κατονομάζω: Difference between revisions

From LSJ

Ἀναξαγόρας δύο ἔλεγε διδασκαλίας εἶναι θανάτου, τόν τε πρὸ τοῦ γενέσθαι χρόνον καὶ τὸν ὕπνονAnaxagoras used to say that we have two teachers for death: the time before we were born and sleep | Anaxagoras said that there are two rehearsals for death: the time before being born and sleep

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "Theophrastus" to "Thphr.")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
 
(8 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=katonomazo
|Transliteration C=katonomazo
|Beta Code=katonoma/zw
|Beta Code=katonoma/zw
|Definition=<span class="sense"><span class="bld">A</span> [[name]], <span class="bibl">Str.7.3.2</span>, al.; <b class="b3">ἀπό τινος</b> ib.<span class="bibl">13.1.48</span> (dub.l.):— Pass., ζωμὸς κατωνόμασται <span class="bibl">Anaxandr.34.5</span>; to [[be named]], <span class="bibl">Arist.<span class="title">EE</span> 1221b10</span>, <span class="bibl">Thphr.<span class="title">Od.</span>2</span>; to [[be expressed in terms]], of numbers, <span class="bibl">Archim. <span class="title">Aren.</span>1.3</span>; <b class="b3">τὰ -ωνομασμένα</b> the [[aforesaid]], <span class="bibl">Meno <span class="title">Iatr.</span>11.33</span>, <span class="bibl">Philum. <span class="title">Ven.</span>27.3</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> Pass., to [[be betrothed]], c. dat., <span class="bibl">Plb.5.43.1</span>, Hsch. s.v. [[τᾶλις]]; to [[be devoted]] to the gods. <span class="bibl">D.H.1.16</span>, <span class="bibl">Phalar.<span class="title">Ep.</span>84.1</span>.</span>
|Definition=<span class="bld">A</span> [[name]], Str.7.3.2, al.; <b class="b3">ἀπό τινος</b> ib.13.1.48 (dub.l.):—Pass., ζωμὸς κατωνόμασται Anaxandr.34.5; to [[be named]], Arist.''EE'' 1221b10, [[Theophrastus|Thphr.]] ''De Odoribus'' 2; to [[be expressed in terms]], of numbers, Archim. ''Aren.''1.3; <b class="b3">τὰ κατωνομασμένα</b> the [[aforesaid]], Meno ''Iatr.''11.33, Philum. ''Ven.''27.3.<br><span class="bld">II</span> Pass., to [[be betrothed]], c. dat., Plb.5.43.1, [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]] [[sub verbo|s.v.]] [[τᾶλις]]; to [[be devoted]] to the gods. D.H.1.16, Phalar.''Ep.''84.1.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1404.png Seite 1404]] 1) benennen, Theophr. u. Folgde; τούτους τε καὶ τὴν Ἴδην ἀπὸ τῆς ἐν Κρήτῃ κατονομάσαι Strab. XIII, 604. – 2) zusagen, verloben; παρθένον οὖσαν γυναῖκα τῷ βασιλεῖ κατωνομασμένην Pol. 5, 43, 1; weichen, D. Hal. 1, 16.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1404.png Seite 1404]] 1) benennen, Theophr. u. Folgde; τούτους τε καὶ τὴν Ἴδην ἀπὸ τῆς ἐν Κρήτῃ κατονομάσαι Strab. XIII, 604. – 2) zusagen, verloben; παρθένον οὖσαν γυναῖκα τῷ βασιλεῖ κατωνομασμένην Pol. 5, 43, 1; weichen, D. Hal. 1, 16.
}}
{{elnl
|elnltext=κατ-ονομάζω een naam geven, noemen.
}}
{{elru
|elrutext='''κατονομάζω:'''<br /><b class="num">1</b> [[именовать]], [[называть]]: κατονομάζεσθαι τῷ διαφέρειν [[κατά]] τι Arst. именоваться в зависимости от различия в чем-л.;<br /><b class="num">2</b> [[обещать в жены]], [[обручать]] (παρθένον γυναῖκα τῷ βασιλεῖ Polyb.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 17: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=(ΑΜ [[κατονομάζω]])<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[καλώ]] κάποιον ή [[κάτι]] με το όνομά του, [[αναφέρω]] το όνομα κάποιου<br /><b>2.</b> [[καταγγέλλω]] κάποιον ονομαστικά, [[αναφέρω]] το όνομα [[αυτού]] που [[καταγγέλλω]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[δίνω]] όνομα σε κάποιον, [[ονομάζω]] («Ὅμηρον δ' ὀρθῶς εἰκάζειν μοι δοκεῑ [[Ποσειδώνιος]] τοὺς ἐν τῇ Εὐρώπῃ Μυσοὺς κατονομάζειν», <b>Στράβ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>παθ.</b> <i>κατονομάζομαι</i><br />α) (για αριθμούς) [[είμαι]] εκφρασμένος με επιστημονικούς όρους<br />β) μνηστεύομαι, αρραβωνιάζομαι («γυναῑκα τῷ βασιλεῑ κατωνομασμένην», <b>Πολ.</b>)<br />γ) αφιερώνομαι στον θεό<br />δ) (το ουδ. μτχ. παθ. παρακμ.) <i>τὰ κατωνομασμένα</i><br />τα αναφερθέντα.
|mltxt=(ΑΜ [[κατονομάζω]])<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[καλώ]] κάποιον ή [[κάτι]] με το όνομά του, [[αναφέρω]] το όνομα κάποιου<br /><b>2.</b> [[καταγγέλλω]] κάποιον ονομαστικά, [[αναφέρω]] το όνομα [[αυτού]] που [[καταγγέλλω]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[δίνω]] όνομα σε κάποιον, [[ονομάζω]] («Ὅμηρον δ' ὀρθῶς εἰκάζειν μοι δοκεῖ [[Ποσειδώνιος]] τοὺς ἐν τῇ Εὐρώπῃ Μυσοὺς κατονομάζειν», <b>Στράβ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>παθ.</b> <i>κατονομάζομαι</i><br />α) (για αριθμούς) [[είμαι]] εκφρασμένος με επιστημονικούς όρους<br />β) μνηστεύομαι, αρραβωνιάζομαι («γυναῖκα τῷ βασιλεῖ κατωνομασμένην», <b>Πολ.</b>)<br />γ) αφιερώνομαι στον θεό<br />δ) (το ουδ. μτχ. παθ. παρακμ.) <i>τὰ κατωνομασμένα</i><br />τα αναφερθέντα.
}}
{{elru
|elrutext='''κατονομάζω:'''<br /><b class="num">1)</b> именовать, называть: κατονομάζεσθαι τῷ διαφέρειν [[κατά]] τι Arst. именоваться в зависимости от различия в чем-л.;<br /><b class="num">2)</b> обещать в жены, обручать (παρθένον γυναῖκα τῷ βασιλεῖ Polyb.).
}}
{{elnl
|elnltext=κατ-ονομάζω een naam geven, noemen.
}}
}}

Latest revision as of 07:35, 2 November 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατονομάζω Medium diacritics: κατονομάζω Low diacritics: κατονομάζω Capitals: ΚΑΤΟΝΟΜΑΖΩ
Transliteration A: katonomázō Transliteration B: katonomazō Transliteration C: katonomazo Beta Code: katonoma/zw

English (LSJ)

A name, Str.7.3.2, al.; ἀπό τινος ib.13.1.48 (dub.l.):—Pass., ζωμὸς κατωνόμασται Anaxandr.34.5; to be named, Arist.EE 1221b10, Thphr. De Odoribus 2; to be expressed in terms, of numbers, Archim. Aren.1.3; τὰ κατωνομασμένα the aforesaid, Meno Iatr.11.33, Philum. Ven.27.3.
II Pass., to be betrothed, c. dat., Plb.5.43.1, Hsch. s.v. τᾶλις; to be devoted to the gods. D.H.1.16, Phalar.Ep.84.1.

German (Pape)

[Seite 1404] 1) benennen, Theophr. u. Folgde; τούτους τε καὶ τὴν Ἴδην ἀπὸ τῆς ἐν Κρήτῃ κατονομάσαι Strab. XIII, 604. – 2) zusagen, verloben; παρθένον οὖσαν γυναῖκα τῷ βασιλεῖ κατωνομασμένην Pol. 5, 43, 1; weichen, D. Hal. 1, 16.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατ-ονομάζω een naam geven, noemen.

Russian (Dvoretsky)

κατονομάζω:
1 именовать, называть: κατονομάζεσθαι τῷ διαφέρειν κατά τι Arst. именоваться в зависимости от различия в чем-л.;
2 обещать в жены, обручать (παρθένον γυναῖκα τῷ βασιλεῖ Polyb.).

Greek (Liddell-Scott)

κατονομάζω: δι’ ὀνόματος διακρίνω, τῆς εὐωδίας καὶ κακωδίας οὐκέτι τὰ εἴδη κατωνόμασται Θεοφρ. π. Ὀσμ. 2· τινί, συμφώνως πρός τι, Φίλων (;)· ἢ ἀπό τινος κατονομάζειν τινὰ Στράβ. 604.- Παθ., ζωμὸς κατωνόμασται Ἀναξανδρ. ἐν «’Οδ.» 2. 5, Ἀριστ. Ἠθ. Ε. 2. 3, 12· ἐκδηλοῦμαι εἰς λέξεις, Ἀρχιμήδ. π. Ψαμμίτου. II. ὑπισχνοῦμαι, κατεγγυῶ, μνηστεύω, ἀρραβωνίζω, Πολύβ. 5. 43, 1· διὸ καὶ ὁ Ἡσύχ. «τᾶλις, ἡ μελλόγαμος παρθένος καὶ κατωνομασμένη τινί»· πρὸς δὲ ἀφιερῶ, Διον. Ἁλ. 1. 16, κτλ.

Greek Monolingual

(ΑΜ κατονομάζω)
νεοελλ.
1. καλώ κάποιον ή κάτι με το όνομά του, αναφέρω το όνομα κάποιου
2. καταγγέλλω κάποιον ονομαστικά, αναφέρω το όνομα αυτού που καταγγέλλω
μσν.-αρχ.
δίνω όνομα σε κάποιον, ονομάζω («Ὅμηρον δ' ὀρθῶς εἰκάζειν μοι δοκεῖ Ποσειδώνιος τοὺς ἐν τῇ Εὐρώπῃ Μυσοὺς κατονομάζειν», Στράβ.)
αρχ.
παθ. κατονομάζομαι
α) (για αριθμούς) είμαι εκφρασμένος με επιστημονικούς όρους
β) μνηστεύομαι, αρραβωνιάζομαι («γυναῖκα τῷ βασιλεῖ κατωνομασμένην», Πολ.)
γ) αφιερώνομαι στον θεό
δ) (το ουδ. μτχ. παθ. παρακμ.) τὰ κατωνομασμένα
τα αναφερθέντα.