κακοξύνετος: Difference between revisions

From LSJ

Ἅγιος ὁ Θεός, Ἅγιος ἰσχυρός, Ἅγιος ἀθάνατος, ἐλέησον ἡμᾶςholy God, holy Mighty, holy Immortal, have mercy on us

Source
(1ab)
(CSV import)
 
(12 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=kakoksynetos
|Transliteration C=kakoksynetos
|Beta Code=kakocu/netos
|Beta Code=kakocu/netos
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">wise for evil</b>, <b class="b3">οὐκ ἀξυνετωτέρου, κακοξυνετωτέρου δέ</b> not less wise, but <b class="b2">more wise for evil</b>, <span class="bibl">Th. 6.76</span>.</span>
|Definition=κακοξύνετον, [[wise for evil]], <b class="b3">οὐκ ἀξυνετωτέρου, κακοξυνετωτέρου δέ</b> not less wise, but [[more wise for evil]], Th. 6.76.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1301.png Seite 1301]] zum Bösen klug, arglistig, Thuc. 6, 76 im comparat., nach Schol. πανουργότερος.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1301.png Seite 1301]] zum Bösen klug, arglistig, Thuc. 6, 76 im comparat., nach Schol. πανουργότερος.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />habile dans l'art de faire le mal;<br /><i>seul. Cp.</i> κακοξυνετώτερος.<br />'''Étymologie:''' [[κακός]], σύνετος.
}}
{{elnl
|elnltext=κακοξύνετος -ον &#91;[[κακός]], [[συνίημι]]] [[slinks]], [[sluw]], [[leep]].
}}
{{elru
|elrutext='''κᾰκοξύνετος:''' [[хитрый]], [[способный на плутни]], [[злокозненный]], [[коварный]], [[зловредный]]: οὐκ ἀξυνετώτερος, κακοξυνετώτερος δέ Thuc. не более глупый, но более коварный.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''κακοξύνετος''': -ον, συνετὸς εἰς τὸ κακόν, οὐκ ἀξυνετωτέρου, κακοξυνετωτέρου δέ, οὐχὶ ὀλιγώτερον συνετοῦ ἀλλὰ συνετωτέρου εἰς τὸ κακόν, Θουκ. σ. 76.
|lstext='''κακοξύνετος''': -ον, συνετὸς εἰς τὸ κακόν, οὐκ ἀξυνετωτέρου, κακοξυνετωτέρου δέ, οὐχὶ ὀλιγώτερον συνετοῦ ἀλλὰ συνετωτέρου εἰς τὸ κακόν, Θουκ. σ. 76.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />habile dans l’art de faire le mal;<br /><i>seul. Cp.</i> κακοξυνετώτερος.<br />'''Étymologie:''' [[κακός]], σύνετος.
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 24: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κᾰκοξύνετος:''' -ον, αυτός που έχει φρόνιμη [[σκέψη]] προς το [[κακό]], [[πανούργος]], [[δόλιος]], σε Θουκ.
|lsmtext='''κᾰκοξύνετος:''' -ον, αυτός που έχει φρόνιμη [[σκέψη]] προς το [[κακό]], [[πανούργος]], [[δόλιος]], σε Θουκ.
}}
{{elnl
|elnltext=κακοξύνετος -ον [κακός, συνίημι] slinks, sluw, leep.
}}
{{elru
|elrutext='''κᾰκοξύνετος:''' хитрый, способный на плутни, злокозненный, коварный, зловредный: οὐκ ἀξυνετώτερος, κακοξυνετώτερος δέ Thuc. не более глупый, но более коварный.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=κᾰκο-ξύνετος, ον<br />[[wise]] for [[evil]], Thuc.
|mdlsjtxt=κᾰκο-ξύνετος, ον<br />[[wise]] for [[evil]], Thuc.
}}
{{lxth
|lthtxt=''[[versutior]]'', [[rather cunning]], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:6.76.4/ 6.76.4].
}}
}}

Latest revision as of 14:27, 16 November 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰκοξύνετος Medium diacritics: κακοξύνετος Low diacritics: κακοξύνετος Capitals: ΚΑΚΟΞΥΝΕΤΟΣ
Transliteration A: kakoxýnetos Transliteration B: kakoxynetos Transliteration C: kakoksynetos Beta Code: kakocu/netos

English (LSJ)

κακοξύνετον, wise for evil, οὐκ ἀξυνετωτέρου, κακοξυνετωτέρου δέ not less wise, but more wise for evil, Th. 6.76.

German (Pape)

[Seite 1301] zum Bösen klug, arglistig, Thuc. 6, 76 im comparat., nach Schol. πανουργότερος.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
habile dans l'art de faire le mal;
seul. Cp. κακοξυνετώτερος.
Étymologie: κακός, σύνετος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κακοξύνετος -ον [κακός, συνίημι] slinks, sluw, leep.

Russian (Dvoretsky)

κᾰκοξύνετος: хитрый, способный на плутни, злокозненный, коварный, зловредный: οὐκ ἀξυνετώτερος, κακοξυνετώτερος δέ Thuc. не более глупый, но более коварный.

Greek (Liddell-Scott)

κακοξύνετος: -ον, συνετὸς εἰς τὸ κακόν, οὐκ ἀξυνετωτέρου, κακοξυνετωτέρου δέ, οὐχὶ ὀλιγώτερον συνετοῦ ἀλλὰ συνετωτέρου εἰς τὸ κακόν, Θουκ. σ. 76.

Greek Monolingual

κακοξύνετος, -ον (Α)
ευφυής, συνετός στο κακό («οὐκ ἀξυνετωτέρου, κακοξυνετωτέρου δέ» — όχι λιγότερο συνετού, αλλά συνετότερου στο κακό, Θουκ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο)- + ξυνετός].

Greek Monotonic

κᾰκοξύνετος: -ον, αυτός που έχει φρόνιμη σκέψη προς το κακό, πανούργος, δόλιος, σε Θουκ.

Middle Liddell

κᾰκο-ξύνετος, ον
wise for evil, Thuc.

Lexicon Thucydideum

versutior, rather cunning, 6.76.4.