προσερέω: Difference between revisions

From LSJ

Ὅρκον δὲ φεῦγε καὶ δικαίως κἀδίκως (κἂν δικαίως ὀμνύῃς) → Iurare fugias, vere, falso, haud interest → Zu schwören meide, gleich ob richtig oder falsch

Menander, Monostichoi, 441
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")
m (Text replacement - "E.''Alc.''" to "E.''Alc.''")
 
(15 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=prosereo
|Transliteration C=prosereo
|Beta Code=prosere/w
|Beta Code=prosere/w
|Definition=Att. contr. προσερῶ, used as fut. of <b class="b3">προσαγορεύω, προσεῖπον</b> being used as aor.: pf. <b class="b3">προσείρηκα, -ημαι</b>, <span class="bibl">Pl.<span class="title">Ti.</span>31a</span>, <span class="bibl"><span class="title">Cra.</span>403a</span>: —Pass., fut. <b class="b3">προσρηθήσομαι</b> (v. infr.): aor. <b class="b3">προσερρήθην</b> (v. infr.):—<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">speak to, address, accost</b>, τινα <span class="bibl">E.<span class="title">Alc.</span>1005</span> (lyr.), <span class="bibl">Pl.<span class="title">Phd.</span>60a</span>; οὔτις ἦν οὕτω κακός, ὃν οὐ προσεῖπε καὶ προσερρήθη πάλιν <span class="bibl">E.<span class="title">Alc.</span>195</span>, cf. <span class="bibl">942</span>; of one who [[addresses]] a god, <span class="bibl">Hdt.5.72</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> c. dupl. acc., <b class="b2">call by a name</b>, <b class="b3">πολίτας ἀλλήλους π</b>. <span class="bibl">Pl.<span class="title">R.</span>463a</span>; <b class="b3">ἕνα οὐρανὸν π</b>. <span class="bibl">Id.<span class="title">Ti.</span>31a</span>; <b class="b3">τί προσεροῦμεν ὄνομα συμπάσας δυνάμεις</b>; <span class="bibl">Id.<span class="title">Sph.</span>227b</span>; <b class="b3">τινὰ ταὐτὸν π. ὄνομα</b> ib.<span class="bibl">224b</span>:—Pass., βασιλικὸς προσρηθήσεται <span class="bibl">Id.<span class="title">Plt.</span>259b</span>, cf. <span class="bibl"><span class="title">Cra.</span> 403a</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> Pass., <b class="b2">to be enjoined, commanded</b>, Aristid.1.484J.</span>
|Definition=Att. contr. [[προσερῶ]], used as fut. of [[προσαγορεύω]], [[προσεῖπον]] being used as aor.: pf. <b class="b3">προσείρηκα, -ημαι</b>, Pl.''Ti.''31a, ''Cra.''403a: —Pass., fut. προσρηθήσομαι (v. infr.): aor. προσερρήθην (v. infr.):—<br><span class="bld">A</span> [[speak to]], [[address]], [[accost]], τινα [[Euripides|E.]]''[[Alcestis|Alc.]]''1005 (lyr.), [[Plato|Pl.]]''[[Phaedo|Phd.]]'' 60a; οὔτις ἦν οὕτω κακός, ὃν οὐ προσεῖπε καὶ προσερρήθη πάλιν [[Euripides|E.]]''[[Alcestis|Alc.]]''195, cf. 942; of one who [[addresses]] a god, [[Herodotus|Hdt.]]5.72.<br><span class="bld">2</span> c. dupl. acc., [[call by a name]], <b class="b3">πολίτας ἀλλήλους π.</b> [[Plato|Pl.]]''[[Republic|R.]]'' 463a; <b class="b3">ἕνα οὐρανὸν π.</b> Id.''Ti.''31a; <b class="b3">τί προσεροῦμεν ὄνομα συμπάσας δυνάμεις</b>; Id.''Sph.''227b; <b class="b3">τινὰ ταὐτὸν π. ὄνομα</b> ib.224b:—Pass., βασιλικὸς προσρηθήσεται Id.''Plt.''259b, cf. ''Cra.'' 403a.<br><span class="bld">II</span> Pass., to [[be enjoined]], [[commanded]], Aristid.1.484J.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0762.png Seite 762]] fut. zu [[προσεῖπον]], [[προσαγορεύω]], perf. [[προσείρηκα]], προσείρημαι, fut. pass. προσρηθήσομαι u. s. w., – 1) ich werde anreden, begrüßen, von Einem, der sich dem Tempel einer Gottheit nahet, ich werde anbeten, Her. 2, 72. – 2) ich werde dazu sagen, hinzusetzen, übh. benennen, ταὐτὸν προσερεῖς [[ὄνομα]], Plat. Soph. 224 b; τί προσεροῦμεν [[ὄνομα]] ξυμπάσας δυνάμεις, 227 b; βασιλικὸς ὀρθῶς προσρηθήσεται, Polit. 259 b; [[πᾶν]] νόσον προσρητέον, Tim. 86 b.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0762.png Seite 762]] fut. zu [[προσεῖπον]], [[προσαγορεύω]], perf. [[προσείρηκα]], προσείρημαι, fut. pass. προσρηθήσομαι u. s. w., – 1) ich werde anreden, begrüßen, von Einem, der sich dem Tempel einer Gottheit nahet, ich werde anbeten, Her. 2, 72. – 2) ich werde dazu sagen, hinzusetzen, übh. benennen, ταὐτὸν προσερεῖς [[ὄνομα]], Plat. Soph. 224 b; τί προσεροῦμεν [[ὄνομα]] ξυμπάσας δυνάμεις, 227 b; βασιλικὸς ὀρθῶς προσρηθήσεται, Polit. 259 b; [[πᾶν]] νόσον προσρητέον, Tim. 86 b.
}}
{{ls
|lstext='''προσερέω''': Ἀττ. συνῃρ. προσερῶ, ἐν χρήσει ὡς μέλλ. τοῦ [[προσαγορεύω]], τὸ δὲ [[προσεῖπον]] [[εἶναι]] ἐν χρήσει ὡς ἀόρ.: πρκμ. προσείρηκα, -ημαι. ― Παθητ., μέλλ. προσρηθήσομαι· ἀόρ. πρσερρήθην· πρβλ. προσρητέον. Προσαγορεύω, προσφωνῶ, τινα Εὐρ. Ἄλκ. 1005, Πλάτ. Φαίδων 60Α· [[οὔτις]] ἦν οὕτω κακός, ὃν οὐ προσεῖπε καὶ προσερρήθη [[πάλιν]] Εὐρ. Ἄλκ. 195, πρβλ. 942· ― ἐπὶ τοῦ προσαγορεύοντος θεόν, ἀποτεινομένου πρὸς θεόν, Ἡρόδ. 5. 72. 2) [[μετὰ]] διπλῆς αἰτ., καλῶ τινα μέ τι [[ὄνομα]], [[ὀνομάζω]], πολίτας πρ. ἀλλήλους Πλάτ. Πολ. 463Α· οὐρανὸν ἕνα πρ. ὁ αὐτ. ἐν Τιμ. 31Α· τί προσεροῦμεν [[ὄνομα]] ξυμπάσας δυνάμεις; ὁ αὐτ. ἐν Σοφιστ. 227Β· ἢ [[ἁπλῶς]], πρ. [[ὄνομα]] ταὐτὸν [[αὐτόθι]] 224Β. ― Παθ., βασιλικὸς προσρηθήσομαι ὁ αὐτ. ἐν Πολιτ. 259Β, πρβλ. Κρατ. 403Α. ― Πρβλ. [[προσερέσθαι]].
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><i>c.</i> προσέρω.<br />'''Étymologie:''' [[πρός]], [[ἐρέω]].
|btext=[[προσερῶ]] :<br /><i>c.</i> προσέρω.<br />'''Étymologie:''' [[πρός]], [[ἐρέω]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''προσερέω:''' Αττ. συνηρ. -ερῶ, ως μέλ. του <i>προσ- [[αγορεύω]]</i>, αορ. βʹ [[προσεῖπον]], παρακ. [[προσείρηκα]] — Παθ., μέλ. <i>προσρηθήσομαι</i>, αόρ. αʹ [[προσερρήθην]], παρακ. <i>-είρημαι</i>,<br /><b class="num">1.</b> [[μιλώ]], [[προσφωνώ]], [[προσαγορεύω]], <i>τινά</i>, σε Ευρ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> με [[διπλή]] αιτ., [[καλώ]] ή [[ονομάζω]], πολίτας [[προσερέω]] ἀλλήλους, σε Πλάτ.
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''προσερέω:''' стяж. [[προσερῶ]] fut. к * [[προσέρω]].
|elrutext='''προσερέω:''' стяж. [[προσερῶ]] fut. к * [[προσέρω]].
}}
{{ls
|lstext='''προσερέω''': Ἀττ. συνῃρ. προσερῶ, ἐν χρήσει ὡς μέλλ. τοῦ [[προσαγορεύω]], τὸ δὲ [[προσεῖπον]] [[εἶναι]] ἐν χρήσει ὡς ἀόρ.: πρκμ. προσείρηκα, -ημαι. ― Παθητ., μέλλ. προσρηθήσομαι· ἀόρ. πρσερρήθην· πρβλ. προσρητέον. Προσαγορεύω, προσφωνῶ, τινα Εὐρ. Ἄλκ. 1005, Πλάτ. Φαίδων 60Α· [[οὔτις]] ἦν οὕτω κακός, ὃν οὐ προσεῖπε καὶ προσερρήθη [[πάλιν]] Εὐρ. Ἄλκ. 195, πρβλ. 942· ― ἐπὶ τοῦ προσαγορεύοντος θεόν, ἀποτεινομένου πρὸς θεόν, Ἡρόδ. 5. 72. 2) μετὰ διπλῆς αἰτ., καλῶ τινα μέ τι [[ὄνομα]], [[ὀνομάζω]], πολίτας πρ. ἀλλήλους Πλάτ. Πολ. 463Α· οὐρανὸν ἕνα πρ. ὁ αὐτ. ἐν Τιμ. 31Α· τί προσεροῦμεν [[ὄνομα]] ξυμπάσας δυνάμεις; ὁ αὐτ. ἐν Σοφιστ. 227Β· ἢ [[ἁπλῶς]], πρ. [[ὄνομα]] ταὐτὸν [[αὐτόθι]] 224Β. ― Παθ., βασιλικὸς προσρηθήσομαι ὁ αὐτ. ἐν Πολιτ. 259Β, πρβλ. Κρατ. 403Α. ― Πρβλ. [[προσερέσθαι]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''προσερέω:''' Αττ. συνηρ. -ερῶ, ως μέλ. του <i>προσ- [[αγορεύω]]</i>, αορ. βʹ [[προσεῖπον]], παρακ. [[προσείρηκα]] — Παθ., μέλ. <i>προσρηθήσομαι</i>, αόρ. αʹ [[προσερρήθην]], παρακ. <i>-είρημαι</i>,<br /><b class="num">1.</b> [[μιλώ]], [[προσφωνώ]], [[προσαγορεύω]], <i>τινά</i>, σε Ευρ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> με [[διπλή]] αιτ., [[καλώ]] ή [[ονομάζω]], πολίτας [[προσερέω]] ἀλλήλους, σε Πλάτ.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[attic]] contr. -ερῶ aor2 [[προσεῖπον]] [as fut. of προσ-αγορεύω, [[προσεῖπον]] [[being]] aor2] perf. [[προσείρηκα]] Pass., fut. προσρηθήσομαι aor1 [[προσερρήθην]] perf. -είρημαι<br /><b class="num">1.</b> to [[speak]] to, [[address]], [[accost]], τινά Eur., etc.<br /><b class="num">2.</b> c. dupl. acc. to [[call]] or [[name]], πολίτας πρ. ἀλλήλους Plat.
|mdlsjtxt=Attic contr. -ερῶ aor2 [[προσεῖπον]] [as fut. of προσ-αγορεύω, [[προσεῖπον]] [[being]] aor2] perf. [[προσείρηκα]] Pass., fut. προσρηθήσομαι aor1 [[προσερρήθην]] perf. -είρημαι<br /><b class="num">1.</b> to [[speak]] to, [[address]], [[accost]], τινά Eur., etc.<br /><b class="num">2.</b> c. dupl. acc. to [[call]] or [[name]], πολίτας πρ. ἀλλήλους Plat.
}}
}}

Latest revision as of 13:00, 25 October 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσερέω Medium diacritics: προσερέω Low diacritics: προσερέω Capitals: ΠΡΟΣΕΡΕΩ
Transliteration A: proseréō Transliteration B: prosereō Transliteration C: prosereo Beta Code: prosere/w

English (LSJ)

Att. contr. προσερῶ, used as fut. of προσαγορεύω, προσεῖπον being used as aor.: pf. προσείρηκα, -ημαι, Pl.Ti.31a, Cra.403a: —Pass., fut. προσρηθήσομαι (v. infr.): aor. προσερρήθην (v. infr.):—
A speak to, address, accost, τινα E.Alc.1005 (lyr.), Pl.Phd. 60a; οὔτις ἦν οὕτω κακός, ὃν οὐ προσεῖπε καὶ προσερρήθη πάλιν E.Alc.195, cf. 942; of one who addresses a god, Hdt.5.72.
2 c. dupl. acc., call by a name, πολίτας ἀλλήλους π. Pl.R. 463a; ἕνα οὐρανὸν π. Id.Ti.31a; τί προσεροῦμεν ὄνομα συμπάσας δυνάμεις; Id.Sph.227b; τινὰ ταὐτὸν π. ὄνομα ib.224b:—Pass., βασιλικὸς προσρηθήσεται Id.Plt.259b, cf. Cra. 403a.
II Pass., to be enjoined, commanded, Aristid.1.484J.

German (Pape)

[Seite 762] fut. zu προσεῖπον, προσαγορεύω, perf. προσείρηκα, προσείρημαι, fut. pass. προσρηθήσομαι u. s. w., – 1) ich werde anreden, begrüßen, von Einem, der sich dem Tempel einer Gottheit nahet, ich werde anbeten, Her. 2, 72. – 2) ich werde dazu sagen, hinzusetzen, übh. benennen, ταὐτὸν προσερεῖς ὄνομα, Plat. Soph. 224 b; τί προσεροῦμεν ὄνομα ξυμπάσας δυνάμεις, 227 b; βασιλικὸς ὀρθῶς προσρηθήσεται, Polit. 259 b; πᾶν νόσον προσρητέον, Tim. 86 b.

French (Bailly abrégé)

προσερῶ :
c. προσέρω.
Étymologie: πρός, ἐρέω.

Russian (Dvoretsky)

προσερέω: стяж. προσερῶ fut. к * προσέρω.

Greek (Liddell-Scott)

προσερέω: Ἀττ. συνῃρ. προσερῶ, ἐν χρήσει ὡς μέλλ. τοῦ προσαγορεύω, τὸ δὲ προσεῖπον εἶναι ἐν χρήσει ὡς ἀόρ.: πρκμ. προσείρηκα, -ημαι. ― Παθητ., μέλλ. προσρηθήσομαι· ἀόρ. πρσερρήθην· πρβλ. προσρητέον. Προσαγορεύω, προσφωνῶ, τινα Εὐρ. Ἄλκ. 1005, Πλάτ. Φαίδων 60Α· οὔτις ἦν οὕτω κακός, ὃν οὐ προσεῖπε καὶ προσερρήθη πάλιν Εὐρ. Ἄλκ. 195, πρβλ. 942· ― ἐπὶ τοῦ προσαγορεύοντος θεόν, ἀποτεινομένου πρὸς θεόν, Ἡρόδ. 5. 72. 2) μετὰ διπλῆς αἰτ., καλῶ τινα μέ τι ὄνομα, ὀνομάζω, πολίτας πρ. ἀλλήλους Πλάτ. Πολ. 463Α· οὐρανὸν ἕνα πρ. ὁ αὐτ. ἐν Τιμ. 31Α· τί προσεροῦμεν ὄνομα ξυμπάσας δυνάμεις; ὁ αὐτ. ἐν Σοφιστ. 227Β· ἢ ἁπλῶς, πρ. ὄνομα ταὐτὸν αὐτόθι 224Β. ― Παθ., βασιλικὸς προσρηθήσομαι ὁ αὐτ. ἐν Πολιτ. 259Β, πρβλ. Κρατ. 403Α. ― Πρβλ. προσερέσθαι.

Greek Monotonic

προσερέω: Αττ. συνηρ. -ερῶ, ως μέλ. του προσ- αγορεύω, αορ. βʹ προσεῖπον, παρακ. προσείρηκα — Παθ., μέλ. προσρηθήσομαι, αόρ. αʹ προσερρήθην, παρακ. -είρημαι,
1. μιλώ, προσφωνώ, προσαγορεύω, τινά, σε Ευρ. κ.λπ.
2. με διπλή αιτ., καλώ ή ονομάζω, πολίτας προσερέω ἀλλήλους, σε Πλάτ.

Middle Liddell

Attic contr. -ερῶ aor2 προσεῖπον [as fut. of προσ-αγορεύω, προσεῖπον being aor2] perf. προσείρηκα Pass., fut. προσρηθήσομαι aor1 προσερρήθην perf. -είρημαι
1. to speak to, address, accost, τινά Eur., etc.
2. c. dupl. acc. to call or name, πολίτας πρ. ἀλλήλους Plat.