ἐλαφρός: Difference between revisions
Ἀκμὴ τὸ σύνολον οὐδὲν ἄνθους διαφέρει → Nil flore differt vegetus aetatis vigor → Des Lebens Blüte ist ganz wie der Blume Pracht
(13_7_2) |
(6_4) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0792.png Seite 792]] auch 2 Cndg., ἐλαφρὸς ὁρμά Pind. N. 5, 20, <b class="b2">leicht</b>; – 1) vom Gewicht; Il. 12, 450; Ggstz [[βαρύς]], Plat. Theaet. 63 c; Xen. Cyn. 6, 11 u. öfter. Dah. leicht zu ertragen, nicht lästig, ἐλαφρότερος γίγνεται [[πόλεμος]] Τρώεσσι, fällt minder schwer, Il. 22, 287; [[συμφορά]] Antiph. III γ E.; σοὶ ἐλαφρὸν τυγχάνει ἐόν Her. 7, 38; τὰ ἐλαφρότερα ταῖς γυναιξὶν δοτέον Plat. Rep. V, 457 a; οὐκ ἐν ἐλαφρῷ ποιεῖσθαί τι, Etwas nicht leicht nehmen, sich darüber ängstigen, es übel nehmen, Her. 1, 118. 3, 154; adv. ἐλαφρῶς, leichtlich, ohne Mühe, Oc. 5, 240; φέρειν Pind. P. 2, 93. Bei Xen. An. 3, 3, 6 sind ἐλαφροὶ καὶ εὔζωνοι verbunden; u. öfter so von Leichtbewaffneten, was in die Bdtg – 2) sich leicht bewegend, flink, <b class="b2">schnell</b> übergeht; ἵπποι ἐλαφρότατοι θέειν Od. 3, 370; [[ὅστις]] ἐλαφρότατος ποσσὶ κραιπνοῖσι πέλοιτο 13, 87; γυῖα δ' ἔθηκεν ἐλαφρά Il. 5, 122, leicht, rüstig; [[πούς]] Aesch. Prom. 279; πτερύγων ῥιπαί 125; καὶ ὑπόπτεροι Plat. Phaedr. 256 b; καὶ [[ποδώκης]] Plut. Fab. 7; ἐλαφρὰ [[ἡλικία]], das rüstige, zum Kriegsdienst fähige Alter, Xen. Mem. 3, 5, 27. – 3) gering, schwach; [[λύσσα]] Eur. Bacch. 831; von einem Flusse, Pol. 16, 17, 8; – sanft, mild; καὶ μετριώτατοι τοῖς συνοῦσι Isocr. 12, 31; καὶ [[εὐήθης]] Plat. Epist. XIII, 360 c; vgl. Theocr. 2, 124; – leichtsinnig, Pol. 6, 56, 11, wie B. A. 96 erkl. ὁ τὰς φρένας [[κοῦφος]]. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0792.png Seite 792]] auch 2 Cndg., ἐλαφρὸς ὁρμά Pind. N. 5, 20, <b class="b2">leicht</b>; – 1) vom Gewicht; Il. 12, 450; Ggstz [[βαρύς]], Plat. Theaet. 63 c; Xen. Cyn. 6, 11 u. öfter. Dah. leicht zu ertragen, nicht lästig, ἐλαφρότερος γίγνεται [[πόλεμος]] Τρώεσσι, fällt minder schwer, Il. 22, 287; [[συμφορά]] Antiph. III γ E.; σοὶ ἐλαφρὸν τυγχάνει ἐόν Her. 7, 38; τὰ ἐλαφρότερα ταῖς γυναιξὶν δοτέον Plat. Rep. V, 457 a; οὐκ ἐν ἐλαφρῷ ποιεῖσθαί τι, Etwas nicht leicht nehmen, sich darüber ängstigen, es übel nehmen, Her. 1, 118. 3, 154; adv. ἐλαφρῶς, leichtlich, ohne Mühe, Oc. 5, 240; φέρειν Pind. P. 2, 93. Bei Xen. An. 3, 3, 6 sind ἐλαφροὶ καὶ εὔζωνοι verbunden; u. öfter so von Leichtbewaffneten, was in die Bdtg – 2) sich leicht bewegend, flink, <b class="b2">schnell</b> übergeht; ἵπποι ἐλαφρότατοι θέειν Od. 3, 370; [[ὅστις]] ἐλαφρότατος ποσσὶ κραιπνοῖσι πέλοιτο 13, 87; γυῖα δ' ἔθηκεν ἐλαφρά Il. 5, 122, leicht, rüstig; [[πούς]] Aesch. Prom. 279; πτερύγων ῥιπαί 125; καὶ ὑπόπτεροι Plat. Phaedr. 256 b; καὶ [[ποδώκης]] Plut. Fab. 7; ἐλαφρὰ [[ἡλικία]], das rüstige, zum Kriegsdienst fähige Alter, Xen. Mem. 3, 5, 27. – 3) gering, schwach; [[λύσσα]] Eur. Bacch. 831; von einem Flusse, Pol. 16, 17, 8; – sanft, mild; καὶ μετριώτατοι τοῖς συνοῦσι Isocr. 12, 31; καὶ [[εὐήθης]] Plat. Epist. XIII, 360 c; vgl. Theocr. 2, 124; – leichtsinnig, Pol. 6, 56, 11, wie B. A. 96 erkl. ὁ τὰς φρένας [[κοῦφος]]. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ἐλαφρός''': -ά, -όν, καὶ ἐν Πινδ. Ν. 5. 38, ός, όν, (ἴδε [[ἐλαχύς]]): - [[ἐλαφρός]], ἐπὶ βάρους, Λατ. levis, ἀντίθετον τῷ [[βαρύς]], τόν οἱ ἐλ. ἔθηκε (ἐνν. λᾶαν) Ἰλ. Μ. 450· ξύλου ἐλαφρότερα Ἡρόδ. 3. 23· καὶ παρ’ Ἀττ., ὡς ἐν Πλάτ. Τιμ. 63C, κλ.· ἐν ἐπιτυμβ., γαῖαν ἔχοις ἐλαφρὰν, sit tibi terra levis, Ἐπίγραμμ. Ἑλλ. 195· - ἐπίρρ., ἐλαφρῶς, τὰ (ἐνν. ξύλα) οἱ πλώοιεν ἐλαφρῶς Ὀδ. Ε. 240. 2) [[ἐλαφρός]], «ὑποφερτός», οὐχὶ [[βαρύς]], [[εὔκολος]], καί κεν ἐλαφρότερος [[πόλεμος]] Τρώεσσι γένοιτο Ἰλ. Χ. 287· συμφορὰν ἐλαφροτέραν καταστῆσαι Ἀντιφῶν 124. 3· ἐλαφρόν ἐστι, [[εἶναι]] εὔκολον, Πινδ. Ν. 7. 113, Αἰσχύλ. Πρ. 263, κτλ.· ἐν ἐλαφρῷ ποιεῖσθαί τι, θεωρεῖν τι εὔκολον, Ἡρόδ. 3. 154· οὐκ ἐν ἐλ. π., Λατ. graviter ferre, ὁ αὐτ. 1. 118· οὐκ ἐν ἐλαφρῷ, οὐχὶ εὔκολον [[πρᾶγμα]], Θεόκρ. 22. 212: - Ἐπίρρ. ἐλαφρῶς, ἐλαφρῶς φέρειν ζυγὸν Πινδ. Π. 2. 171. 3) εὐκόλως χωνευόμενος, [[εὔπεπτος]], ὡς καὶ νῦν, Πλούτ. 2. 137Α. ΙΙ. εὐκόλως κινούμενος, [[εὐκίνητος]], Λατ. agilis, γυῖα δ’ ἔθηκεν ἐλαφρὰ Ἰλ. Ε. 122· ἦ μάλ’ ἐλ. [[ἀνήρ]], ὡς [[ῥεῖα]] κυβιστᾷ Π. 745· ἐλαφρὸς ποσσὶ Ψ. 749· χεῖρες ἐπαΐσσονται ἐλαφραὶ Ψ. 628· [[κίρκος]]... ἐλαφρότατος πετεηνῶν Χ. 139, πρβλ. Ὀδ. Ν. 87· ἵπποι ἐλαφρότατοι θείειν Γ. 370· ἐλαφραῖς πτερύγων ῥιπαῖς Αἰσχύλ. Πρ. 125· ἐλαφρῷ ποδὶ [[αὐτόθι]] 279· ἐλαφρὰ [[ἡλικία]], ἡ [[ἡλικία]] τῆς ζωηρᾶς καὶ εὐκινήτου νεότητος, Ξεν. Ἀπομν. 3. 5, 27: - ἀλλ’ οἱ ἐλαφροί, οἱ ἐλαφρῶς ὡπλισμένοι στρατιῶται, Λατ. levis armatura, ὁ αὐτ. Ἀνάβ. 4. 2, 27· - μεταφ., πόλιας θῆκεν ἐλαφροτέρας, κατέστησε τὴν κατάστασιν αὐτῶν καλλιτέραν, Ἐπιγράμμ. Ἑλλ. 905. ΙΙΙ. μεταφ. [[ὡσαύτως]], ἐλαφρῶς σκεπτόμενος, ἐλαφρόνους, ἄστατος, ἄσκεπτος, Πολύβ. 6. 56, 11· ἐνεὶς ἐλαφρὰν λύσσαν, ἐνθεὶς ἐλαφρὰν παραφροσύνην, Εὐρ. Βάκχ. 851· - [[ὡσαύτως]], [[πρᾶος]], [[ἥσυχος]], Ἰσοκρ. 239Β, Πλάτ. Ἐπιστ. 360C. 2) [[μικρός]], Λατ. tenuis, ποταμὸς Πολύβ. 16. 17, 7· μικρὰν ἔχων δύναμιν ἢ ἰσχύν, πόλεις ὁ αὐτ. 5. 62, 6. | |||
}} | }} |
Revision as of 11:10, 5 August 2017
English (LSJ)
ά, όν, and in Pi.N.5.20 ός, όν: (v. ἐλαχύς);—
A light in weight, τόν οἱ ἐ. ἔθηκε (sc. λᾶαν) Il.12.450; ξύλου ἐλαφρότερα Hdt.3.23; πῦρ Parm.8.57; opp. βαρύς, Pl.Ti.63c, etc.; in Epitaphs, γαῖαν ἔχοις ἐλαφράν 'sit tibi terra levis', Epigr.Gr.195 (Vaxos), cf. Sammelb. 315. Adv., τά (sc. δένδρεα) οἱ πλώοιεν ἐλαφρῶς Od.5.240. 2 light to bear, easy, καί κεν ἐλαφρότερος πόλεμος Τρώεσσι γένοιτο Il.22.287; συμφ ορὰν ἐλαφροτέραν καταστῆσαι Antipho 3.3.12; πόνος -ότερος ἑαυτοῦ συνηθείῃ γίνεται Democr.241: later, Comp. ἐλαφρώτερον ἄλγος Max.173; ἐλαφρόν [ἐστι] 'tis light, easy, Pi.N.7.77, A.Pr.265, etc.; easy to understand, [προβλήματα] ἐ. καὶ πιθανά Plu.2.133e, cf. D.Chr. 18.11; ἐν ἐλαφρῷ ποιήσασθαί τι to make light of a thing, Hdt.3.154; οὐκ ἐν ἐ. ποιεῖσθαι Id.1.118; οὐκ ἐν ἐ. no light matter, Theoc.22.212. Adv. -ρῶς, φέρειν ζυγόν to bear it lightly, Pi.P.2.93. 3 light of digestion, Plu.2.137a. 4 shallow, διάπλους Peripl.M.Rubr.55; δῖναι ib.40. 5 Act., ease-giving, B.Fr.8, Theoc.2.92. II light in moving, nimble, γυῖα δ' ἔθηκεν ἐ. Il.5.122; ἦ μάλ' ἐ. ἀνήρ 16.745; ἐλαφρότατος ποσσί 23.749; χεῖρες . . ἐπαΐσσονται ἐ. ib.628; κίρκος . . ἐλαφρότατος πετεηνῶν 22.139, Od.13.87; [ἵπποι] ἐλαφρότατοι θείειν 3.370; ἐλαφραῖς πτερύγων ῥιπαῖς A.Pr.125 (anap.); ἐ. ποδί ib.281 (anap.); γονάτων ἐλαφρὸν ὁρμάν Pi.N.5.20; ἐ. ποδῶν ἴχνι' ἀειράμεναι Call.Fr.anon.391; ἐλαφρὰ ἡλικία the age of active youth, X.Mem.3.5.27; ἐλαφροί, οἱ, light troops, Id.An.4.2.27 (restricted to cavalry who fight at close quarters, Ascl.Tact.1.3): metaph., πόλιας θῆκεν ἐλαφροτέρας made them easier in condition, Epigr.Gr.905 (Gortyn). Adv. -ρῶς nimbly, Ar.Ach.217; ὀρχεῖσθαι πυρρίχην X.An.6.1.12. III metaph., light-minded, unsteady, fickle, πᾶν πλῆθός ἐστιν ἐ. Plb.6.56.11; ἐ. λύσσα light-headed madness, E.Ba.851. b gentle, mild, σφᾶς αὐτοὺς -οτάτους τοῖς συνοῦσι παρέχοντας Isoc.12.31, cf. Pl.Ep.360c. 2 small, ποταμός Plb.16.17.7; of small power or strength, πόλεις Id.5.62.6. 3 relieved of a burden, ψυχὴ ἐ. καὶ δι' αὑτῆς Plot.4.3.32. IV Ἐλαφρός· Ζεὺς ἐν Κρήτῃ, Hsch.
German (Pape)
[Seite 792] auch 2 Cndg., ἐλαφρὸς ὁρμά Pind. N. 5, 20, leicht; – 1) vom Gewicht; Il. 12, 450; Ggstz βαρύς, Plat. Theaet. 63 c; Xen. Cyn. 6, 11 u. öfter. Dah. leicht zu ertragen, nicht lästig, ἐλαφρότερος γίγνεται πόλεμος Τρώεσσι, fällt minder schwer, Il. 22, 287; συμφορά Antiph. III γ E.; σοὶ ἐλαφρὸν τυγχάνει ἐόν Her. 7, 38; τὰ ἐλαφρότερα ταῖς γυναιξὶν δοτέον Plat. Rep. V, 457 a; οὐκ ἐν ἐλαφρῷ ποιεῖσθαί τι, Etwas nicht leicht nehmen, sich darüber ängstigen, es übel nehmen, Her. 1, 118. 3, 154; adv. ἐλαφρῶς, leichtlich, ohne Mühe, Oc. 5, 240; φέρειν Pind. P. 2, 93. Bei Xen. An. 3, 3, 6 sind ἐλαφροὶ καὶ εὔζωνοι verbunden; u. öfter so von Leichtbewaffneten, was in die Bdtg – 2) sich leicht bewegend, flink, schnell übergeht; ἵπποι ἐλαφρότατοι θέειν Od. 3, 370; ὅστις ἐλαφρότατος ποσσὶ κραιπνοῖσι πέλοιτο 13, 87; γυῖα δ' ἔθηκεν ἐλαφρά Il. 5, 122, leicht, rüstig; πούς Aesch. Prom. 279; πτερύγων ῥιπαί 125; καὶ ὑπόπτεροι Plat. Phaedr. 256 b; καὶ ποδώκης Plut. Fab. 7; ἐλαφρὰ ἡλικία, das rüstige, zum Kriegsdienst fähige Alter, Xen. Mem. 3, 5, 27. – 3) gering, schwach; λύσσα Eur. Bacch. 831; von einem Flusse, Pol. 16, 17, 8; – sanft, mild; καὶ μετριώτατοι τοῖς συνοῦσι Isocr. 12, 31; καὶ εὐήθης Plat. Epist. XIII, 360 c; vgl. Theocr. 2, 124; – leichtsinnig, Pol. 6, 56, 11, wie B. A. 96 erkl. ὁ τὰς φρένας κοῦφος.
Greek (Liddell-Scott)
ἐλαφρός: -ά, -όν, καὶ ἐν Πινδ. Ν. 5. 38, ός, όν, (ἴδε ἐλαχύς): - ἐλαφρός, ἐπὶ βάρους, Λατ. levis, ἀντίθετον τῷ βαρύς, τόν οἱ ἐλ. ἔθηκε (ἐνν. λᾶαν) Ἰλ. Μ. 450· ξύλου ἐλαφρότερα Ἡρόδ. 3. 23· καὶ παρ’ Ἀττ., ὡς ἐν Πλάτ. Τιμ. 63C, κλ.· ἐν ἐπιτυμβ., γαῖαν ἔχοις ἐλαφρὰν, sit tibi terra levis, Ἐπίγραμμ. Ἑλλ. 195· - ἐπίρρ., ἐλαφρῶς, τὰ (ἐνν. ξύλα) οἱ πλώοιεν ἐλαφρῶς Ὀδ. Ε. 240. 2) ἐλαφρός, «ὑποφερτός», οὐχὶ βαρύς, εὔκολος, καί κεν ἐλαφρότερος πόλεμος Τρώεσσι γένοιτο Ἰλ. Χ. 287· συμφορὰν ἐλαφροτέραν καταστῆσαι Ἀντιφῶν 124. 3· ἐλαφρόν ἐστι, εἶναι εὔκολον, Πινδ. Ν. 7. 113, Αἰσχύλ. Πρ. 263, κτλ.· ἐν ἐλαφρῷ ποιεῖσθαί τι, θεωρεῖν τι εὔκολον, Ἡρόδ. 3. 154· οὐκ ἐν ἐλ. π., Λατ. graviter ferre, ὁ αὐτ. 1. 118· οὐκ ἐν ἐλαφρῷ, οὐχὶ εὔκολον πρᾶγμα, Θεόκρ. 22. 212: - Ἐπίρρ. ἐλαφρῶς, ἐλαφρῶς φέρειν ζυγὸν Πινδ. Π. 2. 171. 3) εὐκόλως χωνευόμενος, εὔπεπτος, ὡς καὶ νῦν, Πλούτ. 2. 137Α. ΙΙ. εὐκόλως κινούμενος, εὐκίνητος, Λατ. agilis, γυῖα δ’ ἔθηκεν ἐλαφρὰ Ἰλ. Ε. 122· ἦ μάλ’ ἐλ. ἀνήρ, ὡς ῥεῖα κυβιστᾷ Π. 745· ἐλαφρὸς ποσσὶ Ψ. 749· χεῖρες ἐπαΐσσονται ἐλαφραὶ Ψ. 628· κίρκος... ἐλαφρότατος πετεηνῶν Χ. 139, πρβλ. Ὀδ. Ν. 87· ἵπποι ἐλαφρότατοι θείειν Γ. 370· ἐλαφραῖς πτερύγων ῥιπαῖς Αἰσχύλ. Πρ. 125· ἐλαφρῷ ποδὶ αὐτόθι 279· ἐλαφρὰ ἡλικία, ἡ ἡλικία τῆς ζωηρᾶς καὶ εὐκινήτου νεότητος, Ξεν. Ἀπομν. 3. 5, 27: - ἀλλ’ οἱ ἐλαφροί, οἱ ἐλαφρῶς ὡπλισμένοι στρατιῶται, Λατ. levis armatura, ὁ αὐτ. Ἀνάβ. 4. 2, 27· - μεταφ., πόλιας θῆκεν ἐλαφροτέρας, κατέστησε τὴν κατάστασιν αὐτῶν καλλιτέραν, Ἐπιγράμμ. Ἑλλ. 905. ΙΙΙ. μεταφ. ὡσαύτως, ἐλαφρῶς σκεπτόμενος, ἐλαφρόνους, ἄστατος, ἄσκεπτος, Πολύβ. 6. 56, 11· ἐνεὶς ἐλαφρὰν λύσσαν, ἐνθεὶς ἐλαφρὰν παραφροσύνην, Εὐρ. Βάκχ. 851· - ὡσαύτως, πρᾶος, ἥσυχος, Ἰσοκρ. 239Β, Πλάτ. Ἐπιστ. 360C. 2) μικρός, Λατ. tenuis, ποταμὸς Πολύβ. 16. 17, 7· μικρὰν ἔχων δύναμιν ἢ ἰσχύν, πόλεις ὁ αὐτ. 5. 62, 6.