ἑκατηβόλος: Difference between revisions

From LSJ

Ὅτι σοῦ ἐστιν ἡ βασιλεία καὶ ἡ δύναμις καὶ ἡ δόξα, τοῦ Πατρός καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν. → For thine is the kingdom, and the power, and the glory, of the Father, and of the Son, and of the Holy Spirit forever and ever. Amen.

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
mNo edit summary
 
(4 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=ekativolos
|Transliteration C=ekativolos
|Beta Code=e(kathbo/los
|Beta Code=e(kathbo/los
|Definition=ον, Dor. ἑκατᾱ - ([[quod vide|q.v.]]), [[epithet]] of Apollo, Hom., Hes.: as [[substantive]], <span class="bibl">Il.15.231</span>; also of Artemis, <span class="bibl"><span class="title">h.Hom.</span>9.6</span>. (Expld. by the ancients as, = [[far-darting]], Hsch., etc. (or, [[shooting a hundred]] [[βέλη]], Id.); but perhaps originally, [[hitting the mark at will]], cf. [[ἑκάεργος]].)  
|Definition=ἑκατηβόλον, Dor. [[ἑκατάβολος]], [[epithet]] of [[Apollo]], Hom., Hes.: as [[substantive]], Il.15.231; also of [[Artemis]], ''h.Hom.''9.6. (Expld. by the ancients as, = [[far-darting]], [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]], etc. (or, [[shooting a hundred]] [[βέλη]], Id.); but perhaps originally, [[hitting the mark at will]], cf. [[ἑκάεργος]].)  
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui lance ses traits au loin.<br />'''Étymologie:''' [[ἕκατος]], [[βάλλω]].
|btext=ος, ον :<br />[[qui lance ses traits au loin]].<br />'''Étymologie:''' [[ἕκατος]], [[βάλλω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἑκᾰτηβόλος:''' дор. [[ἑκαταβόλος|ἑκατᾱβόλος]] 2 Hom., HH, Hes., Pind. = [[ἑκάεργος]].
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 27: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἑκᾰτηβόλος:''' -ον ([[ἑκάς]], [[βάλλω]]), αυτός που σημαδεύει από [[μακριά]], επίθ. του Απόλλωνα, σε Όμηρ., Ησίοδ.· ως ουσ., η Τοξοβόλος, σε Ομήρ. Ιλ.
|lsmtext='''ἑκᾰτηβόλος:''' -ον ([[ἑκάς]], [[βάλλω]]), αυτός που σημαδεύει από [[μακριά]], επίθ. του Απόλλωνα, σε Όμηρ., Ησίοδ.· ως ουσ., η Τοξοβόλος, σε Ομήρ. Ιλ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἑκᾰτηβόλος:''' дор. [[ἑκαταβόλος|ἑκατᾱβόλος]] 2 Hom., HH, Hes., Pind. = [[ἑκάεργος]].
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=ἑκᾰτη-[[βόλος]], ον [[ἑκάς]], [[βάλλω]]<br />far-[[shooting]], [[epithet]] of [[Apollo]], Hom., Hes.; as [[substantive]] the far-darter, Il.
|mdlsjtxt=ἑκᾰτη-[[βόλος]], ον [[ἑκάς]], [[βάλλω]]<br />far-[[shooting]], [[epithet]] of [[Apollo]], Hom., Hes.; as [[substantive]] the far-darter, Il.
}}
}}

Latest revision as of 09:55, 7 November 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἑκᾰτηβόλος Medium diacritics: ἑκατηβόλος Low diacritics: εκατηβόλος Capitals: ΕΚΑΤΗΒΟΛΟΣ
Transliteration A: hekatēbólos Transliteration B: hekatēbolos Transliteration C: ekativolos Beta Code: e(kathbo/los

English (LSJ)

ἑκατηβόλον, Dor. ἑκατάβολος, epithet of Apollo, Hom., Hes.: as substantive, Il.15.231; also of Artemis, h.Hom.9.6. (Expld. by the ancients as, = far-darting, Hsch., etc. (or, shooting a hundred βέλη, Id.); but perhaps originally, hitting the mark at will, cf. ἑκάεργος.)

German (Pape)

[Seite 752] ὁ, weithin treffend, Beiname des Apollo, oft Hom., Hes.; Pind. P. 8, 64, der auch τόξοι Μοισᾶν so nennt, Ol. 9, 5; der Artemis, H. h. 8, 6. Als subst., ὁ (Apollo), Il. 15, 231.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui lance ses traits au loin.
Étymologie: ἕκατος, βάλλω.

Russian (Dvoretsky)

ἑκᾰτηβόλος: дор. ἑκατᾱβόλος 2 Hom., HH, Hes., Pind. = ἑκάεργος.

Greek (Liddell-Scott)

ἑκᾰτηβόλος: -ον, (ἑκάς, βάλλω) ὁ μακρὰν βάλλων, ἐπίθ. τοῦ Ἀπόλλωνος, Ὅμ. καὶ Ἡσ.· ὡς οὐσιαστ., Ἰλ. Ο. 231. - Πρβλ. ἑκηβόλος.

English (Autenrieth)

(ϝέκατος, βάλλω): fardarting, epithet of Apollo; subst., the ‘far-darter,’ Il. 15.231.

Greek Monolingual

ἑκατηβόλος, -ον, δωρ. τ. ἑκαταβόλος (Α)
αυτός που βάλλει, που ρίχνει από μακριά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. είναι σύνθετη και εμφανίζει ως β' συνθετικό -βολος < βάλλω. Ήδη από την αρχαιότητα συσχετίστηκε ο τ. εκατηβόλος με το εκηβόλος και ερμηνευόταν «αυτός που ρίχνει από μακριά». Δυσκολίες παρέχει η ερμηνεία του α' συνθετικού, για τον οποίο έχουν διατυπωθεί οι εξής υποθέσεις: α) < εκατόν, οπότε ο τ. θα είχε τη μορφή εκατόμ-βολος και η σημασία του θα ήταν «αυτός που ρίχνει 100 ακόντια»
β) < εκηβόλος με παρετυμολογική επίδραση του εκατόν και γ) από συμφυρμό τών εκηβόλος και Έκατος (προσωνυμία του Απόλλωνος). Το ίδιο α' συνθετικό εμφανίζεται και στο σπάνιο σύνθετο επίθετο του Απόλλωνος εκατηβελέτης, του οποίου το β' συνθετικό συνδέεται με το ρ. βάλλω. Η λ. αποτελεί προφανώς παρεκτεταμένο τ. σε -της του εκατηβελής (πρβλ. αιειγενέτης < αιειγενης), κατά το εριβρεμέτης].

Greek Monotonic

ἑκᾰτηβόλος: -ον (ἑκάς, βάλλω), αυτός που σημαδεύει από μακριά, επίθ. του Απόλλωνα, σε Όμηρ., Ησίοδ.· ως ουσ., η Τοξοβόλος, σε Ομήρ. Ιλ.

Middle Liddell

ἑκᾰτη-βόλος, ον ἑκάς, βάλλω
far-shooting, epithet of Apollo, Hom., Hes.; as substantive the far-darter, Il.