πρότονοι: Difference between revisions

From LSJ

οὐ δικαίως θάνατον ἔχθουσιν βροτοί, ὅσπερ μέγιστον ῥῦμα τῶν πολλῶν κακῶν → unjustly men hate death, which is the greatest defence against their many ills | men are not right in hating death, which is the greatest succour from our many ills

Source
(10)
 
m (Text replacement - "E.''Hec.''" to "E.''Hec.''")
 
(10 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=protonoi
|Transliteration C=protonoi
|Beta Code=pro/tonoi
|Beta Code=pro/tonoi
|Definition=οἱ: heterocl. pl. <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> πρότονα <span class="bibl"><span class="title">Et.Gud.</span>483.13</span>, <span class="bibl">Eust.130.44</span>:—two <b class="b2">ropes from the masthead to the forepart of a ship, forestays</b> (opp. <b class="b3">ἐπίτονος</b> 'backstay'), <b class="b3">κατὰ δὲ προτόνοισιν ἔδησαν [τὸν ἱστόν</b>] <span class="bibl">Od.2.425</span>; ἱστοῦ δὲ προτόνους ἔρρηξ' ἀνέμοιο θύελλα ἀμφοτέρους, ἱστὸς δ' ὀπίσω πέσεν <span class="bibl">12.409</span>; ἱστὸν προτόνοισιν ὑφέντες <span class="bibl">Il.1.434</span>, cf. Alc.<span class="title">Supp.</span>12.10: in sg., σωτῆρα ναὸς πρότονον <span class="bibl">A.<span class="title">Ag.</span>897</span>, cf. <span class="bibl">E.<span class="title">Fr.</span>773.42</span>(lyr.), <span class="bibl"><span class="title">PCair.Zen.</span>754.4</span> (iii B.C.), <span class="bibl">Luc.<span class="title">Nav.</span>5</span>: metaph., of an old woman's hair, <span class="title">AP</span>5.203 (Mel.). </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> <b class="b2">halyards</b>, <span class="bibl">E.<span class="title">Hec.</span>112</span> (anap.), <span class="bibl"><span class="title">IT</span>1134</span> (lyr.); κατὰ προτόνων ἱστίον ἐκπετάσας <span class="title">Epigr.Gr.</span>779, cf. <span class="bibl">Call.<span class="title">Epigr.</span>6</span>.</span>
|Definition=οἱ: heterocl. pl.<br><span class="bld">A</span> πρότονα ''Et.Gud.''483.13, Eust.130.44:—two [[ropes from the masthead to the forepart of a ship]], [[forestays]] (opp. [[ἐπίτονος]] 'backstay'), <b class="b3">κατὰ δὲ προτόνοισιν ἔδησαν [τὸν ἱστόν]</b> Od.2.425; ἱστοῦ δὲ προτόνους ἔρρηξ' ἀνέμοιο θύελλα ἀμφοτέρους, ἱστὸς δ' ὀπίσω πέσεν 12.409; ἱστὸν προτόνοισιν ὑφέντες Il.1.434, cf. Alc.''Supp.''12.10: in sg., σωτῆρα ναὸς πρότονον [[Aeschylus|A.]]''[[Agamemnon|Ag.]]''897, cf. E.''Fr.''773.42(lyr.), ''PCair.Zen.''754.4 (iii B.C.), Luc.''Nav.''5: metaph., of an old woman's hair, ''AP''5.203 (Mel.).<br><span class="bld">II</span> [[halyards]], [[Euripides|E.]]''[[Hecuba|Hec.]]''112 (anap.), ''IT''1134 (lyr.); κατὰ προτόνων ἱστίον ἐκπετάσας ''Epigr.Gr.''779, cf. Call.''Epigr.''6.
}}
{{ls
|lstext='''πρότονοι''': οἱ· ἑτερογεν. πληθ. πρότονα Ἐτυμ. Γουδ. 483. 13· ― δύο σχοινία ἀπὸ τῆς κορυφῆς τοῦ ἱστοῦ πρὸς τὴν πρῷραν τοῦ πλοίου (ἀντίθετον τῷ [[ἐπίτονος]] τὸ πρὸς τὴν πρύμναν), κατὰ δὲ προτόνοισιν ἔδησαν [τὸν ἱστὸν] Ὀδ. Β. 425., Ο. 290· ὅτε [[ταῦτα]] ἐκόπτοντο, ὁ ἱστὸς κατέπιπτεν, ἱστοῦ δὲ προτόνους ἕρρηξ᾿ ἀνέμοιο [[θύελλα]] ἀμφοτέρους, ἱστὸς δ᾿ [[ὀπίσω]] πέσεν Μ. 409· δι’ αὐτῶν κατεβιβάζετο ὁ [[ἱστός]], ἱστὸν προτόνοισιν ὑφέντες Ἰλ. Α. 434· ― ἐν τῷ ἑνικῷ, σωτῆρα ναὸς πρότονον Αἰσχύλ. Ἀγ. 897, πρβλ. Ἀνθ. Π. 5. 204 ([[ἔνθα]] ἕτεροι ἑρμηνεύουσιν ὡς σημαῖνον [[οἴκημα]] νεὼς κατὰ τὴν πρῷραν), Λουκ. Πλοῖον ἢ Εὐχ. 5. ΙΙ. παρὰ τῷ Εὐρ. [[πρότονοι]] φαίνεται ὅτι [[εἶναι]] τὰ σχοινία, δι᾿ ὧν τὰ ἱστία ἀνειλκύοντο, Εὐρ. Ἑκ. 114, Ι. Τ. 1134· οὕτω, κατὰ προτόνων [[ἱστίον]] ἐκπετάσας Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 779. ― Καθ᾿ Ἡσύχ.: «[[πρότονοι]]· οἱ [[ἑκατέρωθεν]] τοῦ ἱστοῦ σχοῖνοι, ἐκτεταμένοι εἰς τὴν πρῷραν καὶ πρύμναν ἔμπροσθε». ― [[Κατὰ]] Σουΐδ.: «πρότονος, προτεταμένος [[κάλως]]».
}}
{{lsm
|lsmtext='''πρότονοι:''' οἱ ([[προτείνω]]),<br /><b class="num">I.</b> μπροστινά καραβόσχοινα από την [[κορυφή]] του ιστού χρήσιμα στη στήριξή του (αντίθ. προς το <i>ἐπίτονοι</i>, τα [[πίσω]] [[σχοινιά]]), σε Όμηρ.· στον ενικ., σωτῆρα ναὸς [[πρότονον]], σε Αισχύλ.<br /><b class="num">II.</b> στον Ευρ., οι [[πρότονοι]] είναι τα [[σχοινιά]] με τα οποία σηκώνονταν τα [[ιστία]].
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[πρότονοι]], οἱ, [[προτείνω]]<br /><b class="num">I.</b> two ropes from the masthead to the forepart of a [[ship]], the forestays, [[which]] kept the [[mast]] from falling [[back]] (opp. to ἐπίτονοι the backstays), Hom.:—in sg., σωτῆρα ναὸς [[πρότονον]] Aesch.<br /><b class="num">II.</b> in Eur., the [[πρότονοι]] are [[sail]]-ropes, [[braces]].
}}
}}

Latest revision as of 07:45, 15 November 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πρότονοι Medium diacritics: πρότονοι Low diacritics: πρότονοι Capitals: ΠΡΟΤΟΝΟΙ
Transliteration A: prótonoi Transliteration B: protonoi Transliteration C: protonoi Beta Code: pro/tonoi

English (LSJ)

οἱ: heterocl. pl.
A πρότονα Et.Gud.483.13, Eust.130.44:—two ropes from the masthead to the forepart of a ship, forestays (opp. ἐπίτονος 'backstay'), κατὰ δὲ προτόνοισιν ἔδησαν [τὸν ἱστόν] Od.2.425; ἱστοῦ δὲ προτόνους ἔρρηξ' ἀνέμοιο θύελλα ἀμφοτέρους, ἱστὸς δ' ὀπίσω πέσεν 12.409; ἱστὸν προτόνοισιν ὑφέντες Il.1.434, cf. Alc.Supp.12.10: in sg., σωτῆρα ναὸς πρότονον A.Ag.897, cf. E.Fr.773.42(lyr.), PCair.Zen.754.4 (iii B.C.), Luc.Nav.5: metaph., of an old woman's hair, AP5.203 (Mel.).
II halyards, E.Hec.112 (anap.), IT1134 (lyr.); κατὰ προτόνων ἱστίον ἐκπετάσας Epigr.Gr.779, cf. Call.Epigr.6.

Greek (Liddell-Scott)

πρότονοι: οἱ· ἑτερογεν. πληθ. πρότονα Ἐτυμ. Γουδ. 483. 13· ― δύο σχοινία ἀπὸ τῆς κορυφῆς τοῦ ἱστοῦ πρὸς τὴν πρῷραν τοῦ πλοίου (ἀντίθετον τῷ ἐπίτονος τὸ πρὸς τὴν πρύμναν), κατὰ δὲ προτόνοισιν ἔδησαν [τὸν ἱστὸν] Ὀδ. Β. 425., Ο. 290· ὅτε ταῦτα ἐκόπτοντο, ὁ ἱστὸς κατέπιπτεν, ἱστοῦ δὲ προτόνους ἕρρηξ᾿ ἀνέμοιο θύελλα ἀμφοτέρους, ἱστὸς δ᾿ ὀπίσω πέσεν Μ. 409· δι’ αὐτῶν κατεβιβάζετο ὁ ἱστός, ἱστὸν προτόνοισιν ὑφέντες Ἰλ. Α. 434· ― ἐν τῷ ἑνικῷ, σωτῆρα ναὸς πρότονον Αἰσχύλ. Ἀγ. 897, πρβλ. Ἀνθ. Π. 5. 204 (ἔνθα ἕτεροι ἑρμηνεύουσιν ὡς σημαῖνον οἴκημα νεὼς κατὰ τὴν πρῷραν), Λουκ. Πλοῖον ἢ Εὐχ. 5. ΙΙ. παρὰ τῷ Εὐρ. πρότονοι φαίνεται ὅτι εἶναι τὰ σχοινία, δι᾿ ὧν τὰ ἱστία ἀνειλκύοντο, Εὐρ. Ἑκ. 114, Ι. Τ. 1134· οὕτω, κατὰ προτόνων ἱστίον ἐκπετάσας Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 779. ― Καθ᾿ Ἡσύχ.: «πρότονοι· οἱ ἑκατέρωθεν τοῦ ἱστοῦ σχοῖνοι, ἐκτεταμένοι εἰς τὴν πρῷραν καὶ πρύμναν ἔμπροσθε». ― Κατὰ Σουΐδ.: «πρότονος, προτεταμένος κάλως».

Greek Monotonic

πρότονοι: οἱ (προτείνω),
I. μπροστινά καραβόσχοινα από την κορυφή του ιστού χρήσιμα στη στήριξή του (αντίθ. προς το ἐπίτονοι, τα πίσω σχοινιά), σε Όμηρ.· στον ενικ., σωτῆρα ναὸς πρότονον, σε Αισχύλ.
II. στον Ευρ., οι πρότονοι είναι τα σχοινιά με τα οποία σηκώνονταν τα ιστία.

Middle Liddell

πρότονοι, οἱ, προτείνω
I. two ropes from the masthead to the forepart of a ship, the forestays, which kept the mast from falling back (opp. to ἐπίτονοι the backstays), Hom.:—in sg., σωτῆρα ναὸς πρότονον Aesch.
II. in Eur., the πρότονοι are sail-ropes, braces.