σβεστήριος: Difference between revisions
αἰτήσεις ἀκοὐεις σῶν ἱκετῶν· ταχἐως συνδραμεῖς ἀναπαὐων εὐεργετῶν· ἰάματα παρἐχεις, Ἱερἀρχα, τῇ πρὀς Θεὀν παρρησἰᾳ κοσμοὐμενος → You hear the prayers of your suppliants; quickly you come to their assistance, bringing relief and benefits; you provide the remedies, Archbishop, since you are endowed with free access to God.
m (LSJ1 replacement) |
(CSV import) |
||
Line 33: | Line 33: | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[σβεστήριος]], η, ον<br />serving to [[quench]] [[fire]], Thuc. | |mdlsjtxt=[[σβεστήριος]], η, ον<br />serving to [[quench]] [[fire]], Thuc. | ||
}} | |||
{{lxth | |||
|lthtxt=''[[ad extinguendum aptus]]'', [[suited for extinguishing]], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:7.53.4/ 7.53.4]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 14:43, 16 November 2024
English (LSJ)
α, ον (ος, ον Ph.1.350), serving to quench or put out, κωλύματα [πυρὸς] σ. Th.7.53: as substantive, σβεστήρια τοῦ πυρός D.H.3.56, cf. Plu.Cam.34, etc.: metaph., σ. κακοῦ φάρμακον Heraclit.All.20; σ. ἰάματα (for a fever) Orib.Eup. 3.6.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
qui sert à éteindre ; τὸ σβεστήριον moyen d'éteindre.
Étymologie: σβεστήρ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σβεστήριος -α -ον [σβέννυμι] voor het blussen, tot blussen dienend; subst. blusmiddel.
German (Pape)
zum Löschen, Auslöschen gehörig, dazu dienlich; σβεστήρια κωλύματα, Thuc. 7.53, gegen das Feuer; vgl. Plut. Camill. 34; Dion.Hal. 3.56.
Russian (Dvoretsky)
σβεστήριος: огнетушительный: σβεστήρια κωλύματα Thuc. средства тушения огня.
Greek (Liddell-Scott)
σβεστήριος: -α, -ον, ὁ χρησιμεύων εἰς κατάσβεσιν, κατάλληλος πρὸς κατάσβεσιν, κωλύματα [πυρὸς] σβ. Θουκ. 7. 53· καὶ ὡς οὐσιαστ., σβεστήρια τοῦ πυρὸς Διον. Ἁλ. 3. 56, Πλουτ. Κάμιλλ. 34, κτλ.· μεταφορ., σβ. κακοῦ φάρμακον Ἡρακλείτ. Ἀλληγ. Ὁμ.· - ὡσαύτως σβεστικός, ή, όν, Ἀριστ. Προβλ. 23. 15, Θεοφρ. π. Πυρὸς 59.
Greek Monolingual
-ον, θηλ. και -ία, Α
1. κατάλληλος ή χρήσιμος για σβήσιμο
2. μτφ. καταπραϋντικός («σβεστήριον κακοῦ φάρμακον», Ηράκλειτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σβεσ- του αορ. ἔσβεσ(σ)α του σβέννυμι + επίθημα -τήριος (πρβλ. δραστήριος)].
Greek Monotonic
σβεστήριος: -α, -ον, αυτός που χρησιμεύει στην κατάσβεση της πυρκαγιάς, κατασβεστικός, σε Θουκ.
Middle Liddell
σβεστήριος, η, ον
serving to quench fire, Thuc.