κακοφυής: Difference between revisions
διὸ πᾶσαι αἱ τέχναι καὶ αἱ ποιητικαὶ ἐπιστῆμαι δυνάμεις εἰσίν → hence all arts, i.e. the productive sciences, are potencies
(7) |
|||
(25 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=kakofyis | |Transliteration C=kakofyis | ||
|Beta Code=kakofuh/s | |Beta Code=kakofuh/s | ||
|Definition= | |Definition=κακοφυές, ([[φυή]])<br><span class="bld">A</span> [[of bad natural qualities]], κατὰ τὴν ψυχήν [[Plato|Pl.]]''[[Republic|R.]]''410a.<br><span class="bld">II</span> ([[φύομαι]]) [[growing ill]], Thphr.''HP''8.11.8; σπόρος ''PTeb.'' 61 (b).370 (ii B.C.). | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1305.png Seite 1305]] ές, von schlechter Natur, schlechter natürlicher Beschaffenheit, sowohl körperlich als geistig; οἱ κατὰ τὴν ψυχὴν κακοφυεῖς Plat. Rep. III, 410 a; Theophr. | |||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ής, ές :<br /><b>1</b> [[qui pousse mal]];<br /><b>2</b> [[d'une nature]] <i>ou</i> d'une constitution mauvaise.<br />'''Étymologie:''' [[κακός]], [[φύω]]. | |||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=κακοφυής -ές [[[κακός]], [[φυή]]] [[van nature slecht]]:. τοὺς δὲ κατὰ τὴν ψυχὴν κακοφυεῖς anderen die geestelijk van nature slecht zijn Plat. Resp. 410a. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''κᾰκοφῠής:''' [[дурной по природе]] (κατὰ τὴν ψυνήν Plat.). | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ές (AM [[κακοφυής]], -ές)<br />αυτός που έχει εκ φύσεως κακή [[διάπλαση]], κακή [[κατασκευή]], που έχει εκ φύσεως ελαττώματα, σωματικά ή ψυχικά, κακοπλασμένος, κακοφτ(ε)ιαγμένος («κακοφυὴς κατὰ τὴν ψυχήν», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br />(για φυτά ή σπόρους [[φυτών]]) αυτός που φύεται, που φυτρώνει άσχημα («κακοφυὴς [[σπόρος]]», πάπ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κακ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>φυής</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>φυή</i>, ή [[φύος]], <i>το</i> <span style="color: red;"><</span> [[φύομαι]]), [[πρβλ]]. [[ιδιοφυής]], [[μεγαλοφυής]]]. | |||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''κᾰκοφυής:''' -ές ([[φυή]]), αυτός που έχει άσχημα [[φυσικά]] ελαττώματα, σε Πλάτ. | |||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''κακοφυής''': -ές, (φυὴ) ὁ ἔχων κακὰ φυσικὰ ἐλαττώματα, κατὰ τὴν ψυχὴν Πλάτ. Πολ. 410Α. ΙΙ. (φύομαι), ὁ κακῶς φυόμενος Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 8. 11, 8. | |||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=κᾰκο-φυής, ές [φυή]<br />of bad [[natural]] qualities, Plat. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 10:45, 21 December 2024
English (LSJ)
κακοφυές, (φυή)
A of bad natural qualities, κατὰ τὴν ψυχήν Pl.R.410a.
II (φύομαι) growing ill, Thphr.HP8.11.8; σπόρος PTeb. 61 (b).370 (ii B.C.).
German (Pape)
[Seite 1305] ές, von schlechter Natur, schlechter natürlicher Beschaffenheit, sowohl körperlich als geistig; οἱ κατὰ τὴν ψυχὴν κακοφυεῖς Plat. Rep. III, 410 a; Theophr.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
1 qui pousse mal;
2 d'une nature ou d'une constitution mauvaise.
Étymologie: κακός, φύω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κακοφυής -ές [κακός, φυή] van nature slecht:. τοὺς δὲ κατὰ τὴν ψυχὴν κακοφυεῖς anderen die geestelijk van nature slecht zijn Plat. Resp. 410a.
Russian (Dvoretsky)
κᾰκοφῠής: дурной по природе (κατὰ τὴν ψυνήν Plat.).
Greek Monolingual
-ές (AM κακοφυής, -ές)
αυτός που έχει εκ φύσεως κακή διάπλαση, κακή κατασκευή, που έχει εκ φύσεως ελαττώματα, σωματικά ή ψυχικά, κακοπλασμένος, κακοφτ(ε)ιαγμένος («κακοφυὴς κατὰ τὴν ψυχήν», Πλάτ.)
αρχ.
(για φυτά ή σπόρους φυτών) αυτός που φύεται, που φυτρώνει άσχημα («κακοφυὴς σπόρος», πάπ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο)- + -φυής (< φυή, ή φύος, το < φύομαι), πρβλ. ιδιοφυής, μεγαλοφυής].
Greek Monotonic
κᾰκοφυής: -ές (φυή), αυτός που έχει άσχημα φυσικά ελαττώματα, σε Πλάτ.
Greek (Liddell-Scott)
κακοφυής: -ές, (φυὴ) ὁ ἔχων κακὰ φυσικὰ ἐλαττώματα, κατὰ τὴν ψυχὴν Πλάτ. Πολ. 410Α. ΙΙ. (φύομαι), ὁ κακῶς φυόμενος Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 8. 11, 8.
Middle Liddell
κᾰκο-φυής, ές [φυή]
of bad natural qualities, Plat.