ξεναπάτης: Difference between revisions

From LSJ

λέγεις, ἃ δὲ λέγεις ἕνεκα τοῦ λαβεῖν λέγεις → you speak, but you say what you say for the sake of gain (Menander, fr. 776)

Source
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1")
m (Text replacement - "Euripides|E.]], ''Med" to "Euripides|E.''[[Medea|Med")
 
(3 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=ksenapatis
|Transliteration C=ksenapatis
|Beta Code=cenapa/ths
|Beta Code=cenapa/ths
|Definition=[πᾰ], ου, ὁ, poet. ξειν-, (ἀπατάω) <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[one who cheats strangers]], <span class="bibl">Pi.<span class="title">O.</span>10(11).34</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> [[one who betrays his host]], <span class="bibl">Ibyc.<span class="title">Oxy.</span>1790i10</span>, <span class="bibl">E.<span class="title">Med.</span>1392</span> (anap.). </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> [[a treacherous breeze]] within a harbour, while another is blowing at sea, <span class="title">AB</span>109.</span>
|Definition=[πᾰ], ου, ὁ, ''poet.'' [[ξειναπάτης]], ([[ἀπατάω]])<br><span class="bld">A</span> [[one who cheats strangers]], Pi.''O.''10(11).34.<br><span class="bld">2</span> [[one who betrays his host]], Ibyc.''Oxy.''1790i10, [[Euripides|E.]]''[[Medea|Med.]]'' 1392 (anap.).<br><span class="bld">II</span> a [[treacherous breeze]] within a harbour, while another is blowing at sea, ''AB''109.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ξεναπάτης]], ποιητ. τ. [[ξειναπάτης]], ὁ (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που εξαπατά τους ξένους<br /><b>2.</b> αυτός που προδίδει εκείνον που τον φιλοξενεί<br /><b>3.</b> [[απατηλός]] [[άνεμος]] που πνέει στο [[λιμάνι]], ενώ στο ανοιχτό [[πέλαγος]] πνέει [[άλλος]] [[άνεμος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ξένος]] / [[ξεῖνος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>απάτης</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>απατῶ</i>), <b>πρβλ.</b> <i>φρεν</i>-<i>απάτης</i>, <i>ψυχ</i>-<i>απάτης</i>].
|mltxt=[[ξεναπάτης]], ποιητ. τ. [[ξειναπάτης]], ὁ (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που εξαπατά τους ξένους<br /><b>2.</b> αυτός που προδίδει εκείνον που τον φιλοξενεί<br /><b>3.</b> [[απατηλός]] [[άνεμος]] που πνέει στο [[λιμάνι]], ενώ στο ανοιχτό [[πέλαγος]] πνέει [[άλλος]] [[άνεμος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ξένος]] / [[ξεῖνος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>απάτης</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>απατῶ</i>), [[πρβλ]]. [[φρεναπάτης]], [[ψυχαπάτης]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Latest revision as of 10:44, 20 December 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ξενᾰπάτης Medium diacritics: ξεναπάτης Low diacritics: ξεναπάτης Capitals: ΞΕΝΑΠΑΤΗΣ
Transliteration A: xenapátēs Transliteration B: xenapatēs Transliteration C: ksenapatis Beta Code: cenapa/ths

English (LSJ)

[πᾰ], ου, ὁ, poet. ξειναπάτης, (ἀπατάω)
A one who cheats strangers, Pi.O.10(11).34.
2 one who betrays his host, Ibyc.Oxy.1790i10, E.Med. 1392 (anap.).
II a treacherous breeze within a harbour, while another is blowing at sea, AB109.

German (Pape)

[Seite 276] ὁ, ion. u. poet. ξειναπάτης, der Gastfreunde oder Fremde betrügt; ξεναπάτας βασιλεὺς Ἐπειῶν, Pind. Ol. 11, 35; ξειναπάτας, Eur. Med. 1392. – In B. A. 109 steht ξεναπατᾶς, ἰδίως ἐπὶ τῶν ὅταν μὴ τοιοῦτοι πνέωσιν οἱ ἄνεμοι ἐν τοῖς πελάγεσιν, ὁποῖοι ἐν τοῖς λιμέσιν, ein Wind, der die Fremden täuscht.

Russian (Dvoretsky)

ξενᾰπάτης: дор. ξενᾰπάτᾱς, ион. ξεινᾰπάτης, ου (πᾰ) adj. m
1 обманывающий чужеземцев Pind.;
2 обманывающий гостя, нарушитель законов гостеприимства (ψεύδορκος καὶ ξ. Eur.).

Greek (Liddell-Scott)

ξενᾰπάτης: -ου, ὁ, ποιητ. ξειν-, (ἀπατάω) ὁ ἀπατῶν ξένους, Πινδ. Ο. 10 (11). 43· ἢ ὁ ἀπατῶν τὸν ξένον του, Εὐρ. Μήδ. 1392. ΙΙ. ἀπατηλὸς ἄνεμος ἐντὸς τοῦ λιμένος, ἐνῷ ἄλλος ἄνεμος πνέει εἰς τὸ πέλαγος, «ξεναπάτας: ἰδίως ἐπὶ τῶν ὅταν μὴ τοιοῦτοι πνέωσιν οἱ ἄνεμοι ἐν τοῖς πελάγεσιν, ὁποῖοι ἐν τοῖς λιμέσιν» Α. Β. 107. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 289.

Greek Monolingual

ξεναπάτης, ποιητ. τ. ξειναπάτης, ὁ (Α)
1. αυτός που εξαπατά τους ξένους
2. αυτός που προδίδει εκείνον που τον φιλοξενεί
3. απατηλός άνεμος που πνέει στο λιμάνι, ενώ στο ανοιχτό πέλαγος πνέει άλλος άνεμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξένος / ξεῖνος + -απάτης (< απατῶ), πρβλ. φρεναπάτης, ψυχαπάτης].

Greek Monotonic

ξενᾰπάτης: -ου, ὁ, ποιητ. ξειν- (ἀπατάω), αυτός που εξαπατά ξένους ή αυτός που εξαπατά τον φιλοξενούμενό του, σε Ευρ.

Middle Liddell

ξεν-ᾰπάτης, ου, ὁ, ἀπατάω
one who cheats strangers, or who cheats his host, Eur.

English (Woodhouse)

one who deceives his host

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)