ὀρθόω: Difference between revisions

From LSJ

οὐ γὰρ πράξιν ἀγαθὴν, ἀλλὰ καὶ εὖ ποεῖν αὐτὴν → it does not suffice to do good–one must do it well

Source
(13_7_2)
(6_14)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0376.png Seite 376]] 1) grade in die Höhe richten, <b class="b2">aufrichten</b>; den Gefallenen, τὸν δ' αἶψ' ὤρθωσεν [[Ἀπόλλων]], Il. 7, 272; emporrichten, ὀρθωθεὶς δ' ἄρ' ἐπ' ἀγκῶνος, 10, 80; ἕζετο δ' ὀρθωθείς, 2, 42. 23, 235; übertr. ὕμνον, Pind. Ol. 3, 3; πολλάκι δ' ἐν κακοῖσιν τὸν ἀμήχανον ὀρθοῖ, Aesch. Spt. 211; οἶκον, Eum. 721; med. ὀρθοῦσθαι, sich aufrichten, erheben, 678; ὠρθοῦθ' ὁ [[τλήμων]] ὀρθὸς ἐξ ὀρθῶν δίφρων, Soph. El. 732; ὀρθοῦτε [[κάρα]], Eur. Hipp. 198; [[πρόσωπον]], Alc. 389; – übtr. aufrecht erhalten, zu Macht, Ansehen, Ehren bringen, Σικελίαν, Pind. N. 1, 15; ὀρθώσαντες οἶκον, I. 5, 61, vgl. P. 4, 60; [[αὐτοῦ]] ὀρθώσαις ἀρετάν, verherrlichend, I. 3, 56; τῷ γὰρ σέβοντι συμφορὰς ὀρθώσομεν, wir werden sein Geschick erhöhen, Aesch. Eum. 857; νομίζει θ' ἧμιν ὀρθῶσαι βίον, Soph. O. R. 39; Ggstz von [[ὄλλυμι]], O. C. 395; von πίπτειν, 396; πόλιν, Ant. 167; vgl. μὴ Τροίαν ποτὲ πεσοῦσαν ὀρθώσειεν, Eur. Troad. 1161; ὀρθώσεις σεαυτόν, Her. 5, 222; ὀρθοῖ [[πᾶν]] τὸ [[σῶμα]], Plat. Tim. 90 b; τὴν πατρίδα, Lach. 181 b; ὀρθοῦσθαι, gradestehen, Xen. Cyr. 1, 3, 10; [[σῶμα]] ὀρθούμενον, im Ggstz von κυρτούμενον, Mem. 3, 10, 15; – einrichten, <b class="b2">einsetzen</b>, ἀγῶνας, Aesch. Ch. 577; Ζηνὸς ὀρθῶσαι [[βρέτας]], Eur. Phoen. 1256; [[ἔρυμα]], errichten, Thuc. 6, 66. – 2) in gerade Richtung bringen, grade machen; οἱ τὰ διεστραμμένα ξύλα ὀρθοῦντες, Arist. eth. 2, 8; richtig machen, νῦν δ' ὤρθωσας στόματος γνώμην, du sprachst einen wahren Spruch, Aesch. Ag. 1454; οὐδὲν ὤρθωσας φρενί, Suppl. 893; pass., Eum. 742, ἐν ἀγγέλῳ γὰρ κρυπτὸς ὀρθοῦται [[λόγος]], ist richtig angebracht, Ch. 762; ἢν τόδ' ὀρθωθῇ [[βέλος]], Soph. Phil. 1283, wenn es grade geht, nicht fehlt; ὀρθοῦσθαι γνώμαν, Eur. Hipp. 247; οὕτω ὀρθοῖτ' ἂν ὁ [[λόγος]], so möchte die Rede richtig sein, Her. 7, 103; ὁ στρατηγὸς πλεῖστ' ἂν ὀρθοῖτο, Thuc. 3, 30, vgl. 3, 42. 6, 9; in späterer Prosa, wie [[κατορθόω]], [[πάλιν]] ὠρθώθη τὰ πράγματα, Pol. 29, 11, 12; ἁμαρτίαν, Arr. Cyn. 26, 4; – τὸ ὀρθούμενον, der glückliche Erfolg, Thuc. 4, 18; vgl. ἢν ἡ [[διάβασις]] μὴ ὀρθωθῇ, Her. 1, 208.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0376.png Seite 376]] 1) grade in die Höhe richten, <b class="b2">aufrichten</b>; den Gefallenen, τὸν δ' αἶψ' ὤρθωσεν [[Ἀπόλλων]], Il. 7, 272; emporrichten, ὀρθωθεὶς δ' ἄρ' ἐπ' ἀγκῶνος, 10, 80; ἕζετο δ' ὀρθωθείς, 2, 42. 23, 235; übertr. ὕμνον, Pind. Ol. 3, 3; πολλάκι δ' ἐν κακοῖσιν τὸν ἀμήχανον ὀρθοῖ, Aesch. Spt. 211; οἶκον, Eum. 721; med. ὀρθοῦσθαι, sich aufrichten, erheben, 678; ὠρθοῦθ' ὁ [[τλήμων]] ὀρθὸς ἐξ ὀρθῶν δίφρων, Soph. El. 732; ὀρθοῦτε [[κάρα]], Eur. Hipp. 198; [[πρόσωπον]], Alc. 389; – übtr. aufrecht erhalten, zu Macht, Ansehen, Ehren bringen, Σικελίαν, Pind. N. 1, 15; ὀρθώσαντες οἶκον, I. 5, 61, vgl. P. 4, 60; [[αὐτοῦ]] ὀρθώσαις ἀρετάν, verherrlichend, I. 3, 56; τῷ γὰρ σέβοντι συμφορὰς ὀρθώσομεν, wir werden sein Geschick erhöhen, Aesch. Eum. 857; νομίζει θ' ἧμιν ὀρθῶσαι βίον, Soph. O. R. 39; Ggstz von [[ὄλλυμι]], O. C. 395; von πίπτειν, 396; πόλιν, Ant. 167; vgl. μὴ Τροίαν ποτὲ πεσοῦσαν ὀρθώσειεν, Eur. Troad. 1161; ὀρθώσεις σεαυτόν, Her. 5, 222; ὀρθοῖ [[πᾶν]] τὸ [[σῶμα]], Plat. Tim. 90 b; τὴν πατρίδα, Lach. 181 b; ὀρθοῦσθαι, gradestehen, Xen. Cyr. 1, 3, 10; [[σῶμα]] ὀρθούμενον, im Ggstz von κυρτούμενον, Mem. 3, 10, 15; – einrichten, <b class="b2">einsetzen</b>, ἀγῶνας, Aesch. Ch. 577; Ζηνὸς ὀρθῶσαι [[βρέτας]], Eur. Phoen. 1256; [[ἔρυμα]], errichten, Thuc. 6, 66. – 2) in gerade Richtung bringen, grade machen; οἱ τὰ διεστραμμένα ξύλα ὀρθοῦντες, Arist. eth. 2, 8; richtig machen, νῦν δ' ὤρθωσας στόματος γνώμην, du sprachst einen wahren Spruch, Aesch. Ag. 1454; οὐδὲν ὤρθωσας φρενί, Suppl. 893; pass., Eum. 742, ἐν ἀγγέλῳ γὰρ κρυπτὸς ὀρθοῦται [[λόγος]], ist richtig angebracht, Ch. 762; ἢν τόδ' ὀρθωθῇ [[βέλος]], Soph. Phil. 1283, wenn es grade geht, nicht fehlt; ὀρθοῦσθαι γνώμαν, Eur. Hipp. 247; οὕτω ὀρθοῖτ' ἂν ὁ [[λόγος]], so möchte die Rede richtig sein, Her. 7, 103; ὁ στρατηγὸς πλεῖστ' ἂν ὀρθοῖτο, Thuc. 3, 30, vgl. 3, 42. 6, 9; in späterer Prosa, wie [[κατορθόω]], [[πάλιν]] ὠρθώθη τὰ πράγματα, Pol. 29, 11, 12; ἁμαρτίαν, Arr. Cyn. 26, 4; – τὸ ὀρθούμενον, der glückliche Erfolg, Thuc. 4, 18; vgl. ἢν ἡ [[διάβασις]] μὴ ὀρθωθῇ, Her. 1, 208.
}}
{{ls
|lstext='''ὀρθόω''': μέλλ. -ώσω, ποιῶ τι ὀρθόν, πρβλ. κατορθόω: 1) ὀρθώνω τι πεσὸν ἢ κείμενον [[κάτω]], στήνω ὄρθιον, [[ἀνεγείρω]], σηκώνω, τὸν δ’ αἶψ’ ὤρθωσεν [[Ἀπόλλων]] Ἰλ. Η. 272· χερσὶ λαβὼν ὤρθωσε Ψ. 695· ἴδε κατωτ. ΙΙ. 1· ― ὀρθοῦν [[κάρα]], [[πρόσωπον]] Εὐρ. Ἱππ. 198, Ἄλκ. 388· καὶ ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, οὔατα ὀρθώσασθαι Κόϊντ. Σμ. 4. 511· ― ἐπὶ οἰκοδομῶν, [[ἀνεγείρω]], ἀνοικοδομῶ, Εὐρ. Τρῳ. 1161, κτλ.· ἢ [[καθόλου]], οἰκοδομῶ, [[κτίζω]], [[ἐγείρω]], [[ἱδρύω]], στήνω, Ζηνὸς [[βρέτας]] τροπαῖον ὁ αὐτ. ἐν Φοιν. 1250 [[ἔρυμα]] λίθοις καὶ ξύλοις Θουκ. 6. 66 πολὺ τοῦ τείχους Ξεν. Ἑλλ. 4. 8, 10· ― Παθ., σηκώνομαι, ἕζετο δ’ ὀρθωθεὶς Ἰλ. Β. 42, κλ.· ὀρθωθεὶς δ’ ἄρ’ ἐπ’ ἀγκῶνος Κ. 80· ὠρθοῦθ’ ὁ [[τλήμων]] ὀρθὸς ἐξ ὀρθῶν δίφρων Σοφ. Ἠλ. 742· ὀρθούμενοι ἐξιέναι Ξεν. Κύρ. 8. 8, 10, πρβλ. 1. 3, 10· [[ἁπλῶς]]. ἐγείρομαι ἐκ τῆς ἕδρας μου, ἀνίσταμαι, σηκώνομαι, Αἰσχύλ. Εὐμ. 708, Σοφ. Φιλ. 820, Ἠλ. 742. 2) ποιῶ τι εὐθύ, «[[ἰσάζω]]», τὰ διεστραμμένα τῶν ξύλων Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 2. 9, 5, πρβλ. Ξεν. Ἀπομν. 3. 10, 15. ― Παθ., ἢν τόδ’ ὀρθωθῇ [[βέλος]], ἂν τοῦτο τὸ [[βέλος]] διευθυνθῇ ὀρθῶς, Σοφ. Φιλ. 1299· ὀρθοῦται [[κανών]], [[εἶναι]] ὀρθὸς ὁ [[κανών]], ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 421. ΙΙ. μεταφορ. (ἐκ τῆς σημ. Ι) [[ἐγείρω]], [[ἐπαναφέρω]] εἰς ὑγείαν, ἀσφάλειαν, εὐτυχίαν, ἐκ κακῶν ὀρθοῦσιν … ἄνδρας κειμένους Ἀρχίλ. 51· ὧδε ποιήσας ὀρθώσεις σεαυτὸν Ἡρόδ. 3. 122, πρβλ. Αἰσχύλ. Θηβ. 229, Σοφ. Ο. Κ. 394, Ἀντ. 167, κλ.· ὀρθ. βίον ὁ αὐτ. ἐν Ο. Τ. 39· ὀρθ. ὕμνον, [[ἐγείρω]] αὐτὸν ὡς δόξης [[μνημεῖον]], Πινδ. Ο. 3. 5, πρβλ. Ι. 1. 63· ― [[ὡσαύτως]], ὑψῶ, τιμῶ, [[δοξάζω]], Σικελίαν, οἶκον ὁ αὐτ. ἐν Ν. 1. 21, Ι. 6 (6). 95· ποιῶ, καθιστῶ ἔνδοξον, περίφημον, ὁ αὐτ. ἐν Π. 4. 106· πρβλ. Πλάτ. Λάχ. 181Α. 2) (ἐκ τῆς σημασ. 2) ὁδηγῶ ὀρθῶς, γνώμην Αἰσχύλ. Ἀγ. 1475· πόλλ’ ἁμαρτὼν οὐδὲν ὤρθωσας φρενὶ ὁ αὐτ. ἐν Ἱκ. 915· ὀρθ. ἀγῶνας, ξυμφοράς, [[φέρω]] αὐτὰ εἰς εὐτυχὲς [[τέλος]], ὁ αὐτ. ἐν Χο. 584, Εὐμ. 897· ὀ. βίον Σοφ. Ο. Τ. 39· τὰ … πόλεος θεοὶ ... σείσαντες ὤρθωσαν [[πάλιν]] ὁ αὐτ. ἐν Ἀντ. 163· [[τύχη]] τέχνην ὤρθωσεν Μενάνδρου Μονόστ. 495, πρβλ. 625. ― Παθ., ἐπὶ ἐνεργειῶν ἢ ἐπὶ ἐνεργούντων προσώπων, [[ἐπιτυγχάνω]], εὐτυχῶ, ἢν ἡ διάβασις μὴ ὀρθωθῇ Ἡρόδ. 1. 208· ὁ στρατηγὸς πλεῖστ’ ἅν ὀρθοῖτο Θουκ. 3. 30, πρβλ. 42· ὀρθοῦνται τὰ [[πλείω]] [[αὐτόθι]] 37· τὸ ὀρθούμενον, [[ἐπιτυχία]], ὁ αὐτ. 4. 18· ― ἐπὶ προσώπων καὶ τόπων, εἶμαι ἀσφαλὴς καὶ [[εὐτυχής]], [[ἀκμάζω]], Σοφ. Ἀντ. 675, Ἀντιφῶν 130. 7, Θουκ. 2. 60· ― ἐπὶ λόγων καὶ γνωμῶν, εἶμαι [[ὀρθός]], [[ἀληθής]], [[οὕτως]] ὀρθοῖτ’ ἂν ὁ [[λόγος]] Ἡρόδ. 7. 103· ὀρθοῦσθαι γνώμην Εὐρ. Ἱππ. 247· ἐν ἀγγέλῳ γὰρ κρυπτὸς ὀρθοῦται [[λόγος]], μυστικὸς [[λόγος]] ὀρθῶς πέμπεται, μόνον δι’ ἀγγέλου, οὐχὶ δι’ ἐπιστολῆς Αἰσχύλ. Χο. 773. 3) ἐν τῷ παθ. [[ὡσαύτως]], εἶμαι [[δίκαιος]], φέρομαι δικαίως, ὁ αὐτ. ἐν Εὐμ. 708, 772.
}}
}}

Revision as of 10:55, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀρθόω Medium diacritics: ὀρθόω Low diacritics: ορθόω Capitals: ΟΡΘΟΩ
Transliteration A: orthóō Transliteration B: orthoō Transliteration C: orthoo Beta Code: o)rqo/w

English (LSJ)

   A set straight,    1 in height, set upright, set up one fallen or lying down, raise up, τὸν δ' αἶψ' ὤρθωσεν Ἀπόλλων Il.7.272 ; χερσὶ λαβὼν ὤρθωσε 23.695, v. infr. 11.1 ; ὀρθοῦν κάρα, πρόσωπον, E.Hipp. 198 (anap.), Alc.388 (so in Med., οὔατα ὀρθώσασθαι Q.S.4.511) ; of buildings, raise up, rebuild, E.Tr.1161 ; πολὺ τοῦ τείχους X.HG4.8.10: generally, build, raise, Ζηνὸς ὀρθῶσαι βρέτας τρόπαιον E.Ph.1250; ἔρυμα λίθοις καὶ ξύλοις Th.6.66:—Pass., to be set upright, ἕζετο δ' ὀρθωθείς he sat upright, Il.2.42, etc.; ὀρθωθεὶς δ' ἄρ' ἐπ' ἀγκῶνος 10.80 ; ὠρθοῦθ' ὁ τλήμων ὀρθὸς ἐξ ὀρθῶν δίφρων S.El.742 ; ὀρθούμενοι ἐξιέναι X.Cyr. 8.8.10, cf. 1.3.10 ; simply, rise from one's seat, stand up, A.Eu.708, S. Ph.820 ; rise up, ὀρθωθεὶς εὐνῆθεν A.R.2.197.    2 in direction, make straight, τὰ διεστραμμένα τῶν ξύλων Arist.EN1109b7, cf. X.Mem.3.10.15 ; ὀρθώσατ' ἐκτείνοντες ἄθλιον νέκυν E.Hipp.786 :—Pass., ἢν τόδ' ὀρθωθῇ βέλος if this dart go straight, S.Ph.1299 ; παρὰ στάθμην . . ὀρθοῦται κανών Id.Fr.474.    II metaph. (from signf. 1.1) raise up, restore to health or happiness, ἐκ κακῶν ἄνδρας ὀρθοῦσιν . . κειμένους Archil.56.2 ; ψυχῆς τελεότης σκήνεος μοχθηρίην ὀρθοῖ Democr.187 ; ὧδε ποιήσας ὀρθώσεις σεωυτόν Hdt.3.122, cf. A.Th.229 (lyr.), S.OC394, etc.; ὀ. βίον Id.OT39 ; ὀ. ὕμνον raise it as a monument of glory, Pi.O.3.3, cf. I.1.46 ; also, exalt, honour, Σικελίαν, οἶκον, Id.N.1.15, I.6(5).65 ; make famous, Id.P.4.60, cf. Pl.La.181a ; ὀρθοῦν τὸν ὑπτιάζοντα λόγον restore it to vigour, Hermog.Id.2.1.    2 (from signf. 1.2) guide aright, γνώμην A.Ag.1475 (lyr.) ; πόλλ' ἁμαρτὼν οὐδὲν ὤρθωσας φρενί Id.Supp.915 ; ὀ. ἀγῶνας, ξυμφοράς, bring them to a happy end, Id.Ch.584, Eu.897 ; τὰ . . πόλεος θεοὶ . . σείσαντες ὤρθωσαν πάλιν S.Ant.163 ; τύχη τέχνην ὤρθωσεν Men.Mon.495, cf. 625 :—Pass., of actions or persons acting, succeed, prosper, ἢν ἡ διάβασις μὴ ὀρθωθῇ Hdt.1.208; στρατηγὸς πλεῖστ' ἂν ὀρθοῖτο Th.3.30, cf. 42 ; ὀρθοῦνται τὰ πλείω ib.37 ; τὸ -ούμενον success, Id.4.18 ; of persons and places, to be safe and happy, flourish, S. Ant.675, Antipho 5.7, Th.2.60 ; of words and opinions, to be right, be true, οὕτως ὀρθοῖτ' ἂν ὁ λόγος Hdt.7.103 ; ὀρθοῦσθαι γνώμην E.Hipp. 247 (anap.); ἐν ἀγγέλῳ γὰρ κρυπτὸς ὀρθοῦται λόγος it lies with the messenger to set right a secret message, A.Ch.773 (κυπτὸς v. l. ap. Sch.Il.15.207, i. e. to straighten a crooked message).    3 Pass., ὀρθουμένων if all goes well, A.Eu.772.    III intr., use the nominative case (opp. πλαγιάζω), Hermog.Id.1.3,9.

German (Pape)

[Seite 376] 1) grade in die Höhe richten, aufrichten; den Gefallenen, τὸν δ' αἶψ' ὤρθωσεν Ἀπόλλων, Il. 7, 272; emporrichten, ὀρθωθεὶς δ' ἄρ' ἐπ' ἀγκῶνος, 10, 80; ἕζετο δ' ὀρθωθείς, 2, 42. 23, 235; übertr. ὕμνον, Pind. Ol. 3, 3; πολλάκι δ' ἐν κακοῖσιν τὸν ἀμήχανον ὀρθοῖ, Aesch. Spt. 211; οἶκον, Eum. 721; med. ὀρθοῦσθαι, sich aufrichten, erheben, 678; ὠρθοῦθ' ὁ τλήμων ὀρθὸς ἐξ ὀρθῶν δίφρων, Soph. El. 732; ὀρθοῦτε κάρα, Eur. Hipp. 198; πρόσωπον, Alc. 389; – übtr. aufrecht erhalten, zu Macht, Ansehen, Ehren bringen, Σικελίαν, Pind. N. 1, 15; ὀρθώσαντες οἶκον, I. 5, 61, vgl. P. 4, 60; αὐτοῦ ὀρθώσαις ἀρετάν, verherrlichend, I. 3, 56; τῷ γὰρ σέβοντι συμφορὰς ὀρθώσομεν, wir werden sein Geschick erhöhen, Aesch. Eum. 857; νομίζει θ' ἧμιν ὀρθῶσαι βίον, Soph. O. R. 39; Ggstz von ὄλλυμι, O. C. 395; von πίπτειν, 396; πόλιν, Ant. 167; vgl. μὴ Τροίαν ποτὲ πεσοῦσαν ὀρθώσειεν, Eur. Troad. 1161; ὀρθώσεις σεαυτόν, Her. 5, 222; ὀρθοῖ πᾶν τὸ σῶμα, Plat. Tim. 90 b; τὴν πατρίδα, Lach. 181 b; ὀρθοῦσθαι, gradestehen, Xen. Cyr. 1, 3, 10; σῶμα ὀρθούμενον, im Ggstz von κυρτούμενον, Mem. 3, 10, 15; – einrichten, einsetzen, ἀγῶνας, Aesch. Ch. 577; Ζηνὸς ὀρθῶσαι βρέτας, Eur. Phoen. 1256; ἔρυμα, errichten, Thuc. 6, 66. – 2) in gerade Richtung bringen, grade machen; οἱ τὰ διεστραμμένα ξύλα ὀρθοῦντες, Arist. eth. 2, 8; richtig machen, νῦν δ' ὤρθωσας στόματος γνώμην, du sprachst einen wahren Spruch, Aesch. Ag. 1454; οὐδὲν ὤρθωσας φρενί, Suppl. 893; pass., Eum. 742, ἐν ἀγγέλῳ γὰρ κρυπτὸς ὀρθοῦται λόγος, ist richtig angebracht, Ch. 762; ἢν τόδ' ὀρθωθῇ βέλος, Soph. Phil. 1283, wenn es grade geht, nicht fehlt; ὀρθοῦσθαι γνώμαν, Eur. Hipp. 247; οὕτω ὀρθοῖτ' ἂν ὁ λόγος, so möchte die Rede richtig sein, Her. 7, 103; ὁ στρατηγὸς πλεῖστ' ἂν ὀρθοῖτο, Thuc. 3, 30, vgl. 3, 42. 6, 9; in späterer Prosa, wie κατορθόω, πάλιν ὠρθώθη τὰ πράγματα, Pol. 29, 11, 12; ἁμαρτίαν, Arr. Cyn. 26, 4; – τὸ ὀρθούμενον, der glückliche Erfolg, Thuc. 4, 18; vgl. ἢν ἡ διάβασις μὴ ὀρθωθῇ, Her. 1, 208.

Greek (Liddell-Scott)

ὀρθόω: μέλλ. -ώσω, ποιῶ τι ὀρθόν, πρβλ. κατορθόω: 1) ὀρθώνω τι πεσὸν ἢ κείμενον κάτω, στήνω ὄρθιον, ἀνεγείρω, σηκώνω, τὸν δ’ αἶψ’ ὤρθωσεν Ἀπόλλων Ἰλ. Η. 272· χερσὶ λαβὼν ὤρθωσε Ψ. 695· ἴδε κατωτ. ΙΙ. 1· ― ὀρθοῦν κάρα, πρόσωπον Εὐρ. Ἱππ. 198, Ἄλκ. 388· καὶ ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, οὔατα ὀρθώσασθαι Κόϊντ. Σμ. 4. 511· ― ἐπὶ οἰκοδομῶν, ἀνεγείρω, ἀνοικοδομῶ, Εὐρ. Τρῳ. 1161, κτλ.· ἢ καθόλου, οἰκοδομῶ, κτίζω, ἐγείρω, ἱδρύω, στήνω, Ζηνὸς βρέτας τροπαῖον ὁ αὐτ. ἐν Φοιν. 1250 ἔρυμα λίθοις καὶ ξύλοις Θουκ. 6. 66 πολὺ τοῦ τείχους Ξεν. Ἑλλ. 4. 8, 10· ― Παθ., σηκώνομαι, ἕζετο δ’ ὀρθωθεὶς Ἰλ. Β. 42, κλ.· ὀρθωθεὶς δ’ ἄρ’ ἐπ’ ἀγκῶνος Κ. 80· ὠρθοῦθ’ ὁ τλήμων ὀρθὸς ἐξ ὀρθῶν δίφρων Σοφ. Ἠλ. 742· ὀρθούμενοι ἐξιέναι Ξεν. Κύρ. 8. 8, 10, πρβλ. 1. 3, 10· ἁπλῶς. ἐγείρομαι ἐκ τῆς ἕδρας μου, ἀνίσταμαι, σηκώνομαι, Αἰσχύλ. Εὐμ. 708, Σοφ. Φιλ. 820, Ἠλ. 742. 2) ποιῶ τι εὐθύ, «ἰσάζω», τὰ διεστραμμένα τῶν ξύλων Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 2. 9, 5, πρβλ. Ξεν. Ἀπομν. 3. 10, 15. ― Παθ., ἢν τόδ’ ὀρθωθῇ βέλος, ἂν τοῦτο τὸ βέλος διευθυνθῇ ὀρθῶς, Σοφ. Φιλ. 1299· ὀρθοῦται κανών, εἶναι ὀρθὸς ὁ κανών, ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 421. ΙΙ. μεταφορ. (ἐκ τῆς σημ. Ι) ἐγείρω, ἐπαναφέρω εἰς ὑγείαν, ἀσφάλειαν, εὐτυχίαν, ἐκ κακῶν ὀρθοῦσιν … ἄνδρας κειμένους Ἀρχίλ. 51· ὧδε ποιήσας ὀρθώσεις σεαυτὸν Ἡρόδ. 3. 122, πρβλ. Αἰσχύλ. Θηβ. 229, Σοφ. Ο. Κ. 394, Ἀντ. 167, κλ.· ὀρθ. βίον ὁ αὐτ. ἐν Ο. Τ. 39· ὀρθ. ὕμνον, ἐγείρω αὐτὸν ὡς δόξης μνημεῖον, Πινδ. Ο. 3. 5, πρβλ. Ι. 1. 63· ― ὡσαύτως, ὑψῶ, τιμῶ, δοξάζω, Σικελίαν, οἶκον ὁ αὐτ. ἐν Ν. 1. 21, Ι. 6 (6). 95· ποιῶ, καθιστῶ ἔνδοξον, περίφημον, ὁ αὐτ. ἐν Π. 4. 106· πρβλ. Πλάτ. Λάχ. 181Α. 2) (ἐκ τῆς σημασ. 2) ὁδηγῶ ὀρθῶς, γνώμην Αἰσχύλ. Ἀγ. 1475· πόλλ’ ἁμαρτὼν οὐδὲν ὤρθωσας φρενὶ ὁ αὐτ. ἐν Ἱκ. 915· ὀρθ. ἀγῶνας, ξυμφοράς, φέρω αὐτὰ εἰς εὐτυχὲς τέλος, ὁ αὐτ. ἐν Χο. 584, Εὐμ. 897· ὀ. βίον Σοφ. Ο. Τ. 39· τὰ … πόλεος θεοὶ ... σείσαντες ὤρθωσαν πάλιν ὁ αὐτ. ἐν Ἀντ. 163· τύχη τέχνην ὤρθωσεν Μενάνδρου Μονόστ. 495, πρβλ. 625. ― Παθ., ἐπὶ ἐνεργειῶν ἢ ἐπὶ ἐνεργούντων προσώπων, ἐπιτυγχάνω, εὐτυχῶ, ἢν ἡ διάβασις μὴ ὀρθωθῇ Ἡρόδ. 1. 208· ὁ στρατηγὸς πλεῖστ’ ἅν ὀρθοῖτο Θουκ. 3. 30, πρβλ. 42· ὀρθοῦνται τὰ πλείω αὐτόθι 37· τὸ ὀρθούμενον, ἐπιτυχία, ὁ αὐτ. 4. 18· ― ἐπὶ προσώπων καὶ τόπων, εἶμαι ἀσφαλὴς καὶ εὐτυχής, ἀκμάζω, Σοφ. Ἀντ. 675, Ἀντιφῶν 130. 7, Θουκ. 2. 60· ― ἐπὶ λόγων καὶ γνωμῶν, εἶμαι ὀρθός, ἀληθής, οὕτως ὀρθοῖτ’ ἂν ὁ λόγος Ἡρόδ. 7. 103· ὀρθοῦσθαι γνώμην Εὐρ. Ἱππ. 247· ἐν ἀγγέλῳ γὰρ κρυπτὸς ὀρθοῦται λόγος, μυστικὸς λόγος ὀρθῶς πέμπεται, μόνον δι’ ἀγγέλου, οὐχὶ δι’ ἐπιστολῆς Αἰσχύλ. Χο. 773. 3) ἐν τῷ παθ. ὡσαύτως, εἶμαι δίκαιος, φέρομαι δικαίως, ὁ αὐτ. ἐν Εὐμ. 708, 772.