παροικοδομέω: Difference between revisions

From LSJ

αὐτόχειρες οὔτε τῶν ἀγαθῶν οὔτε τῶν κακῶν γίγνονται τῶν συμβαινόντων αὐτοῖς → for not with their own hands do they deal out the blessings and curses that befall us

Source
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1")
(CSV import)
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />bâtir auprès de, rég. ind. au τινι.<br />'''Étymologie:''' [[παρά]], [[οἰκοδομέω]].
|btext=[[παροικοδομῶ]] :<br />bâtir auprès de, rég. ind. au τινι.<br />'''Étymologie:''' [[παρά]], [[οἰκοδομέω]].
}}
}}
{{elnl
{{elnl
Line 33: Line 33:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[παροικοδομέω]], Α<br /><b>1.</b> [[οικοδομώ]], [[κτίζω]] [[κάτι]] [[κοντά]], παράλληλα ή [[απέναντι]] σε [[άλλο]] [[οικοδόμημα]] («οἱ δὲ παρῳκοδομήκασιν ἡμῖν τεῖχος ἁπλοῦν», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>2.</b> [[φράζω]], [[δημιουργώ]] φραγμό με [[κτίσμα]], με τοίχο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παρ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> <i>οἰκοδομῶ</i> «[[ανεγείρω]] [[οικοδομή]]»].
|mltxt=[[παροικοδομέω]], Α<br /><b>1.</b> [[οικοδομώ]], [[κτίζω]] [[κάτι]] [[κοντά]], παράλληλα ή [[απέναντι]] σε [[άλλο]] [[οικοδόμημα]] («οἱ δὲ παρῳκοδομήκασιν ἡμῖν τεῖχος ἁπλοῦν», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>2.</b> [[φράζω]], [[δημιουργώ]] φραγμό με [[κτίσμα]], με τοίχο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παρ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> <i>οἰκοδομῶ</i> «[[ανεγείρω]] [[οικοδομή]]»].
}}
{{lxth
|lthtxt=''[[iuxta aedificare]]'', to [[build close by]], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:2.75.2/ 2.75.2], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:7.6.4/ 7.6.4]. [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:7.11.3/ 7.11.3],<br>PASS. [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:7.6.1/ 7.6.1].
}}
}}

Latest revision as of 14:38, 16 November 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παροικοδομέω Medium diacritics: παροικοδομέω Low diacritics: παροικοδομέω Capitals: ΠΑΡΟΙΚΟΔΟΜΕΩ
Transliteration A: paroikodoméō Transliteration B: paroikodomeō Transliteration C: paroikodomeo Beta Code: paroikodome/w

English (LSJ)

A build across or past, Th.2.75; παροικοδομέω ἡμῖν τεῖχος Id.7.11.
II build up, παροικοδομέω τὰς εἰσόδους narrow them by building, Arist. HA623b32; παροικοδομέω τὸ ὕδωρ = keep the water off by a wall, D.55.17.

German (Pape)

[Seite 525] daneben bauen, τινὶ τεῖχος, Thuc. 7, 11; auch verbauen, καὶ ἀποφράττειν, Dem. 55, 17; τὰς εἰσόδους, ἐὰν εὐρεῖαι ὦσιν, Arist. H. A. 9, 40; aber τὰς ὁδούς ist = am Wege bauen, D. C. 74, 15.

French (Bailly abrégé)

παροικοδομῶ :
bâtir auprès de, rég. ind. au τινι.
Étymologie: παρά, οἰκοδομέω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παρ-οικοδομέω bouwen naast.

Russian (Dvoretsky)

παροικοδομέω:
1 строить рядом (τεῖχός τινι Thuc.);
2 застраивать, закрывать постройкой (π. καὶ ἀποφράττειν Dem.);
3 замуровывать, заделывать (τὰς εἰσόδους Arst.).

Greek Monotonic

παροικοδομέω: μέλ. -ήσω, χτίζω δίπλα ή απέναντι, σε Θουκ.

Greek (Liddell-Scott)

παροικοδομέω: οἰκοδομῶ πλησίον ἢ ἀπέναντι (πρβλ. παρατείχισμα, Θουκ. 2. 75., 7. 6, 11. ΙΙ. τὰς εἰσόδους παροικοδομοῦσιν ἐὰν εὐρεῖαι ὦσιν, ἐπὶ τῶν μελισσῶν αἵτινες καθιστῶσι τὰς εἰσόδους τῶν σίμβλων στενωτέρας οἰκοδομοῦσαι αὐτὰς ὁλόγυρα, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 40, 6· π. τὸ ὕδωρ, ἀποφράττω διὰ τοίχου, Δημ. 1276. 10.

Middle Liddell

fut. ήσω
to build beside or across, Thuc.

Greek Monolingual

παροικοδομέω, Α
1. οικοδομώ, κτίζω κάτι κοντά, παράλληλα ή απέναντι σε άλλο οικοδόμημα («οἱ δὲ παρῳκοδομήκασιν ἡμῖν τεῖχος ἁπλοῦν», Θουκ.)
2. φράζω, δημιουργώ φραγμό με κτίσμα, με τοίχο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + οἰκοδομῶ «ανεγείρω οικοδομή»].

Lexicon Thucydideum

iuxta aedificare, to build close by, 2.75.2, 7.6.4. 7.11.3,
PASS. 7.6.1.