νησιωτικός: Difference between revisions
ἔργον δ' οὐδὲν ὄνειδος, ἀεργίη δέ τ' ὄνειδος → work is no disgrace, but idleness is disgrace | work is no disgrace, but idleness is | work is no disgrace; it is idleness which is a disgrace | work is no disgrace; the disgrace is idleness | work is no disgrace, not working is a disgrace | work is no shame, it is idleness that is shame | there is no shame in work, shame is in idleness
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3") |
(CSV import) |
||
(10 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=nisiotikos | |Transliteration C=nisiotikos | ||
|Beta Code=nhsiwtiko/s | |Beta Code=nhsiwtiko/s | ||
|Definition= | |Definition=νησιωτική, νησιωτικόν, of or from [[an island]], ἔθνεα [[Herodotus|Hdt.]]7.80; δόμοι [[Euripides|E.]]''[[Andromache|Andr.]]''1261; <b class="b3">ὄνομα νησιωτικὸν Σαλαμῖνα θέμενον</b> having given it the [[island]] name of Salamis, Id.''Hel.''149; ν. ξενύδρια Men.462.3; τὸ ν. [[insular situation]], Th.7.57; <b class="b3">κλητὴρ ν.</b> a summoner [[of the islanders]], [[Aristophanes|Ar.]]''[[The Birds|Av.]]''1422. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ή, όν :<br />d'insulaire <i>ou</i> d'île.<br />'''Étymologie:''' [[νησιώτης]]. | |||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=<i>den [[Inselbewohner]] [[betreffend]]</i>; δόμοι, [[ὄνομα]], Eur. <i>Andr</i>. 1262, <i>Hel</i>. 148; [[κλητήρ]], Ar. <i>Av</i>. 1422; Sp. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''νησιωτικός:''' [[островной]] (ἔθνεα Her.): [[ὄνομα]] νησιωτικὸν [[Σαλαμίς]] Eur. название острова Саламин; νησιωτικαὶ συντάξεις Plut. взыскание податей с островных владений. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''νησιωτικός''': -ή, -όν, ὡς καὶ νῦν, κοινῶς «νησιώτικος», ἔθνη Ἡρόδ. 7. 80· δόμοι Εὐρ. Ἀνδρ. 1261· [[ὄνομα]] νησιωτικὸν Σαλαμῖνα θέμενον, δόντα εἰς αὐτὴν τὸ νησιωτικὸν [[ὄνομα]] Σαλαμίς, ὁ αὐτ. ἐν Ἑλ. 149· [[οἷον]] τὰ νησιωτικὰ ταὐτὶ ξενύδρια Μένανδρ. ἐν «Τροφωνίῳ» 1. 3· - τὸ νησιωτικόν, νησιωτικὴ [[θέσις]], Θουκ. 7. 57. | |lstext='''νησιωτικός''': -ή, -όν, ὡς καὶ νῦν, κοινῶς «νησιώτικος», ἔθνη Ἡρόδ. 7. 80· δόμοι Εὐρ. Ἀνδρ. 1261· [[ὄνομα]] νησιωτικὸν Σαλαμῖνα θέμενον, δόντα εἰς αὐτὴν τὸ νησιωτικὸν [[ὄνομα]] Σαλαμίς, ὁ αὐτ. ἐν Ἑλ. 149· [[οἷον]] τὰ νησιωτικὰ ταὐτὶ ξενύδρια Μένανδρ. ἐν «Τροφωνίῳ» 1. 3· - τὸ νησιωτικόν, νησιωτικὴ [[θέσις]], Θουκ. 7. 57. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
Line 21: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''νησιωτικός:''' -ή, -όν, αυτός που ανήκει ή προέρχεται από [[νησί]], νησιώτικος, σε Ηρόδ., Ευρ.· [[ὄνομα]] νησιωτικὸν Σαλαμῖνα θέμενον, της έχει δοθεί το νησιωτικό όνομα Σαλαμίνα, σε Ευρ.· <i>τὸ νησιωτικόν</i>, νησιωτική [[θέση]], σε Θουκ. | |lsmtext='''νησιωτικός:''' -ή, -όν, αυτός που ανήκει ή προέρχεται από [[νησί]], νησιώτικος, σε Ηρόδ., Ευρ.· [[ὄνομα]] νησιωτικὸν Σαλαμῖνα θέμενον, της έχει δοθεί το νησιωτικό όνομα Σαλαμίνα, σε Ευρ.· <i>τὸ νησιωτικόν</i>, νησιωτική [[θέση]], σε Θουκ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
Line 30: | Line 33: | ||
{{WoodhouseReversedUncategorized | {{WoodhouseReversedUncategorized | ||
|woodrun=[[of an island]] | |woodrun=[[of an island]] | ||
}} | |||
{{lxth | |||
|lthtxt=''[[insulanorum status]]'', [[condition of the islanders]], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:7.57.7/ 7.57.7]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 14:33, 16 November 2024
English (LSJ)
νησιωτική, νησιωτικόν, of or from an island, ἔθνεα Hdt.7.80; δόμοι E.Andr.1261; ὄνομα νησιωτικὸν Σαλαμῖνα θέμενον having given it the island name of Salamis, Id.Hel.149; ν. ξενύδρια Men.462.3; τὸ ν. insular situation, Th.7.57; κλητὴρ ν. a summoner of the islanders, Ar.Av.1422.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
d'insulaire ou d'île.
Étymologie: νησιώτης.
German (Pape)
den Inselbewohner betreffend; δόμοι, ὄνομα, Eur. Andr. 1262, Hel. 148; κλητήρ, Ar. Av. 1422; Sp.
Russian (Dvoretsky)
νησιωτικός: островной (ἔθνεα Her.): ὄνομα νησιωτικὸν Σαλαμίς Eur. название острова Саламин; νησιωτικαὶ συντάξεις Plut. взыскание податей с островных владений.
Greek (Liddell-Scott)
νησιωτικός: -ή, -όν, ὡς καὶ νῦν, κοινῶς «νησιώτικος», ἔθνη Ἡρόδ. 7. 80· δόμοι Εὐρ. Ἀνδρ. 1261· ὄνομα νησιωτικὸν Σαλαμῖνα θέμενον, δόντα εἰς αὐτὴν τὸ νησιωτικὸν ὄνομα Σαλαμίς, ὁ αὐτ. ἐν Ἑλ. 149· οἷον τὰ νησιωτικὰ ταὐτὶ ξενύδρια Μένανδρ. ἐν «Τροφωνίῳ» 1. 3· - τὸ νησιωτικόν, νησιωτικὴ θέσις, Θουκ. 7. 57.
Greek Monolingual
-ή, -ό και νησιώτικος, -η, -ο (Α νησιωτικός, -ή, -όν) νησιώτης
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε νησί ή σε νησιώτη ή που προέρχεται από νησί («νησιώτικο κρασί»)
2. αυτός που αποτελείται από νησιά ή έχει πολλά νησιά (α. «νησιωτική χώρα» β. «τὰ δὲ νησιωτικά έθνεα τὰ ἐκ τῆς Ἐρυθρᾱς θαλάσσης ἑπόμενα», Ηρόδ.)
νεοελλ.
φρ. «νησιωτικό τόξο»
(γεωλ.-ωκεαν.) τοξοειδής αλυσίδα ωκεάνιων νησιών που παρουσιάζουν έντονη ηφαιστειακή και σεισμική δραστηριότητα και συνδέονται με ορογενετικές διεργασίες, όπως είναι λ.χ. οι Νέες Εβρίδες
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ νησιωτικόν
τοποθεσία στην οποία βρίσκεται ένα νησί, νησιωτική θέση.
Greek Monotonic
νησιωτικός: -ή, -όν, αυτός που ανήκει ή προέρχεται από νησί, νησιώτικος, σε Ηρόδ., Ευρ.· ὄνομα νησιωτικὸν Σαλαμῖνα θέμενον, της έχει δοθεί το νησιωτικό όνομα Σαλαμίνα, σε Ευρ.· τὸ νησιωτικόν, νησιωτική θέση, σε Θουκ.
Middle Liddell
νησιωτικός, ή, όν [from νησιώτης
of or from an island, Hdt., Eur.; ὄνομα νησιωτικὸν Σαλαμῖνα θέμενον having given it the island name of Salamis, Eur.:— τὸ ν. insular situation, Thuc.