συμπάσχω: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλ’ οὔτε πολλὰ τραύματ’ ἐν στέρνοις λαβὼν θνῄσκει τις, εἰ μὴ τέρμα συντρέχοι βίου, οὔτ’ ἐν στέγῃ τις ἥμενος παρ’ ἑστίᾳ φεύγει τι μᾶλλον τὸν πεπρωμένον μόρον → But a man will not die, even though he has been wounded repeatedly in the chest, should the appointed end of his life not have caught up with him; nor can one who sits beside his hearth at home escape his destined death any the more

Source
(13_5)
(6_2)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0985.png Seite 985]] (s. [[πάσχω]]), mit, zugleich, zusammen leiden, mit in Leidenschaft gerathen, in denselben Zustand, dieselbe Beschaffenheit versetzt werden; ὥςπερ οἱ τοὺς χασμωμένους καταντικρὺ ὁρῶντες ταὐτὸν τοῦτο ξυμπάσχουσι, Plat. Charm. 169 c; Antiphan. in B. A. 114; ταῖς τινος ἀτυχίαις, Pol. 4, 7, 3, vgl. 15, 19, 4; a. Sp., wie Plut.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0985.png Seite 985]] (s. [[πάσχω]]), mit, zugleich, zusammen leiden, mit in Leidenschaft gerathen, in denselben Zustand, dieselbe Beschaffenheit versetzt werden; ὥςπερ οἱ τοὺς χασμωμένους καταντικρὺ ὁρῶντες ταὐτὸν τοῦτο ξυμπάσχουσι, Plat. Charm. 169 c; Antiphan. in B. A. 114; ταῖς τινος ἀτυχίαις, Pol. 4, 7, 3, vgl. 15, 19, 4; a. Sp., wie Plut.
}}
{{ls
|lstext='''συμπάσχω''': [[πάσχω]] τὸ αὐτό, [[παθαίνω]] τὸ [[ἴδιον]] [[πρᾶγμα]], οἱ τοὺς χασμωμένους καταντικρὺ ὁρῶντες ταὐτὸν τοῦτο ξυμπάσχουσιν Πλάτ. Χαρμ. 169C. II. [[μετὰ]] δοτ., ὁμοίως διατίθεμαι, τὰ αὐτὰ [[αἰσθάνομαι]], ἀλλήλοις Ἀριστ. Ἀναλυτ. Πρότ. 2. 27, 9· τοῖς τῆς ψυχῆς παθήμασι τὸ [[σῶμα]] σ. ὁ αὐτ. ἐν Φυσιογν. 1, 2· τοῖς ἀναπνευστικοῖς ὀργάνοις τὸ [[ἧπαρ]] σ. Γαλην. εἰς Ἱππ. Ἀφορ. 6. 16. ΙΙΙ. ἔχω κοινὸν [[αἴσθημα]], [[αἰσθάνομαι]] συμπάθειαν, συμπαθῶ [[πρός]] τινα, Πλάτ. Πολ. 605D· ἐλεῶ, Ἀντιφάνης ἐν «Διδύμοις» 5. ― Πρβλ. [[συμπαθέω]].
}}
}}

Revision as of 10:45, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συμπάσχω Medium diacritics: συμπάσχω Low diacritics: συμπάσχω Capitals: ΣΥΜΠΑΣΧΩ
Transliteration A: sympáschō Transliteration B: sympaschō Transliteration C: sympascho Beta Code: sumpa/sxw

English (LSJ)

   A have the same thing happen to one, οἱ τοὺς Χασμωμένους . . ὁρῶντες ταὐτὸν τοῦτο σ. Pl.Chrm.169c, cf. Ep.Rom.8.17; θαυμαστὸν . . τὸ συμπάσχειν τὰς τραγέας Thphr.Od.62.    II c. dat., to be affected in common with, ἀλλήλοις Arist.APr.70b16; commotiunculis, Cic.Att.12.11; προσώποις, of a mimic dancer, IG14.2124.3 (Rome, ii/iii A.D.); τοῖς τῆς ψυχῆς παθήμασι τὸ σῶμα σ. Arist.Phgn.805a6; εἰ [ὅλον τὸ σῶμα] σ. τι τῇ ἀκοῇ Thphr.Sens.57; τοῖς ἀναπνευστικοῖς ὀργάνοις τὸ ἧπαρ σ. Gal.18(1).25, cf. 16.555, Sor.2.20, al.    III have a fellow-feeling, sympathize, feel sympathy, Pl.R.605d, Antiph. 84, Sor.1.4. Cf. συμπαθέω.

German (Pape)

[Seite 985] (s. πάσχω), mit, zugleich, zusammen leiden, mit in Leidenschaft gerathen, in denselben Zustand, dieselbe Beschaffenheit versetzt werden; ὥςπερ οἱ τοὺς χασμωμένους καταντικρὺ ὁρῶντες ταὐτὸν τοῦτο ξυμπάσχουσι, Plat. Charm. 169 c; Antiphan. in B. A. 114; ταῖς τινος ἀτυχίαις, Pol. 4, 7, 3, vgl. 15, 19, 4; a. Sp., wie Plut.

Greek (Liddell-Scott)

συμπάσχω: πάσχω τὸ αὐτό, παθαίνω τὸ ἴδιον πρᾶγμα, οἱ τοὺς χασμωμένους καταντικρὺ ὁρῶντες ταὐτὸν τοῦτο ξυμπάσχουσιν Πλάτ. Χαρμ. 169C. II. μετὰ δοτ., ὁμοίως διατίθεμαι, τὰ αὐτὰ αἰσθάνομαι, ἀλλήλοις Ἀριστ. Ἀναλυτ. Πρότ. 2. 27, 9· τοῖς τῆς ψυχῆς παθήμασι τὸ σῶμα σ. ὁ αὐτ. ἐν Φυσιογν. 1, 2· τοῖς ἀναπνευστικοῖς ὀργάνοις τὸ ἧπαρ σ. Γαλην. εἰς Ἱππ. Ἀφορ. 6. 16. ΙΙΙ. ἔχω κοινὸν αἴσθημα, αἰσθάνομαι συμπάθειαν, συμπαθῶ πρός τινα, Πλάτ. Πολ. 605D· ἐλεῶ, Ἀντιφάνης ἐν «Διδύμοις» 5. ― Πρβλ. συμπαθέω.