λωπίζω: Difference between revisions

From LSJ

ὡς οὐδὲν γλύκιον ἧς πατρίδος οὐδὲ τοκήων γίνεται, εἴ περ καί τις ἀπόπροθι πίονα οἶκον γαίῃ ἐν ἀλλοδαπῇ ναίει ἀπάνευθε τοκήων → More than all pleasures that were ever made parents and fatherland our life still bless. Though we rich home in a strange land possess, still the old memories about us cling.

Source
(23)
m (Text replacement - " compds. " to " compounds ")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
 
(11 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=lopizo
|Transliteration C=lopizo
|Beta Code=lwpi/zw
|Beta Code=lwpi/zw
|Definition=<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">uncover, strip</b>, Hsch., Suid.: found only in compds. <b class="b3">ἀπολωπίζω, περιλωπίζω</b>, etc.; <span class="bibl">S.<span class="title">Tr.</span>925</span>, <b class="b3">ἐκ δ' ἐλώπισεν πλευράν</b>, belongs to <b class="b3">ἐκλωπίζω</b>.—Cf. <b class="b3">λοπίζω</b>.</span>
|Definition=[[uncover]], [[strip]], [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]], Suid.: found only in compounds [[ἀπολωπίζω]], [[περιλωπίζω]], etc.; S.''Tr.''925, <b class="b3">ἐκ δ' ἐλώπισεν πλευράν</b>, belongs to [[ἐκλωπίζω]].—Cf. [[λοπίζω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''λωπίζω''': μέλλ. -ίσω, ([[λῶπος]]) [[ἐκδύω]], γυμνώνω, Ἡσύχ., Σουΐδ.˙ νῦν μόνον ἐν συνθέτοις εὑρισκόμενον, [[ἀπολωπίζω]], [[περιλωπίζω]], κτλ.˙ ― τὸ ἐν Σοφ. Τρ. 925, ἐκ δ’ ἐλώπισε πλευράν, ἀνήκει εἰς τὸ [[ἐκλωπίζω]]. ― Πρβλ. [[λοπίζω]].
|lstext='''λωπίζω''': μέλλ. -ίσω, ([[λῶπος]]) [[ἐκδύω]], γυμνώνω, Ἡσύχ., Σουΐδ.· νῦν μόνον ἐν συνθέτοις εὑρισκόμενον, [[ἀπολωπίζω]], [[περιλωπίζω]], κτλ.· ― τὸ ἐν Σοφ. Τρ. 925, ἐκ δ’ ἐλώπισε πλευράν, ἀνήκει εἰς τὸ [[ἐκλωπίζω]]. ― Πρβλ. [[λοπίζω]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[λωπίζω]] Α) [[λώπη]]<br />[[γδύνω]], [[γυμνώνω]], [[κυρίως]] από ρούχα ή όπλα («ἐκ δ' ἐλώπισεν πλευρὰν ἅπασαν ὠλένην τ' εὐώνυμον», <b>Σοφ.</b>).
|mltxt=[[λωπίζω]] Α) [[λώπη]]<br />[[γδύνω]], [[γυμνώνω]], [[κυρίως]] από ρούχα ή όπλα («ἐκ δ' ἐλώπισεν πλευρὰν ἅπασαν ὠλένην τ' εὐώνυμον», <b>Σοφ.</b>).
}}
{{lsm
|lsmtext='''λωπίζω:''' μέλ. <i>λωπίσω</i> ([[λῶπος]]) [[σκεπάζω]], [[καλύπτω]] με [[μανδύα]], [[ντύνω]], σε Σοφ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[λωπίζω]], [[λῶπος]]<br />to [[cover]], [[cloak]], Soph.
}}
{{pape
|ptext=<i>[[entüllen]]</i>, Hesych. γυμνοῖ ἤτοι ὅπλων ἢ ἱματίων (vgl. [[λοπίζω]] und die Kompp.); Soph. <i>Tr</i>. 921, ἐκ δ' ἐλώπιζε πλευρὰν ἅπασαν, entüllte die [[ganze]] [[Seite]], kann als Tmesis [[betrachtet]] [[werden]].
}}
}}

Latest revision as of 10:38, 11 November 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λωπίζω Medium diacritics: λωπίζω Low diacritics: λωπίζω Capitals: ΛΩΠΙΖΩ
Transliteration A: lōpízō Transliteration B: lōpizō Transliteration C: lopizo Beta Code: lwpi/zw

English (LSJ)

uncover, strip, Hsch., Suid.: found only in compounds ἀπολωπίζω, περιλωπίζω, etc.; S.Tr.925, ἐκ δ' ἐλώπισεν πλευράν, belongs to ἐκλωπίζω.—Cf. λοπίζω.

Greek (Liddell-Scott)

λωπίζω: μέλλ. -ίσω, (λῶπος) ἐκδύω, γυμνώνω, Ἡσύχ., Σουΐδ.· νῦν μόνον ἐν συνθέτοις εὑρισκόμενον, ἀπολωπίζω, περιλωπίζω, κτλ.· ― τὸ ἐν Σοφ. Τρ. 925, ἐκ δ’ ἐλώπισε πλευράν, ἀνήκει εἰς τὸ ἐκλωπίζω. ― Πρβλ. λοπίζω.

Greek Monolingual

λωπίζω Α) λώπη
γδύνω, γυμνώνω, κυρίως από ρούχα ή όπλα («ἐκ δ' ἐλώπισεν πλευρὰν ἅπασαν ὠλένην τ' εὐώνυμον», Σοφ.).

Greek Monotonic

λωπίζω: μέλ. λωπίσω (λῶπος) σκεπάζω, καλύπτω με μανδύα, ντύνω, σε Σοφ.

Middle Liddell

λωπίζω, λῶπος
to cover, cloak, Soph.

German (Pape)

entüllen, Hesych. γυμνοῖ ἤτοι ὅπλων ἢ ἱματίων (vgl. λοπίζω und die Kompp.); Soph. Tr. 921, ἐκ δ' ἐλώπιζε πλευρὰν ἅπασαν, entüllte die ganze Seite, kann als Tmesis betrachtet werden.