σιδήρεος: Difference between revisions
Τὸ δὴ τρέφον με τοῦτ' ἐγὼ λέγω θεόν → Denn ich bezeichne das, was mich ernährt, als Gott → Denn was mir Nahrung gibt, bezeichne ich als Gott
(13_7_2) |
(6_4) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0879.png Seite 879]] ion. u. ep. έη, εον, att. σιδηροῦς, ᾶ, οῦν, poet. auch [[σιδήρειος]], <b class="b2">eisern</b>, stählern, Hom. u. Folgde; [[ἄξων]], Il. 3, 723; σιδηρείη [[κορύνη]], 7, 141; σιδήρειαι πύλαι, 8, 15; [[οὐρανός]], das eiserne Himmelsgewölbe, Od. 15, 329. 17, 565 (sonst [[χάλκεος]]), kann auch übertr. sein, vgl. unten; zweifelhaft auch [[ὀρυμαγδός]], d. i. Gerassel der eisernen Waffen (?), Il. 17, 424; σιδηρᾶ κέντρα, Eur. Phoen. 26, u. sonst. – Uebertr., wie von Eisen u. Stahl, <b class="b2">fest, hart</b>; [[σάρξ]], Theocr. 22, 47; [[θυμός]], [[κραδίη]], Hom. u. Hes., sowohl tadelnd von gefühlloser Härte des Herzens, als lobend von männlicher Festigkeit der Gesinnung; σοί γε σιδήρεα πάντα τέτυκται, an dir ist Alles von Eisen, Od. 12, 280; auch π υρὸς [[μένος]] σιδήρεον, des Feuers eiserne Wuth, Il. 23, 177; σιδηροῦς [[ἀνήρ]], neben [[ἀναίσχυντος]], Ar. Ach. 466, σιδηροῖς λόγοις, Plat. Gorg. 509 a; σιδηροῦν [[γένος]], Rep. VIII, 547 b; σκληρὰς καὶ σιδηρᾶς ἀγωγάς, Legg. I, 685 a; Folgde; μόνον οὐχ ἁλύσει σιδηρᾷ, Dem. 25, 28; εἰ μὲ σιδηροῦς ἐστιν, [[οἶμαι]] ἔννουν γεγονέναι, Lys. 10, 20; σ. [[ἄνθρωπος]], Plut. Cic. 26. – Σιδάρεοι, οἱ, Eiserlinge, eine byzantinische Eisenmünze, welche auch in Athen ihre dorische Wortform behielt, vgl. Hesych. u. Ar. Nubb. 249. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0879.png Seite 879]] ion. u. ep. έη, εον, att. σιδηροῦς, ᾶ, οῦν, poet. auch [[σιδήρειος]], <b class="b2">eisern</b>, stählern, Hom. u. Folgde; [[ἄξων]], Il. 3, 723; σιδηρείη [[κορύνη]], 7, 141; σιδήρειαι πύλαι, 8, 15; [[οὐρανός]], das eiserne Himmelsgewölbe, Od. 15, 329. 17, 565 (sonst [[χάλκεος]]), kann auch übertr. sein, vgl. unten; zweifelhaft auch [[ὀρυμαγδός]], d. i. Gerassel der eisernen Waffen (?), Il. 17, 424; σιδηρᾶ κέντρα, Eur. Phoen. 26, u. sonst. – Uebertr., wie von Eisen u. Stahl, <b class="b2">fest, hart</b>; [[σάρξ]], Theocr. 22, 47; [[θυμός]], [[κραδίη]], Hom. u. Hes., sowohl tadelnd von gefühlloser Härte des Herzens, als lobend von männlicher Festigkeit der Gesinnung; σοί γε σιδήρεα πάντα τέτυκται, an dir ist Alles von Eisen, Od. 12, 280; auch π υρὸς [[μένος]] σιδήρεον, des Feuers eiserne Wuth, Il. 23, 177; σιδηροῦς [[ἀνήρ]], neben [[ἀναίσχυντος]], Ar. Ach. 466, σιδηροῖς λόγοις, Plat. Gorg. 509 a; σιδηροῦν [[γένος]], Rep. VIII, 547 b; σκληρὰς καὶ σιδηρᾶς ἀγωγάς, Legg. I, 685 a; Folgde; μόνον οὐχ ἁλύσει σιδηρᾷ, Dem. 25, 28; εἰ μὲ σιδηροῦς ἐστιν, [[οἶμαι]] ἔννουν γεγονέναι, Lys. 10, 20; σ. [[ἄνθρωπος]], Plut. Cic. 26. – Σιδάρεοι, οἱ, Eiserlinge, eine byzantinische Eisenmünze, welche auch in Athen ihre dorische Wortform behielt, vgl. Hesych. u. Ar. Nubb. 249. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''σῐδήρεος''': α, Ἰων. καὶ Ἐπικ. η, ον, Ἀττ. [[σιδηροῦς]], ᾶ, οῦν, (πρβλ. [[χάλκεος]], -οῦς, [[χρύσεος]], -οῦς)· παρὰ μεταγεν. συγγραφεῦσιν [[ὡσαύτως]] ος, ον, Θεογνώστ. Καν. 56· Ἐπικ. [[ὡσαύτως]] σιδήριος, η, ον, αιος Κύριλλ.· Δωρ. σιδάρεος, -ειος, Αἰολ. σιδάριος Ahr. D. Aeol. § 12. 4 ([[σίδηρος]])· - ὁ ἐκ σιδήρου ἢ χάλυβος πεποιημένος, [[σιδηροῦς]], Λατ. ferreus, Ὅμηρ., κλπ.· [[σιδήρεος]] [[ἄξων]] Ἰλ. Ε. 723· σιδηρείη [[κορύνη]] Ξ. 141· σιδήρειαι πύλαι Θ. 15· [[ὑποκρητηρίδιον]] Ἡρόδ. 1. 25· [[σκύταλον]] Θεόκρ. 17. 31· χεὶρ σιδηρᾶ, [[σίδηρος]] πεποιημένος ἐν εἴδει χειρός, [[ὅπως]] ἁρπάζῃ, [[ἁρπάγη]], Θουκ. 4, 25., 7. 62· - [[ὡσαύτως]], σιδήριος δ’ [[ὀρυμαγδός]], ὁ τῶν ὅπλων [[κρότος]], Ἰλ. Ρ. 424· [[σιδήρεος]] [[οὐρανός]], τὸ [[στερέωμα]], [[ὅπερ]] οἱ παλαιοὶ ἐνόμιζον ὡς μετάλλινον, Ὀδ. Ο. 329, Ρ. 565 (πρβλ. [[χάλκεος]])· - ἡ τελευταία καὶ χειρίστη γενεὰ κατὰ τὸν Ἡσίοδον ἦτο ἡ σιδηρᾶ, Ἔργ. καὶ Ἡμ. 174 κἑξ.<br />2) μεταφορ., ἦ γὰρ σοί γε [[σιδήρεος]] ἐν φρεσὶ [[θυμός]], ψυχὴ σιδηρᾶ, δηλ. σκληρά, [[ἄκαμπτος]] ὡς ὁ [[σίδηρος]] (πρβλ. [[σίδηρος]] Ι. 2), Ἰλ. Χ. 357, Ὀδ. Ψ. 172· [[οὐδέ]] μοι ... θυμὸς ἐνὶ στήθεσσι σ., ἀλλ’ [[ἐλεήμων]] Ε. 191· οὐδ’ εἴ οἱ [[κραδίη]] γε σιδηρέη [[ἔνδοθεν]] ἦεν Δ. 293· σιδήρειόν νύ τοι [[ἦτορ]] Ἰλ. Ω. 205, 521· ἦ ῥά νυ σοί γε σιδήρεα πάντα τέτυκται, εἶσαι [[ὅλος]] ἐκ σιδήρου, Ὀδ. Μ. 280· πυρὸς [[μένος]] ... σιδήρεον, ἡ [[ἀκατάσχετος]] ὁρμὴ τοῦ [[πυρός]], Ἰλ. Ψ 177· - ἐπὶ τοῦ Ἡρακλέους, οἱονεὶ τοῦ ἔχοντος τὰ πλευρὰ σιδηρᾶ, Σιμωνίδ. 16· [[οὕτως]] ἐπὶ ἀνδρῶν, Ἀριστοφ. Ἀχ. 496· σὰρξ σ. Θεόκρ. 22. 47· ὦ σιδήρεοι, ὦ τὴν καρδίαν σιδηροῖ, γενναῖοι! Αἰσχίν. 77. 25, πρβλ. Λυσί. 117· 44· εἰ μὴ [[σιδηροῦς]] ἐστιν, [[οἶμαι]] ἔννουν γεγονέναι ὁ αὐτ. 17 44· σ. λόγοι Πλάτ. Γοργ. 509Α. <br />ΙΙ. σιδάρεοι, οἱ, σιδηροῦν τι [[νόμισμα]] τοῦ Βυζαντίου ἀεὶ ἐν τῷ Δωρικῷ τύπῳ ἔτι καὶ ἐν Ἀθήναις, Ἀριστοφ. Νεφ. 249, Πλάτ. Κωμ. ἐν «Πεισάνδρῳ» 3, πρβλ. [[Πολυδ]]. Ζ΄, 105, Ἡσύχ. | |||
}} | }} |
Revision as of 11:21, 5 August 2017
English (LSJ)
α, Ion. and Ep. η, ον, Att. contr. σιδηροῦς, ᾶ, οῦν SIG144.14, etc.; Ep. also σιδήρειος, η, ον, v. infr.; also late, Stud.Pal.20.217.9 (vi A.D.) (fem.
A -ειος Theognost.Can. 56); Dor. σιδάρεος [ᾱ] IG42(1).103.114 (Epid., iv B.C.), and v. infr. 11, also σιδάριος SIG246 ii 67 (Delph., iv B.C.); Aeol. σιδάριος Theoc.29.24:—made of iron or steel, ἄξων Il.5.723; σιδηρείη κορύνη 7.141; πύλαι 8.15; ὑποκρητηρίδιον Hdt.1.25; σκύταλον Theoc.17.31; χεὶρ σ. grappling-iron, Th.4.25, 7.62: also σ. ὀρυμαγδός, i.e. the clang of arms, Il.17.424; σ. οὐρανός the iron sky, the firmament, which the ancients held to be of metal, Od.15.329 (cf. χάλκεος) ; σ. γένος, of the Iron age, Hes.Op.176. 2 metaph., ἦ γὰρ σοί γε σ. ἐν φρεσὶ θυμός a soul of iron, i.e. hard, stubborn as iron, Il. 22.357, cf. Od.23.172; οὐδέ μοι . . θυμὸς ἐνὶ στήθεσσι σ., ἀλλ' ἐλεήμων 5.191; οὐδ' εἴ οἱ κραδίη γε σ. ἔνδοθεν ἦεν 4.293; σιδήρειόν νύ τοι ἦτορ Il.24.205,521; ἦ ῥά νυ σοί γε σ. πάντα τέτυκται thou art iron all! Od. 12.280; πυρὸς μένος . . σ. the iron force of fire, Il.23.177; of Heracles, the ironsided, Simon.8; of men, Ar.Ach.491; σὰρξ σ. Theoc.22.47; ὦ σιδήρεοι O ye ironhearted! Aeschin.3.166; εἰ μὴ σιδηροῦς ἐστιν, οἴομαι ἔννουν γεγονέναι Lys.10.20; σ. λόγοι Pl.Grg.509a. II σιδάρεοι, οἱ, Byzantine iron coins, always used in Dor. form, even at Athens, Ar.Nu.249, Pl.Com.96, Stratt.36.
German (Pape)
[Seite 879] ion. u. ep. έη, εον, att. σιδηροῦς, ᾶ, οῦν, poet. auch σιδήρειος, eisern, stählern, Hom. u. Folgde; ἄξων, Il. 3, 723; σιδηρείη κορύνη, 7, 141; σιδήρειαι πύλαι, 8, 15; οὐρανός, das eiserne Himmelsgewölbe, Od. 15, 329. 17, 565 (sonst χάλκεος), kann auch übertr. sein, vgl. unten; zweifelhaft auch ὀρυμαγδός, d. i. Gerassel der eisernen Waffen (?), Il. 17, 424; σιδηρᾶ κέντρα, Eur. Phoen. 26, u. sonst. – Uebertr., wie von Eisen u. Stahl, fest, hart; σάρξ, Theocr. 22, 47; θυμός, κραδίη, Hom. u. Hes., sowohl tadelnd von gefühlloser Härte des Herzens, als lobend von männlicher Festigkeit der Gesinnung; σοί γε σιδήρεα πάντα τέτυκται, an dir ist Alles von Eisen, Od. 12, 280; auch π υρὸς μένος σιδήρεον, des Feuers eiserne Wuth, Il. 23, 177; σιδηροῦς ἀνήρ, neben ἀναίσχυντος, Ar. Ach. 466, σιδηροῖς λόγοις, Plat. Gorg. 509 a; σιδηροῦν γένος, Rep. VIII, 547 b; σκληρὰς καὶ σιδηρᾶς ἀγωγάς, Legg. I, 685 a; Folgde; μόνον οὐχ ἁλύσει σιδηρᾷ, Dem. 25, 28; εἰ μὲ σιδηροῦς ἐστιν, οἶμαι ἔννουν γεγονέναι, Lys. 10, 20; σ. ἄνθρωπος, Plut. Cic. 26. – Σιδάρεοι, οἱ, Eiserlinge, eine byzantinische Eisenmünze, welche auch in Athen ihre dorische Wortform behielt, vgl. Hesych. u. Ar. Nubb. 249.
Greek (Liddell-Scott)
σῐδήρεος: α, Ἰων. καὶ Ἐπικ. η, ον, Ἀττ. σιδηροῦς, ᾶ, οῦν, (πρβλ. χάλκεος, -οῦς, χρύσεος, -οῦς)· παρὰ μεταγεν. συγγραφεῦσιν ὡσαύτως ος, ον, Θεογνώστ. Καν. 56· Ἐπικ. ὡσαύτως σιδήριος, η, ον, αιος Κύριλλ.· Δωρ. σιδάρεος, -ειος, Αἰολ. σιδάριος Ahr. D. Aeol. § 12. 4 (σίδηρος)· - ὁ ἐκ σιδήρου ἢ χάλυβος πεποιημένος, σιδηροῦς, Λατ. ferreus, Ὅμηρ., κλπ.· σιδήρεος ἄξων Ἰλ. Ε. 723· σιδηρείη κορύνη Ξ. 141· σιδήρειαι πύλαι Θ. 15· ὑποκρητηρίδιον Ἡρόδ. 1. 25· σκύταλον Θεόκρ. 17. 31· χεὶρ σιδηρᾶ, σίδηρος πεποιημένος ἐν εἴδει χειρός, ὅπως ἁρπάζῃ, ἁρπάγη, Θουκ. 4, 25., 7. 62· - ὡσαύτως, σιδήριος δ’ ὀρυμαγδός, ὁ τῶν ὅπλων κρότος, Ἰλ. Ρ. 424· σιδήρεος οὐρανός, τὸ στερέωμα, ὅπερ οἱ παλαιοὶ ἐνόμιζον ὡς μετάλλινον, Ὀδ. Ο. 329, Ρ. 565 (πρβλ. χάλκεος)· - ἡ τελευταία καὶ χειρίστη γενεὰ κατὰ τὸν Ἡσίοδον ἦτο ἡ σιδηρᾶ, Ἔργ. καὶ Ἡμ. 174 κἑξ.
2) μεταφορ., ἦ γὰρ σοί γε σιδήρεος ἐν φρεσὶ θυμός, ψυχὴ σιδηρᾶ, δηλ. σκληρά, ἄκαμπτος ὡς ὁ σίδηρος (πρβλ. σίδηρος Ι. 2), Ἰλ. Χ. 357, Ὀδ. Ψ. 172· οὐδέ μοι ... θυμὸς ἐνὶ στήθεσσι σ., ἀλλ’ ἐλεήμων Ε. 191· οὐδ’ εἴ οἱ κραδίη γε σιδηρέη ἔνδοθεν ἦεν Δ. 293· σιδήρειόν νύ τοι ἦτορ Ἰλ. Ω. 205, 521· ἦ ῥά νυ σοί γε σιδήρεα πάντα τέτυκται, εἶσαι ὅλος ἐκ σιδήρου, Ὀδ. Μ. 280· πυρὸς μένος ... σιδήρεον, ἡ ἀκατάσχετος ὁρμὴ τοῦ πυρός, Ἰλ. Ψ 177· - ἐπὶ τοῦ Ἡρακλέους, οἱονεὶ τοῦ ἔχοντος τὰ πλευρὰ σιδηρᾶ, Σιμωνίδ. 16· οὕτως ἐπὶ ἀνδρῶν, Ἀριστοφ. Ἀχ. 496· σὰρξ σ. Θεόκρ. 22. 47· ὦ σιδήρεοι, ὦ τὴν καρδίαν σιδηροῖ, γενναῖοι! Αἰσχίν. 77. 25, πρβλ. Λυσί. 117· 44· εἰ μὴ σιδηροῦς ἐστιν, οἶμαι ἔννουν γεγονέναι ὁ αὐτ. 17 44· σ. λόγοι Πλάτ. Γοργ. 509Α.
ΙΙ. σιδάρεοι, οἱ, σιδηροῦν τι νόμισμα τοῦ Βυζαντίου ἀεὶ ἐν τῷ Δωρικῷ τύπῳ ἔτι καὶ ἐν Ἀθήναις, Ἀριστοφ. Νεφ. 249, Πλάτ. Κωμ. ἐν «Πεισάνδρῳ» 3, πρβλ. Πολυδ. Ζ΄, 105, Ἡσύχ.