc.</span>558</span> (v.l. for [[ἐχθρόξ-]]), <span class="title">AP</span>7.699, Lyc.1286: Comp., Σκυθῶν -ώτεροι <span class="bibl">Jul.<span class="title">Ep.</span>89b</span>.</span>
|Definition=Ion. [[κακόξεινος]], ον,<br><span class="bld">A</span> [[unfortunate]] in [[guest]]s, in Ep. Comp., οὔ τις σεῖο κακοξεινώτερος ἄλλος Od.20.376.<br><span class="bld">II</span> [[unfriendly]] to [[stranger]]s, [[inhospitable]], [[Euripides|E.]]''[[Alcestis|Alc.]]''558 ([[varia lectio|v.l.]] for [[ἐχθρόξενος]]), ''AP''7.699, Lyc.1286: Comp., Σκυθῶν κακόξενώτεροι Jul.''Ep.''89b.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1301.png Seite 1301]] unfreundlich gegen Fremde, ungastlich, Eur. Alc. 558 u. sp. D., wie Ep. ad. 396 (VII, 699), vom Meere. S. [[κακόξεινος]].
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1301.png Seite 1301]] unfreundlich gegen Fremde, ungastlich, Eur. Alc. 558 u. sp. D., wie Ep. ad. 396 (VII, 699), vom Meere. S. [[κακόξεινος]].
}}
}}
{{ls
{{bailly
|lstext='''κακόξενος''': Ἰων. κακόξεινος, ον, ὁ δεχόμενος εἰς τὸν οἶκόν του ξένους ἀναξίους φιλοξενίας, «κακῶν ξένων ὑποδοχεὺς» (Σχόλ.), Τηλέμαχ’ [[οὔτις]] [[σεῖο]] κακοξεινώτερος [[ἄλλος]] Ὀδ. Υ. 376. ΙΙ. δυσμενὴς πρὸς τοὺς ξένους, [[ἄξενος]], ἀφιλόξενος, Εὐρ. Ἄλκ. 558 (διάφ. γραφ. ἀντὶ [[ἐχθρόξενος]]), Ἀνθ. Π. 699, Λυκόφρ. 1286.
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> [[inhospitalier]];<br /><b>2</b> [[malheureux en hôtes]], [[qui a de méchants hôtes]].<br />'''Étymologie:''' [[κακός]], [[ξένος]].
}}
{{elnl
|elnltext=κακόξενος -ον, Ion. κακόξεινος &#91;[[κακός]], [[ξενός]]] [[met slechte gasten]]:. οὔ τις σεῖο κακοξεινώτερος ἄλλος geen ander zit meer met slechte gasten opgescheept dan jij Od. 20.376.
}}
}}
{{bailly
{{elru
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> inhospitalier;<br /><b>2</b> malheureux en hôtes, qui a de méchants hôtes.<br />'''Étymologie:''' [[κακός]], [[ξένος]].
|elrutext='''κᾰκόξενος:''' (эп. compar. κακοξεινώτερος)<br /><b class="num">1</b> [[несчастливый в своих гостях]], [[навещаемый плохими гостями]] ([[Τηλέμαχος]] Hom.);<br /><b class="num">2</b> [[неприветливый к гостям]], [[негостеприимный]] (δόμοι Eur.).
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κακόξενος]], ιων. τ. [[κακόξεινος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που δέχεται στο [[σπίτι]] του ξένους ανάξιους για [[φιλοξενία]] («οὔ τις σεῑο κακοξεινώτερος [[άλλος]]», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[δυσμενής]] [[προς]] τους ξένους, [[αφιλόξενος]] («Σκυθῶν κακοξενώτεροι», Ιουλ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κακ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>ξενος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ξένος]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ιδιό</i>-<i>ξενος</i>, <i>φιλό</i>-<i>ξενος</i>].
|mltxt=[[κακόξενος]], ιων. τ. [[κακόξεινος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που δέχεται στο [[σπίτι]] του ξένους ανάξιους για [[φιλοξενία]] («οὔ τις σεῖο κακοξεινώτερος [[άλλος]]», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[δυσμενής]] [[προς]] τους ξένους, [[αφιλόξενος]] («Σκυθῶν κακοξενώτεροι», Ιουλ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κακ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>ξενος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ξένος]]), [[πρβλ]]. [[ιδιόξενος]], [[φιλόξενος]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κᾰκόξενος:''' Ιων. -ξεινος, -ον,<br /><b class="num">I.</b> αυτός που φιλοξενεί ανάξιους φιλοξενίας ανθρώπους, σε ανώμ. Επικ. συγκρ. <i>κακοξεινώτερος</i>, σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">II.</b> [[εχθρικός]] προς τους ξένους, [[αφιλόξενος]], σε Ευρ., Ανθ.
|lsmtext='''κᾰκόξενος:''' Ιων. -ξεινος, -ον,<br /><b class="num">I.</b> αυτός που φιλοξενεί ανάξιους φιλοξενίας ανθρώπους, σε ανώμ. Επικ. συγκρ. <i>κακοξεινώτερος</i>, σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">II.</b> [[εχθρικός]] προς τους ξένους, [[αφιλόξενος]], σε Ευρ., Ανθ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''κᾰκόξενος:''' (эп. compar. κακοξεινώτερος)<br /><b class="num">1)</b> несчастливый в своих гостях, навещаемый плохими гостями ([[Τηλέμαχος]] Hom.);<br /><b class="num">2)</b> неприветливый к гостям, негостеприимный (δόμοι Eur.).
|lstext='''κακόξενος''': Ἰων. κακόξεινος, ον, ὁ δεχόμενος εἰς τὸν οἶκόν του ξένους ἀναξίους φιλοξενίας, «κακῶν ξένων ὑποδοχεὺς» (Σχόλ.), Τηλέμαχ’ [[οὔτις]] [[σεῖο]] κακοξεινώτερος [[ἄλλος]] Ὀδ. Υ. 376. ΙΙ. δυσμενὴς πρὸς τοὺς ξένους, [[ἄξενος]], ἀφιλόξενος, Εὐρ. Ἄλκ. 558 (διάφ. γραφ. ἀντὶ [[ἐχθρόξενος]]), Ἀνθ. Π. 699, Λυκόφρ. 1286.
}}
}}
{{elnl
{{mdlsj
|elnltext=κακόξενος -ον, Ion. κακόξεινος [κακός, ξενός] met slechte gasten:. οὔ τις σεῖο κακοξεινώτερος ἄλλος geen ander zit meer met slechte gasten opgescheept dan jij Od. 20.376.
|mdlsjtxt=<b class="num">I.</b> [[unfortunate]] in guests, in irreg. epic comp. κακοξεινώτερος, Od.<br /><b class="num">II.</b> [[unfriendly]] to strangers, [[inhospitable]], Eur., Anth.
}}
}}
{{mdlsj
{{trml
|mdlsjtxt=<br /><b class="num">I.</b> [[unfortunate]] in guests, in irreg. epic comp. κακοξεινώτερος, Od.<br /><b class="num">II.</b> [[unfriendly]] to strangers, [[inhospitable]], Eur., Anth.
|trtx====[[inhospitable]]===
Bulgarian: негостоприемен; Catalan: inhòspit; Dutch: [[onherbergzaam]]; French: [[inhospitalier]]; Galician: inhóspito; German: [[menschenfeindlich]], [[nicht einladend]], [[nicht gastfreundlich]], [[ungastlich]], [[unwirtlich]]; Greek: [[αφιλόξενος]]; Ancient Greek: [[ἀλίμενος]], [[ἄμεικτος]], [[ἄμικτος]], [[ἀμιχθαλόεις]], [[ἄξεινος]], [[ἄξενος]], [[ἀπόξενος]], [[ἀφιλόξενος]], [[δύσαυλος]], [[δύσξενος]], [[δύσχορτος]], [[ἐχθρόξενος]], [[κακόξεινος]], [[κακόξενος]], [[μισόξενος]], [[φυγόξενος]]; Irish: ainfhial, danartha, dofháilteach, doicheallach, dothíosach; Latin: [[inhospitalis]]; Malagasy: tsy azo hiainana; Manx: neuoastagh, anoltagh, neuaaghtagh, neuchuirree; Norwegian Bokmål: ugjestmild; Nynorsk: ugjestmild; Old English: uncumlīþe, unġiestlīþe; Polish: niegościnny; Portuguese: [[inóspito]]; Russian: [[негостеприимный]]; Spanish: [[inhóspito]]; Swedish: ogästvänlig
}}
}}

Latest revision as of 12:53, 25 October 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰκόξενος Medium diacritics: κακόξενος Low diacritics: κακόξενος Capitals: ΚΑΚΟΞΕΝΟΣ
Transliteration A: kakóxenos Transliteration B: kakoxenos Transliteration C: kakoksenos Beta Code: kako/cenos

English (LSJ)

Ion. κακόξεινος, ον,
A unfortunate in guests, in Ep. Comp., οὔ τις σεῖο κακοξεινώτερος ἄλλος Od.20.376.
II unfriendly to strangers, inhospitable, E.Alc.558 (v.l. for ἐχθρόξενος), AP7.699, Lyc.1286: Comp., Σκυθῶν κακόξενώτεροι Jul.Ep.89b.

German (Pape)

[Seite 1301] unfreundlich gegen Fremde, ungastlich, Eur. Alc. 558 u. sp. D., wie Ep. ad. 396 (VII, 699), vom Meere. S. κακόξεινος.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 inhospitalier;
2 malheureux en hôtes, qui a de méchants hôtes.
Étymologie: κακός, ξένος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κακόξενος -ον, Ion. κακόξεινος [κακός, ξενός] met slechte gasten:. οὔ τις σεῖο κακοξεινώτερος ἄλλος geen ander zit meer met slechte gasten opgescheept dan jij Od. 20.376.

Russian (Dvoretsky)

κᾰκόξενος: (эп. compar. κακοξεινώτερος)
1 несчастливый в своих гостях, навещаемый плохими гостями (Τηλέμαχος Hom.);
2 неприветливый к гостям, негостеприимный (δόμοι Eur.).

Greek Monolingual

κακόξενος, ιων. τ. κακόξεινος, -ον (Α)
1. αυτός που δέχεται στο σπίτι του ξένους ανάξιους για φιλοξενία («οὔ τις σεῖο κακοξεινώτερος άλλος», Ομ. Οδ.)
2. δυσμενής προς τους ξένους, αφιλόξενος («Σκυθῶν κακοξενώτεροι», Ιουλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο)- + -ξενος (< ξένος), πρβλ. ιδιόξενος, φιλόξενος].

Greek Monotonic

κᾰκόξενος: Ιων. -ξεινος, -ον,
I. αυτός που φιλοξενεί ανάξιους φιλοξενίας ανθρώπους, σε ανώμ. Επικ. συγκρ. κακοξεινώτερος, σε Ομήρ. Οδ.
II. εχθρικός προς τους ξένους, αφιλόξενος, σε Ευρ., Ανθ.

Greek (Liddell-Scott)

κακόξενος: Ἰων. κακόξεινος, ον, ὁ δεχόμενος εἰς τὸν οἶκόν του ξένους ἀναξίους φιλοξενίας, «κακῶν ξένων ὑποδοχεὺς» (Σχόλ.), Τηλέμαχ’ οὔτις σεῖο κακοξεινώτερος ἄλλος Ὀδ. Υ. 376. ΙΙ. δυσμενὴς πρὸς τοὺς ξένους, ἄξενος, ἀφιλόξενος, Εὐρ. Ἄλκ. 558 (διάφ. γραφ. ἀντὶ ἐχθρόξενος), Ἀνθ. Π. 699, Λυκόφρ. 1286.

Middle Liddell

I. unfortunate in guests, in irreg. epic comp. κακοξεινώτερος, Od.
II. unfriendly to strangers, inhospitable, Eur., Anth.

Translations

inhospitable

Bulgarian: негостоприемен; Catalan: inhòspit; Dutch: onherbergzaam; French: inhospitalier; Galician: inhóspito; German: menschenfeindlich, nicht einladend, nicht gastfreundlich, ungastlich, unwirtlich; Greek: αφιλόξενος; Ancient Greek: ἀλίμενος, ἄμεικτος, ἄμικτος, ἀμιχθαλόεις, ἄξεινος, ἄξενος, ἀπόξενος, ἀφιλόξενος, δύσαυλος, δύσξενος, δύσχορτος, ἐχθρόξενος, κακόξεινος, κακόξενος, μισόξενος, φυγόξενος; Irish: ainfhial, danartha, dofháilteach, doicheallach, dothíosach; Latin: inhospitalis; Malagasy: tsy azo hiainana; Manx: neuoastagh, anoltagh, neuaaghtagh, neuchuirree; Norwegian Bokmål: ugjestmild; Nynorsk: ugjestmild; Old English: uncumlīþe, unġiestlīþe; Polish: niegościnny; Portuguese: inóspito; Russian: негостеприимный; Spanish: inhóspito; Swedish: ogästvänlig